με σπαστά ελληνικά
Σε νοικιασμένο ισόγειο μέσα σε
γκρίζα δειλινά
-όλα ήταν γκρίζα-
χύθηκε ιδρώτας
προσγειώθηκαν χίμαιρες
πουκάμισα χωρίς γιακάδες
γυάλινα μάτια
ταγγισμένα στόματα
σπασμένα γυαλιά και
σαν έμπαινε το φεγγάρι έμοιαζε ψεύτικο όπως
εκείνες οι υποσχέσεις της μάνα της
στο λιμάνι
καλύτερη ζωή θα βρεις
φύγε από δω.
Τώρα δαιμόνισσα μια μνήμη με σπαστά ελληνικά
εξομολογείται εις εαυτόν
κουβαλά τη μάνα νεκρές χαρές
στάχτες τα όνειρά της
-ήθελε κάποτε να γίνει γιατρός.
Άγρια μουγκρίζει και
στη μνήμη δίνει λεφτά πάνω στο κομοδίνο αφημένα
να σκάσει.
Αντωνυμίες
Πατέρα,
όπως ψάχνεις να βρεις αυτό που
σ΄ ένα συρτάρι παράχωσες και
το χέρι σέρνεις κάτ΄ από τα χαρτιά
σκόνη σηκώνοντας αγνοημένη ενώ
μπαγιάτικες φωτογραφίες σού πέφτουν
στο πάτωμα και
όλα έξω τα πετάς
συνδετήρες μολύβια κουτάκια
με μάτια τετράγωνα κι ύστερα
το συρτάρι αναποδογυρίζεις
κάθιδρος,
έτσι ψάχνω κι εγώ τρεκλίζοντας
σε μια γραμματική που χρόνια μάθαινα
παραπατώντας πάνω σε κανόνες
στα πρόθυρα λιγοθυμιάς
την αντωνυμία μου να βρω γιατί
στον εαυτό μου πρόσβαση απέκτησα
είδα σημεία ζωής και
διαπίστωσα πως
οι κανόνες έχουν πάντα εξαιρέσεις.
Η Λευτέρης.