Χρονογράφημα
Νοσοκομείο Αγία Όλγα Νέας Ιωνίας, συνέχεια Τρίτης 10/10/17/ Το απόγευμα ταΐζω τη μαμά, ένα χλωμό πουρεδάκι. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ταΐσω τη μαμά. Αλλά είναι σε αδυναμία, είναι εξουδετερωμένη και νιώθω αυτή τη συμπάθεια για τους αδύναμους. Τους δυνατούς δεν γουστάρω, ιδιαίτερα αυτούς που κάνουν κατάχρηση δύναμης και εξουσίας. Τους φασίστες μισώ. Φασίστες είναι αυτοί που περικυκλώνουν έναν άνθρωπο και του πουλάνε νταηλίκι κι όταν δεν καταφέρνουν να τον κάνουν καλά, φωνάζουν το μαχαιροβγάλτη και σφάζει. Αυτό είναι ο φασισμός. Και έλλειψη δημοκρατίας είναι αυτό που έχουμε σήμερα: Να κυκλοφορεί ο δολοφόνος ελεύθερος χάρη σε κάποιο «κενό» νομικό και να πηγαίνει γήπεδο, σινεμά, επισκέψεις στο νοσοκομείο και να κανακεύει τη μαμά. Είμαστε όλοι εν δυνάμει δολοφόνοι.
Η μαμά είναι αδύναμη, είναι σε σύγχυση αλλά έχει τις αναλαμπές της. Πώς είναι το φαγητό; τη ρωτάω. Ωραιότατο, μου απαντάει. Αν είχε λίγο αλατάκι και λίγο βουτυράκι θα ήταν τέλειο, προσθέτει. Εύγε κυρά μάνα, ζωντανέψαμε βλέπω. Δίπλα της είναι μία στριμμένη που σχεδόν δεν ακούει καθόλου και βλέπει τηλεόραση μία επανάληψη του survivor με γουρλωμένα μάτια. Το τρίτο κρεβάτι παραδόξως άδειο. Μπράβο κέρδισε η κοπέλα, λέει η κουφή συγκάτοικός μας, φαν του ψόφιου σαρβάιβορ.
-Διαβάζω μέχρι να έλθει η Μπουμπού, Μάντη. Μάλλον τον είχα παρεξηγήσει. Τον θεωρούσα απολίτικο, ενώ εδώ πρόκειται για υπερπολιτικοποιημένη κατάσταση. Η Μπουμπού καθυστερεί να με αντικαταστήσει, την ώρα που λαμβάνει χώρα μία περιπετειώδης παρακολούθηση ενός χουντικού και μέγα θεωρητικού των Συνωμοσιών από έναν ερωτευμένο μπαχαλοαυτόνομο, ο οποίος ακολουθεί πιστά τη συνταγή του Ερνέστο Σάμπατο στην παρακολούθηση του τυφλού, στο κλασικό μυθιστόρημα πια Περί Ηρώων και Τάφων, για όσους θυμούνται καλά. Άλλωστε το μυθιστόρημα ονομάζεται Οι Τυφλοί. Βέβαια ο Μάντης δεν είναι Σάμπατο, αλλά τα πάει καλά.
Η μαμά θέλει να σηκωθεί αλλά δεν της επιτρέπεται. Επιμένει. Σαν την Καίτη κάνεις κι εσύ, δεν μ’ αφήνεις, λέει, άφησε με να κατέβω από αυτή τη μεριά, σήκωσε αυτό το κάγκελο. Ρε μάνα είσαι διασωληνωμένη και θα σκοτωθείς, δεν κάνει. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Μέχρι την ώρα που έρχεται η Καίτη κατά τις έντεκα το βράδυ με πρήζει. ‘Ετσι κάνει όλη τη νύχτα, λέει η Καίτη, της είπα «κάντα απάνω σου και τελειώσαμε». Αφού έρχονται οι νοσοκόμες και την καθαρίζουν μια χαρά.
11.10. Τετάρτη. Η μαμά τρώει κοτόπουλο και ρύζι. Όλο το πιάτο της. Αν είχε κι αλατάκι θα έτρωγε κι άλλο. Εντάξει, είναι όλα καλοβρασμένα, μην έχουμε απαιτήσεις. Έχει συνέλθει κανονικά. Μιλάμε σαν φυσιολογικοί άνθρωποι και οι δυο μας. Καθόλου ανταγωνιστικά. Η αυταρχική φωνή και το ύφος χιλίων καρδιναλίων, έχουν χαθεί, μ’ αρέσει να την ακούω! «Με ρώτησε ο γιατρός Νικολόπουλος πόσο χρονών είμαι και του είπα: Κατά ορισμένες πληροφορίες συγγενών είμαι γεννηθείσα το 1926 αλλά κατά τις πληροφορίες της αστυνομικής μου ταυτότητος που εξεδόθη βάσει αναληθών στοιχείων είμαι το 1922. Τον ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου», συνεχίζει η μητέρα «αν μπορώ να έχω με το φαί ένα ποτήρι μαυροδάφνη. Με ένα εκλεκτό γεύμα χρειάζεται ένα εκλεκτό κρασί, είπε ο Καθηγητής».
Με βρίζει; ρωτάει διπλανή που δεν ακούει. Όχι η μάνα δεν βρίζει ποτέ τους ξένους. Με τους ξένους είναι η καλύτερη γυναίκα, το επιβεβαιώνει η παπαδιά. Κυρία!
Έφεραν μία γυναίκα τεραστίων διαστάσεων σε κακή κατάσταση. Από κοντά ένας κύριος καλοστεκούμενος, λίγο πιο κοντός από μένα (είμαι 1.71 για όσους δεν το ξέρουν) και ο πιο καλοντυμένος στο Νοσοκομείο. Ο γιατρός Νικολόπουλος εφημερεύει, διαπιστώνει την κρισιμότητα της κατάστασης και ζητάει περισσότερες πληροφορίες. Είναι και ’κανα δυο άλλοι γιατροί και προσπαθούν να την αναστηλώσουν. Εσείς τι της είστε; Είμαι ο σύζυγός της. Σε μια στιγμή σκέφτηκα ότι περισσότερο για γιος της μοιάζει. Πολύ κομψός για σύζυγος. Πώς τη λένε; ρωτάει ο Νικολόπουλος. Έχει δύο ονόματα λέει ο άντρας, Μαρία και Αντωνία, αλλά τη φωνάζουμε Μαρία. Έλα Μαρία, άνοιξε τα μάτια σου λένε οι γιατροί και ακούω χτυπηματάκια απανωτά και επίμονα πίσω από το παραβάν. Οι εξετάσεις είναι άσχημες, πολύ άσχημες λέει ο Νικολόπουλος και τον ακούω κι εγώ καθισμένος στην κυρα Μαίρη, το ένα νεφρό είναι νεκρό, το άλλο ίσα που μας βαστάει, έχουμε πρόβλημα με την καρδιά θα δούμε στη συνέχεια τι θα κάνουμε με αυτό και βέβαια το ζάχαρο στα ύψη. Τώρα σας το λέω, κάνουμε αγώνα διάσωσης. Μα ήταν μια χαρά, λέει ο καλοντυμένος σύζυγος. Πέστε μου, τι σας έκανε και τη φέρατε; Έκανε εμετούς. Πότε; Εδώ και δυο μήνες. Εδώ και δυο μήνες! Ναι, έτρωγε τη σούπα και την έβγαζε. Και; Χτες και σήμερα έβγαλε ένα πηχτό μαύρο πράγμα.
12.10 Πέμπτη. Η μαμά τρώει κρέας και πουρέ. Μα τι μαλακό κρέας είναι αυτό, λέει η διπλανή. Δεν έχω ξαναφάει τέτοιο πράγμα, θα έχουν μεγάλα καζάνια. Αλλά τώρα θέλω να πάω στην τουαλέτα και δεν έρχεται η νοσοκόμα να με βοηθήσει. Σιγά το πράγμα, θα σας πάω εγώ. Έχει χάσει την ακοή της δεν φοράει ακουστικό γιατί βουίζει ξαφνικά, την πάω στην τουαλέτα κι είναι σαν να μεταφέρω ένα πούπουλο με ορό. Οι νοσοκόμες είναι αχαΐρευτες, λέει και η κόρη μου πιο πολύ, έχει δέκα χρόνια να μου μιλήσει. Δεν την θέλω κι εγώ! Μήδειες!
Σαν σήμερα 12 Οκτωβρίου του 1899 ο αναρχικός Ανδρέας Θεοδωρίδης για να γιορτάσει την επέτειο του γάμου του με τη Φωτεινή Δροσοπούλου αποπειράται να εκτελέσει δύο γνωστούς τοκογλύφους της πόλης των Πατρών πετυχαίνοντας τελικά τον ελαφρύ τραυματισμό τους.
Ρωτάω μία μικροσκοπική γιατρό, αν ξέρουμε τίποτα για το πότε θα βγει η κυρία Τζουμάκα. Δεν μπορώ να σας πω γιατί έχουμε έκτακτο περιστατικό, λέει η φουριόζα ντοκτόρισσα. Και πράγματι στο θάλαμο της μητέρας μου παρατηρείται κινητικότης με την υπέρβαρη ασθενή που έφεραν χτες. Ο σύζυγος της στην πένα, πάντα κομψός βγαίνει έξω, μας βγάζουν όλους έξω. Τολμώ και του απευθύνω το λόγο.
–Φαίνονται σοβαρά τα πράγματα, λέω.
–Πολύ μου λέει.
–Κουράγιο λέω.
–Ο Θεός μου απαντάει.
–Έχει καλούς γιατρούς το Νοσοκομείο.
–Ναι, είναι αλήθεια αυτό.
–Και φαίνονται και καλοί άνθρωποι.
–Ναι ναι, αυτός ο Νικολόπουλος είναι σπουδαίος, μιλήσαμε. Την διαλύσανε την Ελλάδα κύριε, ένας καθηγητής σαν το Νικολόπουλο παίρνει χίλια ευρώ κι ένας που κλωτσάει το τόπι παίρνει εκατομμύρια.
–Έχετε δίκιο, σας το λέω εγώ που είμαι φίλαθλος.
–Κι εγώ είμαι, αλλά τη διαλύσανε, δεν έχουμε πολιτικούς και περισσότερο φταίει αυτός κιτρινιάρης. Πρώτο καμπανάκι. Με το Χρηματιστήριο χάσαμε πολλά, γεμίσαμε λαμόγια.
–Βλέπετε όμως ότι πέρα από τα λαμόγια υπάρχουν και άνθρωποι που τιμούν το λειτούργημά τους.
–Ναι όλοι λειτούργημα κάνουνε! Ο δάσκαλός μου έλεγε ότι λειτουργοί είναι όσοι υπηρετούν την θρησκεία, την υγεία και φυσικά εμείς οι δάσκαλοι, την παιδεία.
–Συμφωνώ, ποιο είναι το όνομα σας;
–Ιωάννης!
–Δημήτρης. Όντως υπάρχει έλλειμμα στην παιδεία το βλέπουμε από τη συμπεριφορά σε όλους τους χώρους, ακόμη και στο Νοσοκομείο.
–Βέβαια. Οι ίδιοι γιατροί δεν ξέρουν να γράψουν ελληνικά. Οι νέοι βλέπεις κύριε Δημήτρη δεν ξέρουν να μιλήσουν. Μπλα μπλά σου λένε. Εν αρχή ην ο Λόγος, λέει ο Ιωάννης. Έτσι δεν λέει το Ευαγγέλιο; Τι θα πει Ιούνης και Ιούλης; (Δεύτερο καμπανάκι). Αλλά κοιτάξτε κύριε, αν πείτε σήμερα κάποιον πούστη κινδυνεύετε να φάτε έξι μήνες φυλακή. Μα πώς να σε πω; αφού είσαι πούστης (ύψωσε τη φωνή του και μιμήθηκε κινήσεις γυναικείες –πολλά καμπανάκια μαζί).
-Ανώμαλοι κυβερνήτες, Άσωτοι ιερείς, Πόρνος λαός, η πρωτοσέλιδη προφητεία στην Ελεύθερη Ώρα σήμερα στα μανταλάκια, λίγο ειρωνικούτσικα.
-Ακριβώς. Γιατί τον κοροϊδεύουν τον Παΐσιο; καλά τα λέει. Είμαι οπαδός του.
–Βλέπω το Νικολόπουλο, λίγο ανήσυχο, λέω στον Ιωάννη, για ν’ αλλάξω θέμα. Και πράγματι βγαίνει ο καθηγητής για μια στιγμή έξω και του λέει ότι έχουμε πρόβλημα, αλλά θα μείνει στο Νοσοκομείο, δεν θα πάει σπίτι του για να το παλέψει, ενώ κατεβαίνουν όλα τα μηχανήματα από την εντατική.
–Είναι αξιέπαινος λέω ο Νικολόπουλος, είναι δεύτερο 24ωρο συνέχεια που μένει στο Νοσοκομείο.
–Δυστυχώς μόνο ένα θαύμα. Δεν δουλεύει τίποτα μου λέει ο Ιωάννης, ούτε ο θυρεοειδής, ούτε έχει ούρα.
–Μα πώς έφτασε έτσι;
–Δεν πρόσεχε, είναι γλυκαντζού. Τρώγαμε ενάμιση κιλό παγωτό στην καθισιά μας. Πέρασε τα 180 κιλά.
–Εσείς πάντως φαίνεστε γυμνασμένος.
–Πήγαινα μέχρι πρότινος στο Γυμναστήριο. Τώρα πια ο τόπος ξεπουλήθηκε, δεν έχουμε πολιτικούς, ακόμη και το Γυμναστήριο κλείνει, δεν έχουμε ηγεσία, αρχηγούς ναι, αρχηγός μπορεί νάμαι κι εγώ. Θα τα κάνανε αυτά που κάνουνε οι αλήτες, αν ζούσε ο Χριστόδουλος, που μάζευε τρία εκατομμύρια κόσμο και τον φάγανε. Τι θα πει δημοκρατία; Πού τους χάλαγε ο Παπαδόπουλος δηλαδή αφού όλα δούλευαν ρολόι. Δημοκρατία είναι ν’ αλλάζεις φύλο από παιδί; Τι είναι αυτά;
Συμπαραστέκομαι σε ένα χουντικό που πεθαίνει η γυναίκα του. Η μάνα μου τουλάχιστον δεν ήταν χουντική-παπαδοπουλική. Είχε άλλα κολλήματα, φιλοβασιλικά. Αλλά αυτός είναι περίπτωση, όπως και ο λογοκριτής της χούντας που πρωταγωνιστεί μαζί με τον εύζωνα στο βιβλίο του Μάντη. Τι φταίω ο άνθρωπος;
–Και γιατί δεν τους άρεσε η δραχμή; Η δραχμή ήταν το καλύτερο νόμισμα του κόσμου.
–Εντάξει, όταν ήμουν στη Γαλλία επί δικτατορίας και πήγα να αλλάξω ένα πεντοχίλιαρο δεν μου το αλλάζανε.
–Ανέκαθεν υπήρχε το σαμποτάζ των Εβραίων.
–Μου το είχε μάλιστα στείλει η μάνα τυλιγμένο σε εφημερίδα, δεν επιτρεπόταν τότε να βγάζεις συνάλλαγμα και τη δεύτερη φορά την πιάσανε και πέρασε δικαστήριο επί χούντας.
–Ποια χούντα και σαχλαμάρες, πειθαρχία και ευημερία είχαμε. Η δραχμή ήταν το καλύτερο νόμισμα. Οι Βούλγαροι είναι καλύτεροι παραχαράκτες. Το χιλιάρικο ήταν το μόνο χαρτονόμισμα που δεν μπορούσαν να παραχαράξουν. Εγώ δούλεψα πέντε χρόνια στην Τράπεζα και μετά παραιτήθηκα, αλλά ο διοικητής μου το έλεγε: δεν μπορεί κανείς να το παραχαράξει γιατί τυπωνόταν από εμάς εδώ, γιαμάς.
Σκέφτομαι ότι έχασα τις εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της Αθήνας και μιλάω μέσα στα μικρόβια για παπάδες και στρατιωτικές φάλαγγες. Αλλά έτσι είναι εδώ, συγγενείς και φίλοι βγάζουν την πίκρα τους, τα σώψυχά τους, κάποιοι βγάζουν δικέφαλα κοτόπουλα. Μαζεύονται και κάνουν πηγαδάκια. Είναι μία ευκαιρία για κοινωνική ζωή. Οι ιστορίες όμως κατά κύριο λόγο είναι πονεμένες, έχουν πολύ αναστεναγμό, σε μένα έτυχε ορνεολάτρης με χουντόσκονη. Έρχεται στις έντεκα το βράδυ η Μπουμπού και νομίζω ότι απελευθερώνομαι από ένα βάρος…
13 και Παρασκευή, Οκτώβρης του 17. Τι έγινε Καίτη, επέζησε η γυναίκα στο δωμάτιο της μαμάς; ρωτάω στο τηλέφωνο την αδελφή μου το πρωί πριν ξεκινήσω τη βάρδια μου. Όχι, λέει αυτή, πέθανε στις πέντε το πρωί. Ο άντρας της πήγε τη φίλησε και της είπε σε λίγο θα έλθω κι εγώ κοντά σου. Μας κρατήσανε έξω από το δωμάτιο όλη τη νύχτα. Η μαμά κατάλαβε τι έγινε; Όχι της είχα δώσει χαπάκια.
Η μαμά τρώει μπιφτέκι με ρύζι. Το πιάνει με τα χέρια της. Της έχει φύγει και το μικρό στράβωμα. Θέλει να σηκωθεί, απαγορεύεται. Αμάν χριστιανή μου, κάτσε στα αυγά σου. Σαν την αδελφή σου τύραννος κι εσύ, λέει. Τα χέρια της τανάλια. Άφησε με να σηκωθώ. Δεν την κρατάω, δεν είμαι ανθρωποφύλακας. Την αφήνω, χωρίς να σηκωθεί και πιάνω τον Μάντη. Είναι ταλαντούχος, πληθωρικός διακειμενικός, Αθηναιοκεντρικός, ηδονοβλεπτικός, περιγραφικός μέχρι θανάτου (δύναμη και αδυναμία του) παίζει με την επικαιρότητα μας πρήζει και με τον προικισμένο γαμιά εύζωνά του.
Εμφανίζεται ο νεαρός εμποδιστής γιατρός, με τα γυαλάκια. Απευθύνεται στη μάνα μου: Είσαστε τόσες μέρες εδώ και δεν μου είπατε από που κατάγεσθε.
–Ο σύζυγος μου ήταν από την Ήπειρο απαντάει η μητέρα.
–Το όνομα! Κι εγώ από την Άρτα είμαι, απαντάει ο εμποδιστής: γιατρός Ευταξίας
–Αλλά επειδή ήταν ορφανός γονέων έφυγε πεζή μικρό παιδί από το χωριό κι ήλθε στην πρωτεύουσα. Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα, στους Αέρηδες της Πλάκας στο πλινθοπερίκλειστο σύστημα της Μεταμόρφωσης Σωτήρος Πλάκας.
Βγαίνω στο χολ. Ένας νέος άντρας κάνει συνεχώς τηλέφωνα:
–Σας παίρνω επειδή ξέρω ό τι ο μπαμπάς σας εκτιμούσε ιδιαίτερα. Αν έλθετε στην Αθήνα να περάσετε να τον δείτε Είναι στα τελευταία του. Θα χαρεί.
–Όχι κυρία μου δεν ενδιαφερόμαστε για προγράμματα και για καμιά προσφορά. Τι να το κάνουμε το τηλέφωνό σας; Πεθαίνουμε!
Τα μαζεύω και φεύγω. Πάω να δω τα ιμέιλ μου, έχω καιρό να το κάνω. Ο Κρεμμύδας φωτογραφίζει σαπωνοποείο του 1885 στην Κέρκυρα στο φουμπού. Αυτό το παιδί πάει παντού, χαίρεται τη ζωή. Είναι τελείως εξωστρεφής. Αεικίνητος. Διοργανώνει συνέδρια βγάζει περιοδικό, κάνει εκδόσεις, γράφει για τους ερυθρόδερμους. Θέλει ν’ αφήσει το στίγμα του.
Παρά την εξάντλησή μου και τον έρπη που ξετσουτσουνίζει πάλι στις κατακόμβες του κωλονοσοκομείου αργά το βράδυ, πάω στους Encardia στο «καμπαρέ Βολταίρος», είχα κλείσει θέση μόλις ανακοινώθηκε το πρόγραμμα από το «Μικρό Παρίσι». Υποτονικοί αυτή τη φορά, μάλλον ανόρεχτοι μπροστά σε ένα συντηρητικό κοινό κατωτέρων μεσαίων στρωμάτων. Την παράσταση σώζει ο ακορντεονίστας χορεύοντας και παίζοντας φυσαρμόνικα κι απέναντί του μία αραχνούλα.
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post