Διήγημα
Δημήτρης Καπετανάκης | Τρία Διηγήματα
Καλοκαιρινό Bazaar
Με γνώρισε ένα καλοκαίρι στο υπαίθριο Bazaar βιβλίων. Της άρεσα, καθώς φαίνεται, κι ας μην είχα σκληρό και ωραίο εξώφυλλο που χτυπούσε στο μάτι κι ας με πέταξαν στο περιθώριο του πλήθους των ευπωλήτων. Εμένα μου έλειπε το αρχαίο ελληνικό «ευ», του ευ ζην και της πολλά υποσχόμενης –των ακριβών δερματόδετων– ευζωίας. Εγώ τίποτα το ξεκάθαρο δεν επαγγελόμουν. Το δήλωνε και ο τίτλος μου: «Τίποτα», με κόκκινα γράμματα σε μαύρο φόντο, σαν ερυθρόμορφο ταφικό αγγείο. Δεν ξέρω αν αυτό το τίποτα την έκανε να με προσέξει, να πληρώσει το μικρό αντίτιμο και να με διαβάσει, για να με πετάξει κατόπιν, μαζί με άλλα φθηνά και μιας χρήσεως αντικείμενα μέσα στης ανακύκλωσης το καλάθι. Ίσως το δόλωμα να ήταν η ανεξήγητη για τον αριθμό των σελίδων χαμηλή τιμή μου. Δεν ξέρω πώς τιμολογείται τόσο φθηνά μια υπόληψη. Άλλωστε, στάθηκα αντάξιος των προσδοκιών της, κρατώντας –με την κλιμακωτή αποκάλυψη της τραγικής ύπαρξής μου– αμείωτο το ενδιαφέρον της όλο το καλοκαίρι.
Κατά συρροή πόνος
Ανέβαινε τη Μαρτυρίου, Σάββατο βράδυ, σχεδόν εκτός σχεδίου πόλεως, σχεδόν εκτός ορίων, εξωτερικών κι εσωτερικών. Έφτασε στα πρόθυρα της Περιφερειακής, στις παρυφές του Χορτιάτη, που άγγιζε με τα μάτια της, καθώς πατούσε μηχανικά του παλιού ταλαιπωρημένου της ρόβερ το γκάζι. Έσβησε τη μηχανή, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και σαν αρχαϊκό άγαλμα υιοθετώντας το συμβατικό της μειδίαμα, έβγαλε το περίστροφο και δίχως περιστροφές τράβηξε τη σκανδάλη. Η σφαίρα ακολουθώντας με ακρίβεια την προκαθορισμένη της διαδρομή, αφού έσκισε το κενό του αέρα και της ψυχής της, καρφώθηκε στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Η πόλη ανύποπτη έγειρε και πληγωμένη θανάσιμα έπεσε στα κρύα νερά μαζί με την πολυσύχναστη μοναξιά της Εγνατίας, της Τσιμισκή και της Λεωφόρου Νίκης. Αυτή σχεδόν ανέκφραστη χάιδεψε το περίστροφο στοργικά, εισέπνευσε τον μπαρουτιασμένο καπνό με την τραγική απόλαυση που ο μελλοθάνατος ρουφά το τελευταίο τσιγάρο και με το χαρακτηριστικά αργό και σταθερό των κατά συρροή δολοφόνων βήμα επέστρεψε στο αυτοκίνητο, σχεδόν ευτυχισμένη μες στην απόλυτη δυστυχία της. Έβαλε μπρος τη μηχανή, σαν τίποτα απ’ όλα αυτά να μην είχε συμβεί, κατέβηκε τη Μαρτυρίου και σε λίγα λεπτά άκουγε ξανά την καρδιά της πόλης να χτυπά κάπου στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Πάρκαρε το ρόβερ και με χειρουργικές κινήσεις, για να μην ξυπνήσει τον μεθυσμένο άντρα της, άνοιξε την πόρτα, γλίστρησε ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά, έφτασε στο υπνοδωμάτιο και μέχρι την επόμενη προγραμματισμένη δολοφονία της έκρυψε επιμελώς το περίστροφο στο συρτάρι.
Το περιστέρι
Έτσι όπως στέκεται ακίνητο και με κοιτάζει, μοιάζει σαν να μπορεί αλλά να μην θέλει πια να πετάξει και η θέληση να υπερισχύει της φυσικής του κλίσης. Το μόνο που μπορώ να κάνω τέτοια ώρα –περασμένα μεσάνυχτα– είναι ν’ αφήσω δίπλα του ένα κουτί με νερό και λίγο ψωμάκι. Το άλλο πρωί επιστρέφοντας διαπιστώνω πως το πρόβλημα εστιάζεται στο αριστερό του φτερό κι επιχειρώ να το πιάσω, αλλά αυτό τρομαγμένο προσπαθεί να το σκάσει μέχρι που στο τέλος το χάνω. Αγοράζω τελικά μια τυρόπιτα και πηγαίνω στη σκιά της πλατείας Λιστόν να τη φάω. Με την πρώτη μπουκιά –ως δια μαγείας– προσγειώνονται δίπλα μου καμιά δεκαριά περιστέρια που αρχίζουν επίμονα να τσιμπολογούν τα θρύμματα από το χώμα, πότε με κάποιο αίσθημα αλληλεγγύης και πότε μ’ ένα δυνατό ένστικτο επιβίωσης που μου δίνει τη βεβαιότητα πως μαλώνουν. Οι άνθρωποι, σκέφτομαι, τις περισσότερες φορές πιάνονται στα χέρια για ασήμαντες αφορμές και όχι για τόσο σοβαρούς λόγους. Δίπλα τους σαν απόστημα κάθεται ένα μικρό σπουργίτι και αρπάζοντας κάτι στα κλεφτά οσμίζεται την παράταιρη παρουσία του και σχεδόν τρομοκρατημένο πετάει. Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο βρίσκω το περιστέρι καθηλωμένο στη θέση του. Αδειάζω στο πλάι τη σακούλα με τα τρίμματα, του αλλάζω το νερό και τηλεφωνώ στη φιλοζωϊκή που, όπως είναι αναμενόμενο, Αύγουστο μήνα δεν απαντάει. Απελπισμένος, παίρνω το αυτοκίνητο και στρίβοντας το τιμόνι βλέπω στον καθρέφτη το σήμα της Ryan να πετάει και καθώς η ουρά του απομακρύνεται, έχω την αίσθηση πως η όρασή μου δεν απατάται και το ιπτάμενο αντικείμενο που βλέπω μπροστά μου δεν είναι αεροπλάνο αλλά το ίδιο το περιστέρι.
Δημήτρης Καπετανάκης
Share this Post