Δείξε μου τον συλλέκτη σου… | Μάνος Στεφανίδης

In Εικαστικά, ΤΕΧΝΕΣ by mandragoras

 


Αρκετή συζήτηση έχει προκληθεί σχετικά με τις δραματικές συνθήκες που βιώνουν οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Μόνο που δεν περιμέναμε την επιστημονική έρευνα για να συνειδητοποιήσουμε την όντως δύσκολη κατάσταση των περισσότερων εικαστικών μας. Όμως το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους ανθρώπους του θεάτρου; Χιλιάδες ηθοποιοί ανεπάγγελτοι, για να μην αναφερθώ στους μουσικούς, για να μην συζητήσω για τους χορευτές. Άρα το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ενασχόληση με τις τέχνες στην Ελλάδα ενέχει ένα τεράστιο, προσωπικό κόστος και ανάλογο ρίσκο. Όμως αν είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν μάς έχει η τέχνη ανάγκη αλλά εμείς έχουμε ανάγκη την τέχνη. Και άρα έτοιμοι για κάθε θυσία. Επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς…

Εκτός πάλι κι αν είναι λύση ο κρατικοδίαιτος καλλιτέχνης και η καθ’ υπαγόρευση δημιουργία. Οι χορηγίες του ΥΠΠΟ (το οποίο πρέπει να ενισχύει χωρίς να εξαγοράζει και να δημιουργείται ευκαιρίες χωρίς να καπελώνει). Συνειδητοποιώντας την τεράστια ευθύνη του ως προς την αισθητική καλλιέργεια ολόκληρης της κοινωνίας. Γιατί περί αυτού πρόκειται.

Σήμερα λοιπόν παρατηρείται υπερπληθώρα μεν καλλιτεχνών και καλλιτεχνικής προσφοράς χωρίς όμως την ανάλογη ζήτηση από πλευράς κοινού. Διερωτώμαι, φταίει η κοινωνία που είναι απέναντι, που είναι απαίδευτη ή το ίδιο το καλλιτεχνικό προϊόν που δεν είναι ανάλογο των προσδοκιών της κοινωνίας; Δεν είναι εύκολη η απάντηση.

Έπειτα δεν πρέπει να ξεχωρίσουμε τους καλλιτέχνες από τους «καλλιτέχνες»; Φερειπείν τα 6.000 τόσα μέλη του Επιμελητηρίου είναι άπαντες καλλιτέχνες; Χωρίς να αμφισβητώ την αξία ή τη φιλοδοξία του καθενός φρονώ πως άλλο πράγμα είναι ο ζωγράφος κι άλλο πράγμα είναι ο καλλιτέχνης. Όταν συμπίπτουν αυτά τα δύο έχουμε το αληθινό καλλιτεχνικό γεγονός. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όμως συχνά.

Από την άλλη οφείλουμε να είμαστε δίκαιοι. Η κρίση επαναπροσδιόρισε μεγέθη και αξίες, ενώ η γενικότερη παρακμή του τόπου μας που την προκάλεσε, αποκάλυψε μύθους και δραματικά απομυθοποίησε μεγέθη.

Κάθομαι και μετράω πόσοι ζωγράφοι είχαν τεράστιες περιουσίες, εξοχικά, πισίνες, επαύλεις στα πολυτελή προάστια, καταθέσεις και πόσο εδικαιούντο μία τέτοια ζωή μεγιστάνα. Πόσο είχαν φορολογηθεί! Αλλά ακόμα και σήμερα οι γνωστοί ζωγράφοι  επιβιώνουν μια χαρά και μάλιστα τις περισσότερες φορές πριγκιπικά. Οι άλλοι πάλι, η πλειοψηφία, υποχρεώνονται να κάνουν ό, τι κι εμείς οι υπόλοιποι επιτηδευματίες. Να εξασκήσουν δηλαδή μία δουλειά για να μπορέσουν να καλλιεργήσουν το πάθος τους. Το βρίσκω δίκαιο. Οι περισσότεροι στρέφονται προς την εκπαίδευση και εκεί έχουν να προσφέρουν πολλά περισσότερα από την μοναχική και αυτιστική πορεία του «σταρ». Όσο για την αγορά… όλα εδώ πληρώνονταιή καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, ή δείξε μου τον συλλέκτη σου για να σου πω ποιος είσαι κλπ. Θέλω να πω, με άλλα λόγια, πως και η ίδια η εικαστική κοινότητα δεν είναι άμοιρη της τύχης της. Αφού έπρεπε να ζητήσει από την πολιτεία μεγαλύτερη συνέπεια και να απαιτήσει από τον εαυτό της μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη προσφορά. Όσοι παρήγαγαν βαριεστημένη, τυποποιημένη τέχνη, δεν επιτρέπεται να μέμφονται όσους δεν την κατανάλωσαν. Αυτό για παράδειγμα που του συμβαίνει με το ΕΜΣΤ είναι απαράδεκτο και βλέπω ότι κανένας δεν κινείται. Όλα συμβαίνουν ερήμην και αυτό είναι άδικο. Ακόμα περισσότερο αυτό είναι ντροπή.

ΥΓ 1. Προχωράω τη σκέψη μου περισσότερο: Ποιος γράφει την ιστορία; Και εννοώ βέβαια την ιστορία της τέχνης είτε εδώ είτε διεθνώς; Τα ινστιτούτα, οι θεσμοί εντός ή εκτός εισαγωγικών, τα μεγάλα μουσεία, οι πολύφερνοι συλλέκτες, τα ιδρύματα ή οι τράπεζες που χρηματοδοτούν εκθέσεις και δημιουργούν γεγονότα; Ή μήπως πάλι οι μεγάλοι παραγγελιοδότες, οι χορηγοί, οι μεγάλες φουάρ, η παγκοσμιοποιημένη καλλιτεχνική αγορά κ.λπ.; Οι πολλοί ή οι λίγοι; Ή, καλύτερα, ο ένας; Αυτός που μπορεί να καταστεί μοναδικός, για την εποχή τουλάχιστον;

Προφανώς όλοι αυτοί, οι πολλοί έχουν έναν ρόλο, συχνά εκκωφαντικό, πλην πρόσκαιρο. Αφού τελικά το κλειδί για να ξεκλειδώσει το άδηλο μέλλον το διαθέτει αυτός που συνήθως πολεμάνε ή και μισούν γιατί τους χαλάει το αφήγημα. Εννοώ εκείνο τον κριτικό τέχνης ο όποιος συνδυάζει την ιστορική γνώση αλλά και την τόλμη να εκθέσει και να εκτεθεί προλαβαίνοντας την εποχή του. Όσο κι αν καμώνονται τους γνώστες ή τους ειδικούς οι βαθύπλουτοι παράγοντες ή οι εφήμεροι σταρ της επικοινωνίας και της καλλιτεχνικής μόδας –ακόμα και οι φιλόδοξοι, ματαιόδοξοι όσο και ημιμαθείς καλλιτέχνες– την εκδίκηση του αύριο θα πάρει αυτός, ο ένας που σήμερα είτε έχουν περιθωριοποιήσει είτε απροκάλυπτα περιφρονούν αγνοώντας την κρίση του.

Κι όπως η παρούσα, πρόσφατη εμπειρία μάς πείθει ότι πρέπει η πολιτική να επιστρέψει στον κυρίαρχο ρόλο της και να εξορίσει την οικονομία για το καλό της ανθρωπότητας, το ίδιο πρέπει να συμβεί και με την τέχνη. Επειδή και η τέχνη πρέπει να επιστρέψει στην αρχική θέση και το κύρος της ως παραγωγού ιδεολογίας μέσω του αισθητικού εξορίζοντας από την λειτουργία της τόσο την οικονομία και την αγορά όσο και τους εξωνημένους θεράποντες τους.

ΥΓ 2. Αντιλαμβάνομαι, τελικά, την τέχνη σαν μία παρτίδα σκάκι. Υπάρχει πάντα ένας τελικός στόχος, κάτι που πρέπει να κατακτηθεί και κάτι που πρέπει να θυσιαστεί. Αλίμονο σ’ όποιον το αγνοεί. Υπάρχει σαφώς λογική, στρατηγική, σχέδιο αλλά υπάρχει και έμπνευση, συναισθηματική ευφυΐα και ρίσκο. Κυρίως αυτό. Δηλαδή υπάρχει πάνω από όλα η κρίσιμη απόφαση: Τι να κρατήσεις και τι να χάσεις…

Αρχικά η τέχνη ξεκινάει με τους δύο στρατούς πλήρεις, 16 πιόνια αριστερά και 16 πιόνια δεξιά. Πληθωρισμός, συνωστισμός αλλά και βαρεμάρα από την αργή ροή του χρόνου. Μετά όμως έρχεται ο πόλεμος δηλαδή οι συγκρούσεις και η δημιουργία, δηλαδή οι αναπόφευκτες απώλειες, η ουσία του παιχνιδιού. Πρέπει να χάσεις αν θες να κερδίσεις. Από αυτή την πρώτη, την πληθωρική φάση, ας πούμε από το μπαρόκ που συνεχώς επιστρέφει στα καλλιτεχνικά θέματα, φτάνουμε στο μινιμαλισμό, φτάνουμε στην αφαίρεση, ας πούμε στον μοντερνισμό… Εκεί που επιβιώνει, για παράδειγμα, μόνο η βασίλισσα και ο βασιλιάς από την μια πλευρά ενώ ο αντίπαλος, από την άλλη, έχει μόνο τον βασιλιά, τον Τρελό και τον Πύργο. Εκεί που παίζεται το πιο γοητευτικό αλλά και το πιο απόλυτο παιχνίδι της τέχνης. Ας πούμε Πικάσο και Ματίς εναντίον Ντυσάν και Μαλέβιτς. Δηλαδή στα άκρα. Εικονομάχοι και εικονολάτρες. Όπως πάντα! Δηλαδή ως το νόημα που βρίσκεται πάντα λίγο πριν το τέλος.

Κι άλλα Ντοκουμέντα!

Πολλά έργα τέχνης πωλούνται πια στο ένα δέκατο τουλάχιστον της αρχικής αξίας τους. Και αυτό στην σπάνια περίπτωση που θα υπάρχει αγοραστής! Ιδιαίτερα όσοι ζωγράφοι έκαναν limit up και διατηρούσαν waiting list το ’80 και το ’90, σήμερα τρέμουν κάθε αναγγελλόμενη δημοπρασία. Τρέμουν την σίγουρη κατρακύλα των έργων τους. Κυρίως επειδή οι «συλλέκτες» ή οι πραγματικοί συλλέκτες, πανικόβλητοι πλέον και καχύποπτοι προς οτιδήποτε καλλιτεχνικό, δίνουν τα έργα που διαθέτουν όσο όσο. Χιλιάρικο το κομμάτι (sic)! Sic transit gloria κλπ. (Όσοι είναι πραγματικοί καλλιτέχνες ή συλλέκτες ξέρουν την συνέχεια).

Άσχετο: Τα σύννεφα της δύσης δημιουργήθηκαν για να δοξάζουν την αθανασία του Tiepolo . Όπως και ορισμένες βροχερές θάλασσες για να υπερασπίζονται την φήμη του Turner. Τελικά ο Θεός φτιάχνοντας τον κόσμο, τον έπλασε με πηλό σαν γλύπτης και τον έντυσε με χρώματα σαν ζωγράφος. Ο Θεός, φαίνεται πως δημιούργησε κατ’ αρχάς τους καλλιτέχνες και έπειτα      ξεκουράστηκε. Οι καλλιτέχνες ανέλαβαν όλα τα υπόλοιπα.

Σημείωση: Φοβού εκείνη την ζωγραφική που ακυρώνει το βλέμμα.