Δήμος Χλωπτσιούδης | κενοτάφιο

In Λογοτεχνία, Ποίηση by mandragoras


(…)προχωρούσε τη μέρα

μέσα σε μια στήλη νεφέλης
και τη νύχτα μέσα σε στήλη φωτιάς(…)
Έξοδος, 13:21

I.
Πένθιμοι ήχοι αγκαλιάζουν
την παλίρροια των θρύλων
για τις αόρατες καμπάνες
που ορθώνονται μπροστά στον φάρο
κι οι φουκαράδες οι πεθαμένοι
μαζί με το χώμα και το μάρμαρο
σηκώνουν και όλες τις ψευτιές
των ζωντανών
γονατίζουν σε κενοτάφια λήθης
και βάφουν με αίματα ταφόπετρες
για να διώξουν τις αράχνες
από τα κουφάρια των ιδεών
που απειλούν την εξουσία

II.
ποτέ οι τάφοι δεν μου φάνηκαν
τόσο άσπροι
ποτέ τα κυπαρίσσια
τόσο πένθιμα
ίσκιοι που λούζονται στο φεγγαρόφως
πίσω από μάτια βουλιαγμένα
στη γη των φαντασμάτων
οι σκιές της νύχτας
τρέφονται με σάρκες ουτοπίας

στα νερά της λήθης
βαφτισμένο στεφάνι
γύρω από τον λαιμό
λίγο πριν σφίξει σε θηλιά
σαν ολόκληρη η πόλη να είναι
γεμάτη σκυλιά π’ ουρλιάζουν μαζί
λίγο πριν η φωτιά αγκαλιάσει τα δακρυγόνα

βλέμματα που δεν έσβησαν τη φωτιά τους
στη θύελλα των δρόμων
αποτελούν αρκετό υλικό για όνειρα

III.
όταν ο Άγγελος του Θανάτου
σημαδέψει με αίμα τη θύρα ενός σπιτιού
οι άνθρωποι τον μυρίζουν
σαν το φρεσκοσκαμμένο χώμα
τον ακούν στο στροβιλισμό του αγέρα
τον γεύονται στο τρεμούλιασμα του κεριού

στο υγρό πέπλο της ομίχλης
καλπάζουν βουνά με την ιαχή μοιρολογιού
που φουσκώνει στις στάχτες
λησμονημένων οδοφραγμάτων
τότε θαλασσοπούλια νυσταγμένα
κουρνιάζουν σε λαμπρόχρωμα σύννεφα
που προκλητικά αδιαφορούν
για τις επιπτώσεις της ίριδας
παραφωνία στις δίκες των ιδεών
που κρύβονται μέσα σε φλογοκόκκινες ουτοπίες

IV.
κάψε, ιερή φωτιά,
το παρόν με φλόγες του μέλλοντος
δώσε το φως σου
στα μαύρα στίγματα
που μας κυκλώνουν
άσε τις στάχτες λίπασμα
για νέα οράματα
σε δρόμο εξαγνισμένο

κάθε νύχτα τρέμει
η πέτρα τη φωτιά
ενώνοντας στάχτη
με δάκρυα και χώμα
δίνουμε πνοή
στις νέες ουτοπίες

η φωτιά είναι
το μοιρολόι της ανάγκης
στο φέρετρο της υπακοής
των τζιτζικιών που σιωπούν
στις πύλες του φθινοπώρου

χωρίς τζιτζίκια και φωτιά
νέο σπίτι δεν χτίζεται

V.
μια μουσική αγκαλιάζει τη δίνη των ανθρώπων
καθώς μοιράζονται τις αλλαγές
και τον θάνατό τους

όταν αλυχτούν τα παιδιά της νύχτας
οι νεκροί ταξιδεύουν γρηγορότερα
η σκιά χαϊδεύει τη σιωπή
του απαρνημένου φωτός
λένε πως οι ετοιμοθάνατοι πεθαίνουν
τις ώρες που τραγουδά
ο παγερός άνεμος του βορρά

μάγισσες από τη Σκυθία ζευγάρωσαν
με δαίμονες της ερήμου
λασπώνοντας την άμμο με αίμα
κι ουρλιαχτά ενός μεγαλείου αυταπάτης
εφήμερης εξουσίας στον χρόνο

VI.
τρελός στην ομίχλη
όποιος τολμά να αντιταχθεί
σ’ όσα νιώθει να τον απειλούν
ποιητής που ντρέπεται να φανεί
μιαν άλλην αλήθεια
στις λέξεις του
κι όμως κάθε φρίκη φανερώνει στο φως
στημένες αλήθειες που κρύβονται
πίσω από λέξεις όμορφες

τις αγνές νύχτες
ο δρόμος για την ταφή της ουτοπίας
περνά πρώτα από αλμυρά νερά
μη σας ξεγελά
το γλυφό πιοτό
επετειακής εξέγερσης
τα άσαρκα κόκκαλα της αυταπάτης
ξεπλένονται με δάκρυα ματωμένα

VII.
ασβέστωσαν μετά την κηδεία
τους τοίχους των κανόνων
να σβήσουν οι καπνιές
μα φωτιά είχε αρχίσει να σιγοτρώει
τα σίδερα που τη συγκρατούσαν

κύματα τα κάγκελα
και οι χειροπέδες
άρδευαν την ησυχία
και έσβηναν τα χρώματα
μέχρι μία νέα φωτιά
να ανοίξει το συρτάρι του Δεκέμβρη
με τα καμένα στολίδια
αντίδρασης λησμονημένης

αναμμένο δαδί η καταπίεση
που αναζητά εύφλεκτα μυαλά
για να κάνει στάχτη
τις αλυσίδες της εξουσίας

VIII.
στοιχειωμένα συνθήματα θορυβούν
την αυταπάτη της ασφάλειας
ξεπηδώντας μέσ’ απ’ τη σαπίλα
όμορφων τάφων, ασβεστωμένων

βυθίζονται οι συνειδήσεις
στις τρικυμίες του μίσους
συνθήματα ράβονται
στη στολή του αρλεκίνου
που χορεύει τρελός
στη σιωπή εθνικών προταγμάτων

οι ρυτιδιασμένες πέτρες του φασισμού
ακόμα ανασαίνουν
πουλιά πνιγμένα σ’ αγκάθια στεφάνια
κιτρινίζουν κάθε νύχτα
από την αρρώστια του μίσους
που τρώει τα σωθικά τους
μέσα σε μνήματα σκιερά

IX.
κορμιά αλυσοδεμένα που ξοδεύτηκαν
σε πλατείες και πεζοδρόμια
αναζητούν λίγα σύννεφα
σε πηγάδια ξερά
άγριες λέξεις τρυγούν
με το νέκταρ της ελπίδας
να επικονιάσουν την οργή
εύφλεκτο υλικό
για να θρέψουν τα νεογνά της κυψέλης
π’ αρνήθηκαν να βυζάξουν
συνθήματα ξεδοντιασμένα

αίμα ξεραμένο βάφτισε
τις παπαρούνες
σε ένα μυστήριο αντιεξουσιαστικό

X.
τα ρολόγια της αλλαγής
ακόμα διψάνε
δείκτες των εξελίξεων
αλογόμυγες
που ενοχλούν σαρκοφάγα φυτά
να χωνέψουν προσδοκίες
κι εκούσια κρυφτήκαν σε φέρετρα

ξεπλύθηκαν με δάκρυα τα πεζοδρόμια
που πνίγηκαν στα χημικά
τρόμαξαν οι καθοδηγητές
βγάλαν τα ράσα οι συντονιστές
πριν ορκιστούν οι μωροί
σε μία Ουτοπία,
Μήτηρ και Παντάνασσα
ομοουσία τη εξεγέρσει

η ουτοπία είναι σαν τους σταλακτίτες
απαιτούνται αιώνες
για λίγα γραμμάρια αποσταγμένων οραμάτων
νοθευμένα με αγανάκτηση

XI.
παλεύουν με τα κύματα
κοιτώντας κατάματα την ελευθερία
να σκίζει τα φιόρδ των προσαγωγών
την ώρα που τα παιδιά του Νοέμβρη
μετρούν τα φωτισμένα μπαλκόνια
που πρόωρα στόλισαν την πανσέληνο
της Γέννησης της ελπίδας

οικότροφοι παπαρούνων
που φύτρωσαν σε βιβλία απαγορευμένα
χορεύουν στις μελωδίες της φωτιάς
χαϊδεύοντας συνθήματα ανυπακοής
απέναντι από ράμφη πεινασμένα για αίμα

XII.
ξεκούρδιστα αηδόνια σπάνε τη σιωπή
ρυτιδιασμένων συνειδήσεων
φωτίζοντας παρήγορα το σκοτάδι της πόλης
αντιφεγγίζουν αναιμικά στο ξέφωτο
με πυρσούς που μηχανεύονται το χάος

ξέρουν όμως ότι το χάος είναι υποταγμένο σε νόμους,
ενώ η τάξη που κυνικά τους γνέφει
υπακούει στο συμφέρον
και μόνο

χύθηκαν μέσα από τρύπια σύννεφα
και τραγουδούν τα χρώματα
στα τρωκτικά του μέλλοντος
την ώρα που ο χαφιές
πάνω από το κουφάρι του οροθετικού
τραυματία του φωτός
χαμογελά

στον πόλεμο δεν νικάς με τα όπλα
αλλά με την καρδιά
γιατί τελικά ο στρατιώτης
είναι πάντα παρών στην κηδεία του

 

Δήμος Χλωπτσιούδης