Γιάννης Δρούγος * Η μαμά και το φεγγάρι

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

Χτες το βράδυ η μαμά ανέβηκε στην ταράτσα να πιάσει το φεγγάρι εγώ της το είχα ζητήσει ένα βράδυ όταν την είδα να κλαίει επειδή είχε μελανιές στο πρόσωπο και πονούσε κι εγώ της έκανα μια μεγάλη αγκαλιά και της είπα να φέρει το φεγγάρι να μας ζεσταίνει το παγωμένο σπίτι μας επειδή εκείνη είναι μεγάλη και οι μεγάλοι όλα τα καταφέρνουν

Η δασκάλα μού έχει πει να βάζω κόμματα και τελείες ανάμεσα στις προτάσεις για να παίρνουν μια ανάσα κι εγώ πάλι ξεχάστηκα

Χτες το βράδυ η μαμά ανέβηκε στην ταράτσα να πιάσει το φεγγάρι. Το μεσημέρι είχε κόψει όλα της τα μαλλιά, για να δυναμώσουν είπε, ήπιε πολύ κρασί και την έπιασαν τα γέλια και γελάσαμε μαζί πολύ. Όταν γύρισε ο παππούς, εγώ έτρεξα και κρύφτηκα στην ντουλάπα μου και τον άκουσα που της φώναζε “τι πήγες κι έκανες μωρή μαλακισμένη” κι η μαμά τού απάντησε “ήρθε η ώρα να σε ξεφτιλίσω παλιοκαργιόλη” και μετά ανέβηκε στην ταράτσα να ηρεμήσει και να πιάσει το φεγγάρι. Εγώ της το είχα ζητήσει ένα βράδυ όταν την είδα να κλαίει, επειδή είχε μελανιές στο πρόσωπο και πονούσε. Κι εγώ της έκανα μια μεγάλη αγκαλιά και της είπα να φέρει το φεγγάρι, να μας ζεστάνει το παγωμένο σπίτι μας. Επειδή εκείνη είναι μεγάλη και οι μεγάλοι όλα τα καταφέρνουν. Γι’ αυτό η μαμά ανέβηκε στην ταράτσα να ηρεμήσει και να πιάσει το φεγγάρι. Ύστερα ήρθε κόσμος στο σπίτι μας. Η κυρία Γιώτα, που κουτσαίνει και μένει απέναντι, φώναζε συνέχεια Χριστέέέέ μουουου. Μετά ήρθε το ασθενοφόρο και οι γιατροί έβαλαν τη μαμά στο φορείο να την πάνε στο νοσοκομείο, γιατί χτύπησε το κεφάλι της από ένα αστέρι. Μετά ήρθε η αστυνομία κι έβαλαν κόκκινη γιορτινή κορδέλα στην αυλή, ήρθανε άνθρωποι με κάμερες και μικρόφωνα να πάρουν συνέντευξη από τον παππού για την κόρη του. Επειδή έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιστορία που έπιασε το φεγγάρι. Αλλά εκείνος δεν μίλαγε, κράταγε το κεφάλι του και κοίταζε το πάτωμα. Μετά ήρθαν ένας κύριος με γυαλιά και ένα τετράδιο και μια κυρία που την έλεγαν Πρόνοια και με πήγαν δίπλα στο πάρκο και μου έκαναν πολλές ερωτήσεις. Εγώ δεν απαντούσα αμέσως γιατί είχα χαρά που είχαμε κόσμο και φώτα στο σπίτι μας αλλά είχα και λύπη, γιατί το φεγγάρι ήταν ακόμα στη θέση του. Άρα η μαμά δεν πρόλαβε να το κατεβάσει, γιατί για μια φορά ακόμα ο παππούς την έπιασε στα χέρια του, όπως κάθε φορά που την έπιανε και έμπαινε ανάμεσα στα πόδια της να κάνουνε μαζί γυμναστική και η μαμά έκλαιγε και του φώναζε “θα σε κλείσω στη Στενή ρε πούστη”. Εννοούσε το χωριό του μπαμπά στη Στενή της Εύβοιας, που είχαμε πάει μια φορά κι εκείνος μας έδιωξε. Δεν δεχόταν μπάσταρδα και πουτάνες στο σπίτι του, είπε. Κι έτσι μείναμε με τον παππού που έκανε γυμναστική με τη μαμά και μου είπε πως αν το έλεγα πουθενά θα με πετάξει μέσα στον υπόνομο με τα σκατά των γειτόνων. Ήμουν το σκατό του σπιτιού, είπε. Κι εγώ έμπαινα στην ντουλάπα μου για να γλιτώσω, όποτε ήταν θυμωμένος ο παππούς.

                       Ο παππούς με χαιρέτησε πριν μπει στο περιπολικό. Φαινόταν λυπημένος αλλά εγώ δεν τον λυπήθηκα. Επειδή ούτε εκείνος μας λυπόταν και όλο μας έβριζε. Κι έκανε τη ζωή της μαμάς σαν τα σκατά στον υπόνομο.

                       Η κυρία Πρόνοια μού υποσχέθηκε ότι η ζωή μου θα αλλάξει κι ότι θα πάω σε ένα ζεστό μεγάλο σπίτι με πολλά παιχνίδια και πολλούς φίλους. Ήθελα να τη ρωτήσω πότε θα γυρίσει η μαμά κι αν θα ξέρει πού είμαι αλλά σκέφτηκα ότι η μαμά πάντα ξέρει πού να με βρει. Σίγουρα όταν γυρίσει από την Αμερική, που πήγε για να πάρει βραβείο γιατί ήταν ηρωίδα και έξυπνη, θα με βρει. Σίγουρα. Και τότε οι συμμαθητές μου που δεν παίζανε μαζί μου και με κορόιδευαν ότι είμαι γιος της τρελής και του σκατόγερου, τότε θα παίζουνε μαζί μου. Γιατί η μαμά θα έχει πάρει το βραβείο από την Αμερική. Και θα μου μιλάνε. Που δεν μιλούσα με κανέναν. Μερικές φορές όμως μιλούσα στο φεγγάρι. Αλλά είχε τόσο κρύο μέσα στο σπίτι, τα δόντια μου χτυπούσαν και δεν μιλούσα καθαρά, μπορεί γι’ αυτό το φεγγάρι να μη με καταλάβαινε και δεν μου μιλούσε ούτε εκείνο.

            Όταν γυρίσει η μαμά, θέλω να της κάνω μια ζωγραφιά χωρίς χάπια, χωρίς παππού, χωρίς ξύλο, χωρίς κρασί, χωρίς βρισιές και χωρίς κλάματα. Θα σκεφτώ τι θα βάλω στη ζωγραφιά. Θέλω να είναι σαν το νανούρισμα που μου τραγουδούσε όταν φοβόμουν. Αστέρι μου, φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου, κοντά σου θα ‘ρθω πάλι