Αν η βεβαιότητα είχε μία αιχμή, τότε ο δισταγμός θα είχε δύο κι αιχμηρές. Θα ήταν ταυτόχρονη απειλή για ό,τι ξέρουμε και πρεσβεύουμε. Η αμφιβολία είναι αναντίρρητα μια κατάσταση του νου οριακή. Μας απεκδύει από τη γνώση και μας μετατοπίζει στη βασανιστική άγνοια. Αμφίσημη, μετέωρη, λογχίζει απαντήσεις με «μπορεί», «μάλλον», «ίσως» αδιάλειπτα.
Σκεπτική και ανεπίδεκτη οποιασδήποτε σιγουριάς, η αμφιβολία κρατά σε απόσταση τα στερεότυπα και τις βιαστικές αλήθειες. Φως εκ φωτός της νόησης, η αμφιβολία παράγει ιδέες πάνω σε ιδέες που ελέγχουν με την σειρά τους πρότερες ιδέες. Περισσότερο νοησιαρχική, λιγότερο εμπειρική, η αμφιβολία εδράζεται στη σκέψη του ανθρώπου και ελέγχει την ορθότητα του αισθητού και του έλλογου κόσμου.
Ειδικότερα, αμφιβάλλοντας κανείς για τα πάντα, απαλλάσσει τον νου από κάθε είδους προκατάληψη, έτσι ώστε με καθαρό μυαλό πλέον, να αντιμετωπίσει τα πράγματα όπως όντως είναι. Βέβαια, η άγνοια όταν προκύπτει, είναι συνυφασμένη με τη φύση του ανθρώπου να τον κινητοποιεί, αν θέλει να αποκτήσει έγκυρη γνώση, ν’ αμφισβητήσει με τη μορφή αυτοελέγχου ως προϋπόθεση, την ίδια την απόκτηση γνώσης.
Από τη σωκρατική παραδοχή της γνώσης της μη γνώσης, έως το «cogito ergo sum» ως το μόνο σίγουρο δρόμο προς την αλήθεια, η απόκτηση της γνώσης αυτής καθ’ αυτής απομακρύνθηκε προοδευτικά από τις αισθητηριακές καταγραφές του μυαλού και ακολούθησε μονοπάτια μεθοδολογικών αποδείξεων κόντρα σ’ ότι μπορούμε να βιώσουμε, κατευθυνόμενη εγγύτερα σ’ ό,τι μπορούμε να εννοήσουμε. Τα επιχειρήματα γύρω απ’ ότι πιθανολογικά μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε όντας ορθόφρονες, αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν το βέβαιο μονοπάτι της αμφιβολίας ως της μοναδικής απόδειξης της αντικειμενικής αλήθειας.
Πράγματι, μεταξύ του άκρατου σκεπτικισμού της αδυναμίας της απόκτησης της γνώσης έως της καρτεσιανής αμφιβολίας «για όλα μπορώ να αμφιβάλλω, εκτός της ίδιας μου της αμφιβολίας», το «αμφιβάλλω άρα υπάρχω» νοηματοδοτεί περαιτέρω την τάση του ανθρώπου να αναπλαισιώνει ολοκληρωτικά τις αντιλήψεις του και τις πίστεις του για το κάθε τι που σκέπτεται και βιώνει.
Είναι αποδεδειγμένο πως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας αν δεν γνωρίσουμε πρώτα τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να εντρυφήσουμε σε καμιά βαθύτερη γνώση, αν πρώτα δεν έχουμε απεκδυθεί από την πλάνη των αισθήσεών μας. Πόση λογική χωρά η πραγματικότητα και πόση εμπειρία μάς παραπλανά από την αλήθεια; Ο εμπειρισμός δίνει τη θέση του στην καθαρή σκέψη και η αμφιβολία πλαισιώνει κάθε διερώτηση περί πραγματικότητας και όχι μόνο.
Ετυμολογικά, η αμφιβολία, από την διπλή επίθεση μέχρι τη διττή σημασία, εκφράζει τη διφυή υπόσταση της προσβολής, της ερμηνείας, του δισταγμού. Οι ποικιλίες ενός νοήματος μια λέξης ή μιας πράξης, περιγράφονται μέσω της αμφιβολίας ως ένα δίπολο μεταξύ μιας ή μιας άλλης εννοιολόγησης. Ακόμα, όταν αμφιβάλλουμε, αναθεωρούμε τις πίστεις και τις παραδοχές μας σε σημείο αποκαθήλωσης της κεκτημένης γνώσης ως σχετικής και άρα αμφίβολης. Επομένως, το «εκατέρωθεν προσβάλλεσθαι» του «αμφι- βάλλω» περισσότερο τείνει να «απειλήσει» το μυαλό, τις λογικές παραδοχές και κατ’ επέκταση τον ευρύτερο εφησυχασμό μας για τη ζωή.
Πόσες φορές δεν απαντήσαμε «αμφιβάλλω», σε κάποια πρόταση ενός συνομιλητή θέλοντας να επισημάνουμε την απόσταση που νιώθουμε για τα λεγόμενά του. Η ικανότητά μας να διατρανώνουμε τη δυστοκία της συγκατάνευσης, μας εξοπλίζει με μια περαιτέρω ικανότητα ανασύνθεσης της πραγματικότητας. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε για γεγονότα, για ανθρώπους, για επιθυμίες, για συναισθήματα, για συλλογιστικές και για μεθόδους. Μπορούμε ακόμα να αμφιβάλλουμε για τους εαυτούς μας, για το μέλλον, για το παρόν, ίσως ακόμα και για το παρελθόν. Όλα με κάποιο τρόπο τίθενται σε μια διαρκή δίκη απ’ όπου η έκβασή της, θα μας επανασυστήσει την ισχύουσα αλήθεια. Στην ανθρώπινη επικοινωνία εν προκειμένω, οι λέξεις καθώς και τα νοήματα που φέρουν οι ίδιες, τοποθετούνται σε ένα σημασιολογικό ζύγι ακριβείας που μόνο με την αμφιβολία ως δείκτη για την εγκυρότητα του νοήματος, προσβλέπουμε σε μια πιο εύστοχη αλληλεπίδραση με τον συνομιλητή.
Στο ποίημα «Χαμένοι στη μετάφραση» του ποιητή Δημήτρη Γκιούλου, από την ποιητική συλλογή Αστικά Δύστυχα, εκδ. Θίνες 2020, ένα προσωπικό γράμμα επαναξιολογείται με γνώμονα τόσο την εμπειρία όσο και το νόημά του: «Δεν ξέρω πότε έπαψε να βγάζει νόημα/ εκείνο το τελευταίο γράμμα σου/ Στο πορτοφόλι το φύλαγα/ τ’ ορκίζομαι/ Αυτό να έπαθε κάτι/ ή εγώ;». Η σημαντικότητα του γράμματος για τον ποιητή προοδευτικά έχει αποδυναμωθεί. Η καταληκτική ερώτηση εμπλέκει την αντιληπτική του ικανότητα για το περιεχόμενο του γράμματος καθώς ο χρόνος φύλαξής του έχει αλλάξει τόσο τον σκοπό όσο και τη σημασία των γεγραμμένων. Ο ποιητής αμφιβάλλει για την πράξη της φύλαξης του γράμματος αυτού, του τελευταίου. Επιπρόσθετα αμφιβάλλει για τη δική του ικανότητα αποκωδικοποίησης του αρχικού νοήματος. Τι να έπαθε ένα γράμμα, που απλώς ήταν φυλαγμένο σε ένα αθέατο σημείο, όπως το πορτοφόλι; Εύστοχα, σχολιάζεται το ανύποπτο του χρόνου «δεν ξέρω πότε». Η αμφιβολία του νοήματος εδώ συνδιαλέγεται με τη διαβρωτική λειτουργία του χρόνου στις ανθρώπινες σχέσεις. «Αυτό να έπαθε κάτι/ ή εγώ;» διερωτάται καταληκτικά ο ποιητής αμφιβάλλοντας με έναν τόνο κάπως εναγώνιο και διστακτικό. Το κομμάτι από χαρτί συμβολίζει για το ποιητικό υποκείμενο την πρότερη συνειδητή του κατάσταση την οποία αντιλαμβανόταν διαφορετικά. Η τωρινή του κατανόηση έχει μεταστραφεί καθώς η αμφιβολία έχει παρεισφρήσει στο μυαλό και στην καρδιά του.
Κόντρα σε αυθεντίες και απολυτότητες, κάθε φορά που αμφιβάλλουμε, εν αγνοία μας, προκρίνουμε την ικανότητα της κρίσης μας προσπερνώντας τη σχετική αληθοφάνεια των εμπειριών μας. Επιπλέον, σταματάμε τη ροή της συλλογιστικής ενός επιχειρήματος, και διερευνούμε σχολαστικά την εγκυρότητα των προκειμένων. Η επιμέρους αλήθεια τους μας οδηγεί σε μια ευρύτερη αλήθεια που όμως, εξετάζεται ξανά και ξανά για ένα βέβαιο συμπέρασμα. Κι αν το συμπέρασμα παρά τον έλεγχό μας δεν μας διασφαλίζει την απάντηση; Η αμφιβολία έχει τη δύναμη της απόρριψης κάθε ασφαλούς έκβασης της λύσης. Είναι εκείνη η κατάσταση κατά την οποία κλονίζεται η οποιαδήποτε πεποίθησή μας για τον κόσμο. Διακηρύσσει το ακηδεμόνευτο και προτεραιοποιεί το αδέσμευτο της αντίληψης. Ίσως θα λέγαμε ότι η αμφιβολία αποτελεί μια πράξη του νου ρηξικέλευθη και γι’ αυτό επί της ουσίας επαναστατική.
Στην καθημερινή μας ζωή, αμφιβάλλουμε όταν έχουμε ελλιπή στοιχεία για ένα θέμα ή όταν γινόμαστε αποδέκτες αντικρουόμενων νοημάτων. Η αμφισημία και το συγκεχυμένο μας ενοχλούν και μας μετατοπίζουν από την ομόνοια της βεβαιότητας στην έριδα της αμφισβήτησης. Βέβαια, η αμφισημία αυτή είναι η γενεσιουργός αιτία της αναμόχλευσης της αλήθειας. Η στόχευση της βαθύτερης σοφίας για τη ζωή περνά πολλές φορές μέσα από την αυτοκριτική που ασκούμε για τις σκέψεις και για τις πράξεις μας δηλώνοντας την κατάφορη ανάγκη να ζήσουμε πραγματικά.
Στην ποιητική συλλογή του Χρίστου Κολτσίδα Βροχή περασμένη, εκδ. Μελάνι 2020, υπάρχει το ποίημα με τίτλο: «Της γνώσης». Συγκεκριμένα ο ποιητής αναφέρει «Τώρα που μας πήραν φαλάγγι οι επαΐοντες/ κάτι σκάλωσε μες στα γρανάζια των λέξεων/ – το ξύλο το απελέκητο ή ένα Α4 τσαλακωμένο;/ Σταθήκανε που λες για λίγο ανήμποροι/ μπροστά στ’ αμφίσημο του ήλιου/ και η διάγνωσή τους ήταν πως είναι μόνο φωτεινός/ και ζωοδότης./ Αλλά ευτυχώς/ μ’ ένα φίλτρο του Instagram δεν άλλαξε ακόμα/ η μορφή του κόσμου.» Οι επαΐοντες κατά των ποιητή καραδοκούν στις μέρες μας επιβεβαιώνοντας μόνο το αυταπόδεικτο. Η αμφισημία για το ποιητικό υποκείμενο υπερβαίνει την παραδεδεγμένη γνώση και συμβολίζεται από έναν ήλιο φωτεινό μα εννοούμενο και σκοτεινό. Μπορούμε να εικάσουμε πως το φως – λέξεις αναγνωρίζονται απ’ όλους ως τεκμήριο μονοσήμαντο, ως ένα φίλτρο μόνο που απεικονίζει μια από τις πολλαπλές οπτικές της πραγματικότητας. Είναι ειρωνική η διάθεση του ποιητή ως προς τη γνώση που ευαγγελίζονται οι απανταχού γνώστες, αφού παραμένουν ανήμποροι μπροστά στην επίπονη αναζήτηση της ερμηνείας του κόσμου. Επομένως μια οπτική μόνο για τα πράγματα δεν μπορεί να διασφαλίσει την αλήθεια που κατά τα άλλα προκύπτει μόνο από την εμβάθυνση, την επίπονη σπουδή, την διαρκή αμφιβολία. Το «απελέκητο» μυαλό μας μπορεί να αναμορφωθεί μέσα από την προοπτική της στοχαστικότητας, που ευτυχώς δεν αλλάζει με κανένα υποκειμενικό «φίλτρο», με καμία επιμέρους νοηματοδότηση του κόσμου.
Διερευνώντας στη συνέχεια τα όρια της γνώσης με την απόκτηση της σοφίας στην ίδια συλλογή διαβάζουμε το ποίημα «Της σοφίας» όπου ο Χρήστος Κολτσίδας αισθητοποιεί περαιτέρω την επίπονη απόκτηση της επισταμένης γνώσης με έμμεση μνεία στη φιλοσοφική σκέψη του Επίκουρου: «Σοφός εσύ που γαληνεύεις/ μόνο με μια επιστολή./ Κι ας απευθύνεται σε κάποιον Μενοικέα./ Εγώ ακόμα φοράω το νεκροτάμπελο/ και με τρομάζει η παυλίτσα στο άλφα αρνητικό./ Και με τρομάζει/ το «δις εξαμαρτείν»/ το «ό,τι σπείρεις»/ το «όπως έστρωσες»/ και άλλα.» Ο ποιητής τείνει να αμφιβάλλει για την συνειδησιακή του κατάσταση σε αντιδιαστολή με τη γαλήνη που αποπνέει η στιβαρότητα της φιλοσοφικής σκέψης του απελθόντος φιλοσόφου. Τι κάνει το ποιητικό υποκείμενο να τρομάζει αντιμέτωπο με τις προκλήσεις της σύγχρονης ζωής; Η προσωπική του ευθύνη σαν ένα άλλο νεκροτάμπελο σηματοδοτεί την αμφιβολία όλων εκείνων των περιπτώσεων που το «δις εξαμαρτείν», το «ό,τι σπείρεις» και το «όπως έστρωσες» ορίζουν την έκβαση των πεπραγμένων του. Η σοφία μας παρουσιάζεται σε αναλογία με την αρμονική συναισθηματική κατάσταση, η οποία αποκτιέται μόνο όταν σταματάει να μας τρομάζει η θνητότητα της ύπαρξής μας και κατ’ επέκταση η θνητότητα – περατότητα των καθημερινών μας πράξεων και σκέψεων. Τα κριτήρια της αμφιβολίας επομένως προκύπτουν από τη σύνθετη ψυχοπνευματική λειτουργία του υποκειμένου, όταν το ίδιο έχει απαλλαγεί από τις τύψεις της ματαίωσης μπροστά στην αδυναμία εύρεσης της απόλυτης αλήθειας. Άλλωστε ας λάβουμε υπόψη και τη φιλοσοφική σκέψη του Επίκουρου στο «Περί Κριτηρίου» η οποία ανάμεσα σε άλλα διακηρύσσει πως η ευτυχία του ανθρώπου προβάλλει μόνο όταν ο ίδιος ξεχωρίσει το επινοημένο από το πραγματικό και έτσι υπερκεράσει τις όποιες ανυπόστατες φοβίες του στοχεύοντας στην αποκατάσταση της λογικής και κατ’ επέκταση της προσωπικής του ευτυχίας.
Στη συνέχεια, το πώς αμφιβάλλω έχει άμεση σχέση με το γιατί αμφιβάλλω. Η ευτυχία που αποκομίζουμε από τη διαδικασία αυτή λειτουργεί πολλαπλάσια τόσο στο θυμικό όσο και στο λογικό μας μέρος. Ο τρόπος και τα αίτια της αμφιβολίας τροχοδρομούν μια κατάσταση έριδας η οποία ενεργοποιεί κριτήρια σύγκρισης και αντίθεσης με χαρακτηριστικά βαθύτερων αιτίων. Η προοδευτική αμφισβήτηση που εγείρει το μυαλό στην καθημερινότητα μεθοδεύει τακτικές αποκωδικοποίησης του νοητικού εγκλεισμού, απελευθερώνοντας τη φαντασία μας και τονίζοντας τελικά την υποκειμενικότητά μας στην προσπάθεια εξεύρεσης της γνώσης αλλά και της χαράς. Άλλωστε, μέσω της αμφιβολίας που εκτρέφουμε για τη ζωή την ίδια, δεν κατακτούμε πάντοτε την καθολική αλήθεια, πέρα από την προσωπική μας αλήθεια, κι αυτό είναι αρκετό για να είμαστε ευτυχισμένοι.
Στην ποιητική συλλογή Δαιμόνιοι της Άννας Γρίβα εκδ. Μελάνι 2020, το ποίημα «Η Ιωάννα της Λωραίνης στο κελί της» γράφει πως: «Απ’ τη σχισμή του τοίχου/ τρύπωσε μια λιβελούλα/ κι όταν εστάθη στα μαλλιά της/ εκείνη φώναξε/ πως ήρθε ο άγγελός της/ κι όλοι οι φρουροί γελάσανε/ γιατί φαντάζονταν/ έναν μεγάλο άγγελο/ με ανοιχτά περήφανα φτερά/ τότε το έντομο την πήρε στη ράχη του/ κι άρχισαν κι οι δυο ν’ αστράφτουν/ και έτσι πιασμένες/ φέρνανε γύρους το κελί/ πετούσαν αμέριμνες/ στο μικρό διάστημα/ που τους απέμεινε/ να ονομάζουν ουρανό.» Η «λιβελούλα» ως εξωτερικό ερέθισμα έρχεται πολλές φορές και επισκέπτεται τον/την διανοητή/ διανοήτρια προσθέτοντας μια άλλη διάσταση για τα πράγματα. Οι φρουροί του ποιήματος, ο περίγυρος, δεν μετέχει στην προσωπική αποκάλυψη του ενός, τους αφήνει αδιάφορους η νοητική έκλαμψη του σκεπτόμενου υποκειμένου, συγκεκριμένα της Ζαν Ντ’ Άρκ, της θρυλικής γυναικείας φιγούρας που φυλακίστηκε και καταδικάστηκε εξ αιτίας της αντρικής της περιβολής. Η ετυμηγορία της κοινωνίας για την προσωπική μάχη της συνείδησης του ενός/ μιας κάποτε κατακεραυνώνει τον αγώνα που αυτός/ αυτή δίνει για την απόκτηση της βαθύτερης γνώσης. Εξαρτάται η ευτυχία μας από τη δημιουργική αποκαθήλωση των δεδομένων. Από την άλλη, η αμφιβολία των άλλων, «κι όλοι οι φρουροί γελάσανε» σ’ αυτή την περίπτωση έρχεται για να επικυρώσει την βεβαιότητά μας για τη δική μας αντίληψη και κατ’ επέκταση για τη δική μας νοητική δράση ανεξάρτητα από τις αλλότριες πίστεις. Το «μικρό διάστημα» της ζωής μπορεί να είναι περιοριστικό, όμως μας εξοπλίζει με τον προσδιοριστικό του χαρακτήρα. Η μεταφορική εικόνα του ποιήματος «το έντομο την πήρε στη ράχη του» συμβολοποιεί την προσωπική απόφαση του καθενός και της καθεμιάς με προσωπική ευθύνη να εμπιστευτεί τους οραματισμούς του και παρά το αμφίβολο του αποτελέσματος, να πετάξει- σκεφτεί αμέριμνος/ αμέριμνη. Τότε κανείς δεν θα αμφισβητήσει την πτήση αυτή.
Είναι αξιοσημείωτη η αναφορά της σημασίας της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης σ’ αυτό το σημείο. Η πρόθεση «αμφίς» του «αμφισβητώ» είναι πανομοιότυπη με το «αμφί» του «αμφιβάλλω» και σημαίνει «κατ’ αμφότερα τα μέρη, εκατέρωθεν, πέριξ, γύρω». Η «πτητική» ικανότητα του μυαλού μας να εξετάζει περιμετρικά έννοιες και εμπειρίες διαμορφώνει την καλλιτεχνική μας ταυτότητα, εξευγενίζοντας τα αισθητικά μας εργαλεία και εξοπλίζοντάς μας με όψεις ενός εαυτού σμιλευμένου πολλαπλώς. Όταν αμφισβητώ από τη μια στην τέχνη, αυτομάτως δηλώνω την επιθυμία μου να ανακαλύψω νέα μέσα και τρόπους έκφρασης ερευνώντας την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Όταν αμφιβάλλω από την άλλη, συνεχώς αναιρώ τα υπάρχοντα μέσα ανατροφοδοτώντας την αρχική μου σκέψη για την αιτία της δημιουργικότητάς μου. Η ευθύνη της πράξης μου αυτής επικυρώνει την βαθύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και προτάσσει την αναγκαιότητα μιας ηθικής ενατένισης των πεπραγμένων μου. Αυτός ο κοινωνικός αντίκτυπος της αρχικής μου αμφιβολίας ενισχύει μακροπρόθεσμα ένα πρότυπο καλλιτέχνη ικανού να αυτοπαρατηρείται, να αυτοελέγχεται, να αναζητά και να διερευνά μέσα του και πέριξ του.
Στο ποίημα «χέρσα» του Αγγελή Μαριανού, από την ποιητική συλλογή Αντικριστά, εκδ. Θράκα 2021 ο ποιητής μας λέει πως: «Θέλησε να το στείλει/ με συνοδεία την κάθοδο/ σκληρών συγκρούσεων./ Παρέσυρε το εγώ/ σε κοινόχηστη γη/ χέρσα/ ατάραχη λίμνη/ νεκρών αδερφών./ Θέλησε να το πράξει/ με την ευθύνη στο σήμερα.» Η ευθύνη στη ματιά του ποιητή μοιράζεται στο παρόν αλλά και στην πρωταρχική ενέργεια του προσώπου που δρα στο ποίημα, συγκρούεται δηλαδή παρασύροντας το «εγώ» του μέσα από μια κάθοδο, στη «χέρσα» πραγματικότητα. Το επίθετο «χέρσος –α –ο» σημαίνει τον ακαλλιέργητο, που δεν δύναται να καλλιεργηθεί. Είναι ακατέργαστη άρα η ζωή και κοινόχρηστη, μια ζωή που σύμφωνα με τον ποιητή αν δεν υπάρξει η θέληση της πράξης, τότε θα παραμείνει ατάραχη σαν μια λίμνη. Το υγρό στοιχείο μαζί με τον θάνατο των «νεκρών αδερφών» μας παραπέμπει σε εικόνες λυρικές πλάθοντας ένα ποιητικό τοπίο περισσότερο εσωτερικό. Ο ποιητής μέσω της μεταφοράς «παρέσυρε το εγώ» μας παρουσιάζει έμμεσα την ευρύτερη συμπαράσυρση της σκέψης του ήρωα του ποιήματος ως το βασικό στοιχείο της αμφιβολίας του. Το σήμερα είναι εκείνη η στιγμή, η μία και ανεπανάληπτη, που όλοι έχουμε νιώσει να πλησιάζει προκαλώντας μας να σκεφτούμε, να αμφιβάλλουμε κατ’ επέκταση χωρίς ενδοιασμούς. Η προσωπική ευθύνη είναι η κινητήριος δύναμη της σκέψης μας που στέλνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας ηχηρό στη ζωή τη δική μας και των άλλων.
Ολοκληρώνοντας, τί σημαίνει «σκέφτομαι» κάθε φορά που πράττω με γνώμονα τη σκέψη μου; Στην σχετικότητα αυτή της υποκειμενικής μου διερώτησης, τουλάχιστον συνειδητοποιώ την υπόστασή μου, η οποία είναι μία και αδιαίρετη και επιβεβαιώνεται μέσω των στοχασμών μου πριν από οποιαδήποτε πράξη. Έχω έρθει σ’ αυτή τη ζωή με όπλο μόνο τη γενική παραδοχή της αμφιβολίας μου για τις εμπειρίες και τη συλλογιστική μου ικανότητα. Εγγράφω στο συνεχές της πραγματικότητας μια εκδοχή από τις πολλές. Όσο κι αν αμφιβάλλω για μένα, για εσάς, για τον κόσμο, δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την ηχηρή κατάφαση της γέννησής μου. Που μεγαλώνει, μαθαίνει, ταξιδεύει, ερωτεύεται, γράφει, ζωγραφίζει, διαγράφει. Που καταρρακώνεται, πληγώνεται, συστρέφεται, συγχύζεται, στοχάζεται, μοιράζεται, χαίρεται, ελπίζει. Ζει. Σ’ αυτό το σημείο ας θυμηθούμε την καθολική αμφιβολία του Καρτέσιου «cogito ergo sum» που αποτελεί το μόνο σίγουρο μονοπάτι για την κατάκτηση της βεβαιότητας της ύπαρξης του εαυτού μας. Πάνω στην ύπαρξη αυτή, οικοδομούμε τη γνώση για την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου που συνεχώς αλληλοεπιδρά μαζί μας και μας εξελίσσει ως προσωπικότητες, ως καλλιτέχνες.
Τελειώνοντας, από τον εμπειρισμό που διακηρύσσει ότι η ύπαρξη δεν είναι κάτι δεδομένο αλλά αποφασίζεται από εμάς τους ίδιους έως την συνειδητοποίηση του αγνώστου, ως υπαρκτού αλλά άρρητου, η μεθοδολογία της αμφιβολίας ισχυρίζεται ότι εκείνο που πολλές φορές δεν μπορεί να συλλάβει ο νους μας, μπορεί να ανιχνευθεί με επιμονή και συστηματική σκέψη. Η διανοητική μας κατάσταση αντιμάχεται το ασύλληπτο, το ακατανόητο, το ανέφικτο. Επαναστατεί.
Όντως, μπορεί ο άκρατος σκεπτικισμός να παρουσιάζει τη γνώση ως άπιαστη, όταν μπορώ ν’ αμφιβάλλω για όλους και όλα, αλλά τελικά δεν μπορώ να αμφιβάλλω κόντρα στην αμφιβολία μου. Μπορώ να αμφιβάλλω για όλες μου τις αναμνήσεις, για όλες μου τις υποσχέσεις, για τα λόγια και τον λόγο, για όλα τα συναισθήματα, για τα βλέμματα. Για όλα τα αγγίγματα. Αγγίζω έτσι περισσότερο την έννοια της δικής μου ανεπανάληπτης στιγμής να ζήσω. Σ’ αυτή τη σπείρα που ανελίσσεται και προωθεί την πρωταρχική ενέργεια της σκέψης μου, κάθε είδους σόφισμα ωχριά στην ουσιώδη συνθήκη της σοφίας μου, την εξεύρεση της απόλυτης αλήθειας. Γιατί γίνομαι σοφότερη τελικά όταν πω πως δεν γνωρίζω τίποτα πέρα από την άγνοιά μου. Η αμφιβολία πυροδοτεί τον πλούτο της βαθύτερης κατανόησης μου για τον κόσμο.
Η αμφιβολία τέλος μπορεί να επιβουλευτεί την καλοπροαίρετη πρόθεση της διάνοιάς μας και να μας κάνει καχύποπτους και απόμακρους για το οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε. Είναι στο χέρι μας να την αξιοποιήσουμε δημιουργικά με στόχο την ξεκάθαρη οπτική των πραγμάτων. Τότε μόνο η κατάφαση της γνώσης μπορεί να προκύψει προοδευτικά μέσα από μια αμφιβολία που επικυρώνει την αδιαμφισβήτητη πεποίθηση ότι υπάρχουμε.
Γιατί υπάρχουμε όταν αμφιβάλλουμε, όταν γράφουμε, όταν ελπίζουμε, όταν ζούμε.
Cogito λοιπόν.
Πηνελόπη Ζαρδούκα,
ποιήτρια & φιλόλογος