Θεοδόσης Πυλαρινός, Το πένθος και η ελληνική θρησκευτικότητα στην ποίηση και στα γραπτά του Γιώργου Μαρκόπουλου, εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2021, σελ. 64
«Ο θάνατος δεν είναι άγριος στα κείμενα του Μαρκόπουλου [ ] ωστόσο σαν θαύμα από τον θάνατο ξεπροβάλλει η ζωή στα λόγια του ποιητή», σημειώνει ο Θ.Π. και συνεχίζει: «Σε άλλη πένθιμη εκδοχή, αναδύεται άφατη θλίψη για την αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο. Διότι οι νεκροί στην ποίησή του αθανατίζονται από τους ζώντες, δεν πεθαίνουν»: Οι πρόχειροι σταυροί στη νότια πτέρυγα των εξ επανεκταφής θαμμένων του κοιμητηρίου, στοιβαγμένοι όλοι μαζί μετά το νυχτερινό μπουρίνι, έτσι που να μη μπορείς πια να διακρίνεις ποιος είναι ο τάφος του δικού σου ανθρώπου. («Μετά των αγίων», από τον Κρυφό κυνηγό). Ένας μεγάλος αριθμός παραπομπών διευκολύνουν τον αναγνώστη ν’ ανατρέξει κατευθείαν στην ποίηση του Μαρκόπουλου. Όντως εύστοχη η ανάλυση-προσέγγιση του φίλου Θ.Π. πάνω στην ποίηση του εξίσου αγαπημένου Γ.Μ. με τον οποίο μας συνδέει μακρόχρονη αγάπη και φιλία από τα χρόνια του βιοπορισμού του στο Υπουργείο Υγείας, στην οδό Σταδίου, επί εποχής Ρούλας Κακλαμανάκη, επίσης αγαπημένης ποιήτριας και φίλης. Στην Εθνική Τράπεζα εγώ, επίσης επί της Σταδίου διαγωνίως απέναντι του Υπουργείου, εύρισκα συχνά ευκαιρία να το σκάω για ν’ απαλύνουμε ποιητικά την εργασιακή μας μιζέρια. Τέταρτος στην παρέα ο σκηνοθέτης Θάνος Ξηρός απ’ τον οποίο είχα γνωρίσει τον Γιώργο. Αναμνήσεις που ’φερε στην επιφάνεια το μελέτημα του Θεοδόση.
«Η φωνή του Γ.Μ. χθόνια και ουράνια, εναλλάξ και από κοινού, είναι η φωνή που βγαίνει από τα σπλάχνα της γης και ανεβαίνει στους ουρανούς», ξαναγυρνώ στον Πυλαρινό: «Στους στίχους του Μαρκόπουλου ενυπάρχει και διαχέεται μυροβόλα το γενετικό υλικό της ελληνικής υπαίθρου και της αστικής μεταστοιχείωσής της. [ ] Οι ανώνυμοι ήρωές του συνθέτουν ένα νεομαρτυρολόγιο που διασώθηκε χάρη στην ευαισθησία της διαπεραστικής του ματιάς [αλλά] κυρίως με την πατροπαράδοτη πίστη του, που σήμανε και την εμβάθυνση στα μυστήρια της πατρίδας του». Εύστοχη μελέτη και άκρως βοηθητική στην προσέγγιση της ποίησης του Γ.Μ..
***
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αντώνης Φωστιέρης, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2020, σελ.164
Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη, που συμπλήρωσε 50 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά γράμματα, με τίτλο «Ο χρόνος της θνητότητας», Ανθολόγιο ποιημάτων και δυο συνεντεύξεις που παραχώρησε ο Α.Φ., μια στον Χρήστο Κωνσταντόπουλο που δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα για το έργο του ποιητή στο περιοδικό Αλφειός τχ. 12-13, Καλοκαίρι του 1997, (δημοσιεύονται αποσπάσματα) και η δεύτερη στον Β.Χ. που δημοσιεύθηκε στην εφ. Ημερησία, 21.3.2014. Στο δοκίμιο του Β.Χ. εξετάζονται διεξοδικά όλες οι ποιητικές συλλογές του Α.Φ. από το Μεγάλο Ταξίδι (1971) ως τα Τοπία του Τίποτα (2013). Μεταξύ άλλων επισημαίνει ο Β.Χ.: «Ο Φωστιέρης προκρίνει μια ανεστραμμένη αρχιτεκτονική του πλατωνισμού (το ιδεατό σκοτώνει το πραγματικό όχι λόγω της θεϊκής υπεροχής του, αλλά εξαιτίας της εγκόσμιας κατακρήμνισής του) που μεταβάλλει την ποίησή του, παρά την αναζήτηση ενός υπερβατικού ορίζοντα –μέσω του Πάουντ, αλλά και του Ομήρου ή των Ελεατών–, σε θρόνο για τη διαμελισμένη και εκμηδενισμένη σάρκα. Το ενσώματο και το εμπράγματο βρίσκονται πάντα πίσω από την αφηρημένη ζωή των ιδεών στα ποιήματα του Φωστιέρη, και αν κάτι θα διαφοροποιείται κατά την πορεία του προς την ωριμότητα, τούτο είναι η μεγέθυνση της προσωπικής συμμετοχής του στα στιχουργικά τεκταινόμενα (όσο μπορεί να παρεισδύσει το πρόσωπο του ποιητή στην καλλιτεχνική του δουλειά). [ ] Η γλώσσα είναι ο γενικός ρυθμιστής στα ποιήματά του: ελέγχει τα αισθήματα, μοιράζει τους ρόλους, κατανέμει τις αρμοδιότητες προκειμένου να χτίσει πέτρα-πέτρα την οικοδομή της, προκειμένου να οργανώσει την ίδια την ποίηση ως γλωσσική νόρμα και τάξη (“Τοπία του Τίποτα”) –ακόμα κι αν μια τέτοια τάξη συνορεύει κάποτε με το υπόρρητο, το ανέκφραστο και τη σιωπή…»
***
Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνον κανέναν μη μου φέρεις σπίτι, Ποίηση, εκδ. Θράκα, Λάρισα 2021, σελ. 63
Ένα σάρκινο τζόιστικ
Είμαι αλήτης
και σβήνω τη λέξη Θεός
από τις “Σκέψεις” του Πασκάλ
είμαι πλημμυροπαθής και δεν
μπορώ να κλάψω
έχω σιχαθεί το νερό
ετούτα αφηγήθηκα
στη μαγείρισσα του πόστου οχτώ με τέσσερις
όταν μου ζήτησε μασάζ
μονάχα δεν της είπα
πως ερωτεύτηκα τον γιο της
που πέρασε προχτές περιοδεύων
γιατί τον περιέγραψε
όπως μονάχα μάνες περιγράφουν…
Δεύτερη ποιητική συλλογή. Δυναμική έχουν τα ποιήματα και περιγράφουν καταστάσεις, συναισθήματα, φόβους «οι καθαρές γραμμές στους μυς/ σκίτσο το σκίτσο να περνάνε το κορμί μου/ τρόμο.» Ωραίοι στίχοι κατά διαστήματα κι εικόνες γεμάτες μνήμες από τα πρόσφατα, προφανώς, μαθητικά χρόνια, στρατό, ιδέες, κάποτε σκόρπιες, διαβάσματα, αφορμές για να μετατραπούν σε στίχους (καθώς οι στίχοι βρίσκονται στο προσκήνιο παρά το ποίημα καθαυτό): φρεάτιο του ασανσέρ με όλο του το χρώμα, ένας ελέφαντας λευκός που λευτερώθηκε από μια ζωγραφιά στο νηπιαγωγείο, Ο έρωτάς μας δεν έχει μήτε τα φτερά των αυτοκινήτων, η φωταγωγημένη πόλη των μαλλιών σου, Άμα το δείτε να γυρνά στους εφιάλτες σας/ πατήστε το βαθειά στη γη/ πριν σας τραβήξει με το νύχια απ’ τα σεντόνια/ ολόγυμνους και ροδαλούς/ σαν ψόφιες κότες («Πετροκούναβο»). Λυρικός τόνος, ερωτισμός, στοιχεία κοινωνικής ανατροπής/πολιτικής κριτικής ―δε θα ’λεγα αποδόμησης, δεν είναι η επανάσταση το αίτημα του Κουτσουδόντη όσο η αποδοχή―, ποίηση ελεγχόμενου συναισθηματισμού και απουσίας μέσα στον αστικό χώρο που τον επιδιώκει αλλά εντούτοις τον θλίβει: Στα μπαλκόνια μένει η φωταψία:/ το κίτρινο φως που κόβουν τη σαλάτα/ το μπλε των τηλεπαιχνιδιών με τραπεζίτη/ και τα μάτια μου σαν προβολείς γηπέδου/ παρατηρούν/ τις υπερπτήσεις στο Αιγαίο. Υπάρχει ενδιαφέρον στη δουλειά του Νικόλα και ικανότητα. Λίγο τάξη χρειάζεται η σκέψη και μια αυστηρότερη επιμέλεια στη γραφή. Να επικεντρωθούμε στο ποίημα ως καθεαυτό καλλιτεχνικό γεγονός κι όχι ως μέσον προβολής των σεβαστών, κατά τα άλλα, επιλογών μας. Άλλο η εξομολόγηση ή η δήλωση/διακήρυξη/παραδοχή κι άλλο η ποίηση. Ας μην είμαστε τόσο αποκαλυπτικοί των προθέσεών μας κι ας αφήσουμε και κάτι στον αναγνώστη. Αποσιωπώ άρα υπάρχω.
***
Γεωργία Στρατή, 366, Ποίηση, εκδ. Κέδρος 2021, σελ. 38
Μια σε θεωρούν, μια δεν σκαμπάζουν
είναι μια προοπτική που δύσκολα φέρνει ένα απλό ζάρι.
Ίσως η πρώτη συλλογή. Γρήγορη, καθαρή στρογγυλή και κοφτή γραφή που περνά αλληλοδιαδόχως από τη μια εικόνα στην άλλη τάχιστα. Υπερβολική αφαίρεση ή υπέρ-συμβολισμός; Αρχίζει ο μήνας αλλιώς,/ λέει και ξελέει,/ με τρύπια χέρια, παγωμένα./ Πατάει στο δεξί,/ κρύβοντας την τριμμένη σόλα,/ κάπου θα υπάρχει μια εξήγηση για το πόδι που πατά πρώτο και με στόμφο./ Αλλά δεν θα νοιαστεί αν μάθει/ παρά μόνο εάν θα συγκρατηθεί από τον χειμώνα τον στοργικό που τον κρύβει/ τυλίγοντάς τον δέμα./ Η κλωστή η ξηλωμένη θα δείξει τι θα χρειαστεί άμεσα. («Η υπόσχεση του ασυνείδητου»). Ερωτηματικό η φράση για τον Άργο του Οδυσσέα: «τον βρήκε μέλανος θάνατος»;
Προφανώς μπήκαν συνειδητά κάποια «και» κι ας χαλούν τον ρυθμό. Άραγε με ποιο σκεπτικό; Της έμφασης; Ενώ κάποιοι στίχοι φαίνονται κάπως περιπεπλεγμένοι ([ ] Εσύ έβαλες το χέρι στη σφηκοφωλιά να τουμπανιάσει,/ μήπως και αφήσουν ήσυχη τα βλέμματα τη σκέψη των ματιών σου./ Χασκογελάς στην παρήχηση/ [ποια παρήχηση;] και που ακόμα δεν γνωρίζεις εάν είναι χάδι ή χαστούκι αυτό που θα σε επαναφέρει/ και τη σωστή ώρα θα λύσεις τη ζώνη σου. («Αινίγματα»). Ερωτηματικό για τον τίτλο 366 του βιβλίου: άρθρο του Αστικού Κώδικα; (Άκυρη η Σύμβαση για μεταβίβαση κάθε μέλλουσας περιουσίας ή ποσοστού της ή για σύσταση επικαρπίας σ’ αυτήν.) Ένα δίσεκτο έτος; Έτος των Υπάτων Γρατιανού και Δαγαλαίφου, γνωστότερο ως έτος 1119 από Κτήσεως Κόσμου…
Πάντως έχει άποψη η Γ.Στρ. Ξέρει από ποίηση. Ίσως βαραίνει κάπως η παρατακτική παράθεση στίχων που έχουν μια δυναμική αλλά ενδεχομένως να μη διατηρούν τόσο σαφή τη συνοχή τους μέσα στο ποίημα: Είναι η πρόσκληση για το ανεκπλήρωτο που με επαναφέρει./ Να έχω ανάγκη δρασκελιές και άτιτλα και να σκοντάφτω στον συνωστισμό. Και αλλού: Οι θαυμαστές του πρότερου έντιμου βίου έχουν από καιρό εκλείψει./ Το κοινό που επέλεξες κατά την παρούσα συγκυρία παραμονεύει στη γωνία./ Το υλικό προσφέρεται άλλωστε με αφθονία./ Ρίχνεις από μόνος σου τη μπανανόφλουδα και κουτρουβαλιάζεσαι./ Κακά τα ψέματα./ Τα χαμόγελα που σμιλεύτηκαν για χάρη σου/ έχουν σκάψει προ πολλού τα κενά τους. («Ελεύθερη πρτώση») Ίσως δικό μου το φταίξιμο της μη πλήρους κατανόησης. Ωραίο το «Ούτις».
***
Κώστας Γουλιάμος, Υγρό γυαλί, Ποίηση, εκδ. Gutenberg, 2020, σελ.57
Από πού θα ξεκινήσουμε Σοφία;
γιατί είναι Αύγουστος
κι όλοι γυρεύουν
κάτω απ’ του φεγγαριού το θαύμα
το ίδιο λάθος
το κατά συνθήκη ψέμα
σ’ ένα κορμί
που θρέψαν τα οστά της Τροίας
Καλύτερη ποιητική συλλογή στα βραβεία Ζαν Μορεάς 2021. Δύο ενότητες: Με το βλέμμα του εγκλεισμού, Με το βλέμμα της Σοφίας.
Ένα είδος έπους σε συνδυασμό με λυρική ποίηση αλλά εκτενή ωστόσο ποιήματα όπου άλλοτε σε α’ κι άλλοτε σε γ’ πρόσωπο περιγράφονται καταστάσεις/συμβάντα, διατυπώνονται εμμέσως συναισθήματα προσωπικά, σκέψεις, εντυπώσεις με τη χρήση άφθονων εκφραστικών μέσων (σχήματα λόγου, παρομοιώσεις, μεταφορές) αλλά και πλήθος αναφορών παραπομπών σε μύθους και πρόσωπα μυθικά, σε ποιητές (σύγχρονους και κλασσικούς), σε φιλοσόφους, ακόμη και σε …πυρπολητές: το συγκεχυμένο είναι του Heidegger/ τις μυστικές αφίξεις του Ζήνωνα/ με την όμορφη κόρη ολόθερμη/ σαν δάκρυ έγγαμου βίου/ όταν το φως γίνεται μνήμη/ και το φεγγάρι βουλιάζει/ στη scuna του Κανάρη/ και η θάλασσα/ ως ζήτημα συνήθειας/ ζυγώνει τις χιονισμένες κορφές της Ανδρομέδας/ και η λέξη κοιμητήρι/ ―κι αυτή έχει αλλάξει―/ ρεμβάζει πέρα στους κάμπους [ ] στη ράχη της πατρίδας/ ―και η πατρίδα άλλαξε―/ ορφανή σε πυκνές λεωφόρους…(«Αίφνης ασώματο σκοτάδι»).
Ένα κράμα εσωτερικής αναδίφησης, υπαρξιακών αναζητήσεων, καταγραφής της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, επίκληση ιστορικών γεγονότων, αλλά και ποίηση της καθημερινότητας του ανθρώπου που βιώνει κοινωνικοπολιτικές αλλαγές ανήμπορος να αντιταχθεί σε όσα τον κατακλύζουν. Αυτόν τον «όλεθρο» με τρόπο καταιγιστικό διατυπώνει ποιητικά ο Κ.Γ. εμφανώς πελαγωμένος (κι ενίοτε απελπισμένος;) μπρος στην πνιγηρή πραγματικότητα της κάθε νύχτας.
***
Αγγελική Σιδηρά, Ποιήματα 1983-2021, (Επιλογή), εκδ. Κέδρος 2021, σελ. 302
Δεν ξέρω τι απόχρωση να δώσω στη φωνή μου
Μήπως τι άλλο είναι κι η ζωή;
Ένα μικρό σκασιαρχείο
από την ανυπαρξία μας.
Σαράντα χρόνια ποίηση και δεκατρείς συλλογές: «Σιγά σιγά το νιώθω πως στραγγίζω./ Φεύγει από πάνω μου η θεία του πνοή/ και ξαναγίνομαι το πρώην άγαλμά μου», έγραφε στο ξεκίνημά της η Α.Σ. κάνοντας ένα πρωθύστερο βήμα. Ένα έργο σοβαρά τεκμηριωμένο με έντονο λυρισμό απ’ το ξεκίνημά της: «Όταν ξανάρθεις,/ μην ξεχάσεις να φέρεις μαζί σου/ το τελευταίο δάκρυ μου./ Έχω ξεχάσει πια πώς κλαίνε.» («Μην ξεχάσεις», 1986). Ένας μετέωρος αβάστακτος πόνος που μονίμως εμφιλοχωρεί, μαζί με τη διαρκή απουσία, στους στίχους της. Η όγδοη νότα (1990), από τις πρώτες της συλλογές μάλιστα, είναι μια ελεγεία θρηνητική, ένα μοιρολόι στη μνήμη του αδελφού της αλλά κι ένα είδος μνημοσύνου για τη δική της ζωή: Η φωτογραφία του γάμου μας/ τόσο ασπρόμαυρη./ Μα κι αν είχε χρώμα,/ πάλι ασπρόμαυρη θα ήτανε,/ έτσι που κυριαρχούσανε/ το λευκό μακρύ νυφικό μου/ και το σμόκιν σου./ [ ] κι εμένα πλάι σου/ μια μαύρη λυπημένη σκιά./ Μα πιο πολύ φοβόμουνα/ τους σκοτεινούς κύκλους/ που στεφανώναν τα κεφάλια μας/ σαν ν’ απειλούσανε/ τις παράλληλες από τότε ζωές μας («Άσπρο-μαύρο (Γάμος)». Μια διαρκής λύπη, ένας πόνος, «κάποιο πένθος διαρκείας» αναδύεται ακόμη και μέσα από τους τίτλους των ποιημάτων: «Άνοια», «Οίκος ευγηρίας», «Οσμές», «Νάρκωση», «Εγχείριση», «Χημειοθεραπεία», «Μετάγγιση», «Καθαρή Δευτέρα στο νοσοκομείο», «Ο θάνατος της Άννας»… Ωραία εύστοχη καταγραφή της πραγματικότητας στο αφιερωμένο στον Ντίνο Χριστιανόπουλο ποίημα «Ένας θάνατος». Να ξεχωρίσω το «Ψυχιατρείο που έγινε κομμωτήριο» μετά την αναχώρηση του γιου της Αγγελικής Αλέξη Παπακώστα (… και φτάνω στα πενήντα,/ που σε λίγους μήνες/ θα τα έκλεινες,/ γιε μου). σύν-Γαυρου που αγαπήθηκε ακόμα κι απ’ τους βάζελους αφού τόλμησε ν’ ανοίξει μπαρ –το «Ψυχιατρείο»–, φανατικός Ολυμπιακός ο Αλέξης, απέναντι από το γήπεδο του ακατανόμαστου: «Στις κάσκες από κάτω οι ψυχασθενείς/ στεγνώνουν τις παραισθήσεις τους./ Το πιστολάκι εκείνο της κομμώτριας/ στρέφεται αμείλικτο/ στο πρόσωπο του γιου μου./ Μα δεν τον βλέπετε;/ Είναι τέσσερα χρόνια πεθαμένος. Δεν ισχύει./ ―Ένα ουίσκι Johnny Walker,/ s’il vous plait!/ Μια κερατίνη γρήγορα,/ να ισιώσουνε τ’ ατίθασα μαλλιά του./ ―Unchain my heart! οι νότες/ πασχίζουνε να καλύψουνε/ τον θόρυβο από τα πιστολάκια./ Στο ανύπαρκτο το μέλλον σου/ ο Γιώργος μας στα πλήκτρα/ σε διαδέχεται./ ―Δεν μου πετύχατε το χρώμα./ Πρασινίζουν τα μαλλιά μου./ ―Μα για να είναι ασορτί με την ομάδα/ που στεγάζεται απέναντι./ (Στον τάφο σου ένα κασκόλ του Ολυμπιακού/ έντονα διαμαρτύρεται.)/ ―Θέλω το γαλλικό το μανικιούρ, παρακαλώ!/ ―Ψυχίατρε, γίναμε σκνίπες,/ μας θεράπευσες εντέλει.// ― Γύρισε σπίτι!/ Η Μαριάννα κι η Τζωρτζίνα σε προσμένουν,/ κι εκείνο το Ψυχιατρείο σου/ κατάφωρα αρνείται να γίνει κομμωτήριο.»
Αγγελική τα σέβη μας! Την αγάπη μας.
Κώστας Α. Κρεμμύδας