«Η ζωή είναι μια περιπέτεια, ακόμη κι αν τίποτε περιπετειώδες δεν συμβεί κατά τη διάρκειά της», σχολιάζει ο παρουσιαστής στο ραδιόφωνο, ενώ ο Βασίλης επιλέγει με προσοχή τα ρούχα του, χαμογελά συναινώντας, ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και φεύγει για τη δουλειά. Είναι η πρώτη μέρα. Στον πέμπτο όροφο, στην είσοδο του γραφείου πέφτει πάνω σε μια νεαρή συνάδελφο. Την προσπερνά, αλλάζει γρήγορα γνώμη, γυρίζει, την πλησιάζει και συστήνεται «Βασίλης Οικονόμου». Η συνάδελφος τον χαιρετά εγκάρδια και του δείχνει το γραφείο της -ακριβώς δίπλα. Καθώς εκείνη απομακρύνεται, ο Βασίλης την παρατηρεί. Το βλέμμα είναι η παρουσία του αλλότριου σαν τέτοιου, σκέφτεται, κι αυτός είναι ακόμη ξένος. Ρίχνει το βλέμμα του κάτω.
Δυο μέρες μετά η εταιρεία καλωσορίζει τα νέα μέλη και αποχαιρετά τους μεγαλύτερους. Η τελετή περιλαμβάνει σαμπάνιες, εδέσματα και αρκετή συγκίνηση. Ο Βασίλης νιώθει το βλέμμα της συναδέλφου πάνω του. Η προσοχή της τον ανεβάζει. Κρατά ένα ποτήρι με σαμπάνια στο χέρι και κινείται σταδιακά προς το μέρος της. Η συνάδελφος τού προτείνει να φύγουν αθόρυβα. Δεν της αρέσουν αυτές οι κοινότυπες εκδηλώσεις, του εκμυστηρεύεται, πλησιάζοντάς τον κι αγγίζοντας το χέρι του. Ο Βασίλης χαίρεται με τον εύκολο θρίαμβο, δείχνει, ωστόσο, να το σκέφτεται, κοιτάζει τα χέρια της που δεν κρατούν κάτι και της προτείνει να της φέρει ένα ποτό. Η συνάδελφος νεύει θετικά κι ο Βασίλης σπεύδει στο μπουφέ. Ο Βασίλης επιστρέφει χαμογελώντας, αλλά δεν τη βρίσκει. Την αναζητά με το βλέμμα αλλά αυτή δεν είναι πουθενά στην αίθουσα. Σκέφτεται ότι το σκάκι, που είναι το πιο μακρύ σε χρόνο παιχνίδι, το κερδίζουν οι υπομονετικοί και οι πείσμονες. Ανακουφίζεται.
Σάββατο βράδυ ο Βασίλης, ξαπλωμένος σε μια αιώρα σε camping της Χαλκιδικής, απολαμβάνει μια παγωμένη μπύρα με την παρέα του. Κι ενώ φαίνεται ότι τίποτε δεν μπορεί να χαλάσει αυτήν την ηρεμία, ξαφνικά από τη διπλανή σκηνή βγαίνει η συνάδελφος, που τον χαιρετάει με ανέλπιστη χαρά. Ο Βασίλης ξαφνιάζεται, αλλά δεν το δείχνει. Μιλάνε με άνεση και ο Βασίλης τής ζητά τον αριθμό του τηλεφώνου της. Η συνάδελφος παίρνει το κινητό που κρατάει στο χέρι του, έτοιμος να γράψει, πληκτρολογεί το τηλέφωνό της, βιάζεται, κάνει λάθη, αυτός τη διορθώνει, γελάνε και του ζητά να της κάνει μια αναπάντητη. Λίγο αργότερα ο Βασίλης βγαίνει με την παρέα του σε κοντινό μπαράκι. Κάποια στιγμή ξεμακραίνει από τους άλλους και κάνει την αναπάντητη. Μια φωνή του λέει ότι ο αριθμός αυτός δεν υπάρχει. Γυρίζοντας στο κάμπινγκ, βλέπει στη διπλανή σκηνή μια οικογένεια με ένα μωρό.
Δυο μήνες μετά ο Βασίλης θα κάνει το «μεγάλο βήμα», θα νυμφευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του και το γιορτάζει με ανδροπαρέα. Διασκεδάζουν και πίνουν σε μπιτσόμπαρο. Ο κολλητός του, αθεράπευτα εργένης, κάνει νόημα στην γκαρσόνα να φέρει άλλη μια γύρα ποτά. Από το διπλανό τραπέζι μια γυναίκα σηκώνει το ποτήρι της και τους εύχεται. Είναι η συνάδελφος. Πλησιάζει το τραπέζι, ψιθυρίζει κάτι στο Βασίλη, αυτός σηκώνεται και απομακρύνονται μαζί. Περπατάνε στην άμμο, γελάνε και αυτή ξαφνικά τον φιλάει. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, βαριά μολυσμένη από την επιθυμία, σερβίρει φλαμπέ. Δεν υπάρχει εναλλακτική. Ο Βασίλης κλείνει το κινητό. Μισή ώρα αργότερα η συνάδελφος ακούει το δικό της κινητό να χτυπά. Δίνει στο Βασίλη ένα φιλί, ζητά συγγνώμη και απομακρύνεται. Ο Βασίλης επιστρέφει στην παρέα που τον ψάχνει.
Ένα χρόνο μετά ο διευθυντής της Εταιρείας, εκτιμώντας τα προσόντα του Βασίλη, προσκαλεί αυτόν, τη γυναίκα του κι ένα ακόμη στέλεχος της Εταιρείας στο σπίτι του για γεύμα. Θέλει να τους αναγγείλει την προαγωγή τους κατ΄ ιδίαν. Κάθονται στον κήπο δίπλα από την πισίνα, πίνουν, τσιμπολογάνε από τον γιορτινό μπουφέ και συζητάνε με οικειότητα. Ο διευθυντής κάνει την αναγγελία, τη συνοδεύει με πρόποση στα δύο στελέχη και η ατμόσφαιρα είναι ευφρόσυνη. Καθώς ο Βασίλης ευχαριστεί τον διευθυντή όρθιος με το ποτήρι στο χέρι, εμφανίζεται η σύζυγος του διευθυντή, ζητώντας συγγνώμη για την αργοπορία της, καθώς τα καθήκοντά της ως νέα μητέρα ενός αγοριού δεν της επιτρέπουν ελεύθερο χρόνο. Ο Βασίλης μουδιασμένος δίνει το χέρι στη συνάδελφο, σύζυγο του διευθυντή, και της εύχεται. Λίγα λεπτά αργότερα το στέλεχος σκύβει στο Βασίλη και χαμηλόφωνα του εκμυστηρεύεται ότι στην Εταιρεία αναρωτιούνται ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού. Καταλήγει ότι κανείς δεν το γνωρίζει και χαμογελά πονηρά. Το στέλεχος δίνει στον Βασίλη μια συμβουλή, κλείνοντάς του το μάτι: «όταν βρίσκεις ένα καλό πακέτο, δεν το αφήνεις».
Ο Βασίλης λίγο πριν το τέλος της βραδιάς πλησιάζει τη σύζυγο του διευθυντή, χαμηλόφωνα την ευχαριστεί και της ζητά να δει το γιο του.
***
Η Κλεονίκη Δρούγκα είναι πτυχιούχος Φιλοσοφικής ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί της στρέφονται σε: σενάριο – κινηματογράφο, λογοτεχνία, ποίηση και εκπαίδευση. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο, επιστημονικά άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, εισηγήσεις της σε πρακτικά ελληνικών και διεθνών συνεδρίων και ποιήματα-διηγήματα σε ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά. Συνέγραψε σενάρια μικρού μήκους ταινιών μυθοπλασίας και συνεργάστηκε σε ταινίες τεκμηρίωσης, με βραβεύσεις σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς. Εργάζεται στο Τμήμα Κινηματογράφου, Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ ως μέλος Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΕΠ), με διδακτικό αντικείμενο «Σενάριο».