Ομιλία
Ζέφη Δαράκη | Η ξενιτιά στο άναυδο
Θα ήθελα να σας μιλήσω για τον αόριστο προορισμό της ποίησης…Για το ακαθόριστο του προορισμού της. Ότι, δηλαδή, αν με ρωτούσατε σε τι χρησιμεύει η ποίηση, θα σας έλεγα, ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Γιατί δεν εντέλλεται να αλλάξει τον κόσμο. Σημαίνει όμως τον εαυτό της. Υ π ο ν ο ε ί τον εαυτό της. Και είναι ένας χρησμός προς διερεύνηση όταν το σώμα διδάσκει και διδάσκεται τις απαντήσεις του. Το ποίημα σ η μ α ί ν ε ι τον εαυτό του. Κάτω απ’τα λόγια, είναι ο λόγος που δε λέγεται. Κάτω απ’την απουσία μας, ο πιο φανταστικός κήπος ά ν ε υ ο ρ ί ω ν, καθώς στρέφεται γύρω από εκείνες τις μονήρεις λάμψεις που θα μεταφέρουν το νόημά τους στον αόρατο αναγνώστη, που είναι ένας και μοναδικός κατέναντί της, για να την αθωώνει. Γιατί η ποίηση είναι η ενοχή της, ανοιγοκλείνοντας τον κόσμο προς όλες τις εκδοχές του μη αναμενόμενου. Μέσα από την αναμνηστική πραγματικότητα ενός αλλότριου ψυχικού βλέμματος, αυτό που θέλει να πει, κρύβεται, για να αποκαλυφθεί εκ νέου μεταμορφωμένο στο άλεκτο. Σ’αυτήν την ταραχή που διατυπώνεται μ’έναν διαρκή, βασανιστικό τρόπο νοσταλγώντας το ανέκφραστο. Γιατί η ποίηση είναι μια λειτουργία σε συσκότιση, απ’την απόγνωση στη γραφή, κι απ’τη γραφή στην απόγνωση. Όλοι περνάμε από παρακαμπτήριες. Περνάμε από σκοτάδια φωτισμένα. Η ποίηση διαπλέει το σκοτάδι της. Αυτό το σκοτάδι, καλείται ο αναγνώστης να διαρρήξει. Να διαρρήξει αυτόν τον εγκλεισμό. Να φτάσει στον κόσμο της τρομερής ταχυπαλμίας που ζει το ποίημα. Το αφετηριακό ρίγος της ποίησης, δεν έχει στόχο κανένα κοινό. Έχει στόχο τον εαυτό της καθώς είναι μια έμμονη ιδέα-φυλακή, πως κάποιος κρυφακούει λόγια που δεν έχουν ειπωθεί ακόμα… Υπάρχει τότε ένα σημείο διαφυγής απ’αυτό τον τρόμο. Από το πιο ισχυρό σημείο αυτής της διαφυγής, διέρχεται σιωπηλά το ποίημα, προς το άναυδο…Η σχέση της ποίησης με τον αναγνώστη, είναι μια σχέση έλξης-απώθησης. Η γλώσσα δαιμονίζεται, βασανίζεται, αγιάζεται στις εικόνες της, συστρέφεται ανάμεσα στο μετέωρο της έμπνευσης και στην ορμή της λέξης να διατυπωθεί. Η λέξη νοσταλγία, η λέξη θλίψη, η λέξη άλγος, είναι δρώμενα. Επισημαίνουν την απουσία των πραγμάτων. Η αρχετυπική αποκάλυψη του βάθους των λέξεων, πέρα από γραμματικούς και λεκτικούς κανόνες και κώδικες, θα αποκαλύψει κάθε φορά, όχι αυτό που η ποίηση θέλει να πει αλλά αυτό που ήθελε να πει. Η ποίηση είναι ο χαιρετισμός και ο αποχαιρετισμός της. Και είναι από τη φύση της, η μόνη ουτοπική επαναστατική πράξη – δεν υπάρχει προς το παρόν άλλη, μακάρι να υπάρξει – γιατί η ανθρώπινη λύπη είναι μεγάλη. Η ποίηση είναι η πλέξη του κόσμου απ’την ανάποδη καθώς αγγίζει την πηγή ενός αλλοπαρμένου καθρέφτη. Εκείνος, την πετάει πίσω, στο διαταραγμένο τοπίο του κόσμου. Τότε εκείνη συγυρίζει τα ασυγύριστα. Μένουν μετέωρα στα χέρια της τα πράγματα, σαν κλάματα ασκούπιστα. Η ποίηση μοιάζει αιώνια να προσπαθεί κάτι να θυμηθεί… Κάτι ανήκουστο, από πολύ μακριά χαμένο που λησμονήθηκε και κοιτάζεται μοναχό του, σαν φίλημα που έχει δοθεί σε ανύποπτα χείλη… Και είναι ένα δύστροπο και μαζί γερασμένο πρόωρα, σινιάλο-κλάμα, γι’αυτό το ποτέ μες στην πραγματικότητα. Κάποτε διαφεύγει, εξαγγέλλοντας τον ερχομό μιας φοβερής αλήθειας. Τη φοβερή αλήθεια του ονείρου που δεν θέλει και δεν επιθυμεί παρά να ψιθυρίσει εκείνο το ρίγος που προκαλεί το ίδιο το όνειρο στο όνειρό του.
Ζέφη Δαράκη
Ομιλία της Ζέφης Δαράκη στα βραβεία της Εταιρείας Συγγραφέων στις 3/11/2015 στο Αμφιθέατρο Α. Τρίτσης του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων.
Share this Post