στον Στέλιο Ελληνιάδη που μου’ δωσε την ιδέα
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός,, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…
Συνήθως ο τίτλος ενός κειμένου προϊδεάζει, συμπυκνώνει και προλέγει, προγράφοντας ιδέες και συγγραφείς, αποκαλύπτοντας αμηχανίες και απογυμνώνοντάς μας απ’ τα περιττά. Είναι το αντίθετο ακριβώς μιας δημόσιας πολιτικής εμφάνισης, εκεί όπου η θεατρικότητα (ή ο θεατρινισμός, διαλέγετε και παίρνετε), της ατάκας, διαπλέκεται με το παραπολιτικό σχόλιο της Βούλας Κεχαγιά για να μετονομασθούν αμφότερα σε πολιτική παρέμβαση και δημοσιογραφική ενημέρωση.
Και οι τρεις άλλοι υποψήφιοι τίτλοι, για σήμερα: «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη»,«Παραμύθι χωρίς όνομα» και «Έρημη Χώρα», έχουν την αφετηρία τους στην ομώνυμη συλλογή του Έλιοτ, που κληροδοτήθηκε στη γενιά μας απ’ τους προηγούμενους και κυρίως τον Σεφέρη που την μετέφρασε σε πρώτη έκδοση απ’ τον Ίκαρο τον Ιούλιο του 1936. (Κάθε χρονολογία και κάθε μήνας είναι ιδιαίτερα φορτισμένοι στον τόπο μας. Και πάντως, καλύτερα σκληροί παρά πλαδαροί, υπάκουοι και υποταγμένοι. Κι αυτή είναι η αισιόδοξη οπτική). Οι ενστάσεις μας για την αντίστοιχη μετάφραση των απάντων του Έλιοτ από τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη, είχε ως συνέπεια να τσακωθούμε σφόδρα με τον υπερρεαλιστή ποιητή και ψυχίατρο. Στην κακή πορεία του σχετικού τεύχους του Μανδραγόρα συνέβαλε και η βραδιά της παρουσίασής του τον Γενάρη του 1996 από τον Μπελεζίνη κ.ά., που συνέπεσε με τα γεγονότα στα Ίμια! (Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που απλώς χαρακτηρίζει τη σοβαρότητα των ελληνικών κυβερνήσεων και της εν γένει πολιτικής τους).
Τον στίχο του Έλιοτ «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» αξιοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζοντας σε ορχηστρική μορφή λαϊκά τραγούδια των Μητσάκη, Τσιτσάνη, Περιστέρη, Παπαϊωάννου, Σέμση, Βαμβακάρη, Μπαγιαντέρα, μαζί με ένα παραδοσιακό της Δωδεκανήσου κι ένα δικό του τραγούδι από το «Παραμύθι χωρίς όνομα» σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη. (Προσωπικότητες και συμβολισμοί ικανοί να χρωματίσουν τις αξίες και να διαμορφώσουν την υπόστασή μας. Η μυσταγωγία και η μύηση προσφέρονταν απλόχερα. Βιώματα, αγωνίες, αβεβαιότητες, αλλά και όνειρα που, ακόμα κι αν έμοιαζαν άπιαστα, δεν ενοχοποιούνταν. Απεναντίας, μεγάλωναν μαζί μας, στέριωναν κάποτε βίαια την ωριμότητά μας, και συντρόφευαν τις φοβίες μας. Πάντως, ο εκπεσμός ως πολιτικό πρόταγμα και κομματικό καθήκον δεν άργησε να ριζώσει στον τόπο μας. Απλώς είχαμε προλάβει να ορθώσουμε διαχωριστικές. Το δυστύχημα ήταν πως ήμασταν λίγοι και πάντα, συνειδητά, εκτός νυμφώνος, ακόμα και στο ίδιο μας το κόμμα) Αλλά κι αυτό είναι μια άλλη, μεταγενέστερη ιστορία.
Τα χάσματα: κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά, δεν υπήρχαν, ή τουλάχιστον ήταν τόσο μακριά μας που δεν τα καταλαβαίναμε. Ακόμα κι αυτά που δε ζήσαμε τα διαισθανόμασταν, μπορούσαν να μας πονέσουν και να μας συγκινήσουν. Δίχως ταμπού και εμμονές εισπνέαμε τα πάντα, αφήνοντας γι’ αργότερα το ξεδιάλεγμα. Από Beatles, μέχρι ρεμπέτικα κι από γεγονότα της εποχής, μέχρι τις διηγήσεις του Κώστα Ταχτή για τον Εμφύλιο, γραμμένα με τη ζωντάνια της γλώσσας του στο οπισθόφυλλο του δίσκου: «Ο σκληρός Απρίλης του 1945»: «…η φρίκη της Κατοχής ήταν ακόμη ζωντανή στη μνήμη και τη σάρκα μας. Είχαμε περάσει ξυστά πλάι στο θάνατο, και θέλαμε να το ξεχάσουμε, θέλαμε να ζήσουμε∙ και ζωή βέβαια, σ’ εκείνη την ηλικία, ήταν πάνω απ’ όλα ο έρωτας και το τραγούδι. Τα ταγκό και τα βαλσάκια είχαν καταρρεύσει με τον κατακτητή. Τότε ακριβώς ανακαλύψαμε τα ρεμπέτικα. Τραγουδήσαμε. Δε χορέψαμε, είν’ αλήθεια. Στήσαμε τ’ αυτί της βασανισμένης, ευαίσθητης, εφηβικής ψυχής, κι αφουγκραστήκαμε. Κι όταν μπήκαμε στο ρυθμό και στο νόημα της ρεμπέτικης μουσικής και της ρεμπέτικης ιδέας, ενώσαμε τη φωνή μας με τη φωνή όλου εκείνου του κατατρεγμένου, άμορφου, χιλιοπροδομένου και ξενηστικωμένου προλεταριάτου, που υπακούοντας σε μια παλιά ελληνική παράδοση, έκλαιγε τη μοίρα του τραγουδώντας.»
Το 1949, ένα χρόνο πριν παρουσιάσει ο Μάνος Χατζηδάκις τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές», πρωτομίλησε για τα ρεμπέτικα σε μια σειρά διαλέξεων που οργάνωσε το Θέατρο Τέχνης. «Το ρεμπέτικο», έλεγε τότε, ριψοκινδυνεύοντας αρκετά για τα κοινωνικά αντανακλαστικά της εποχής του ο Χατζηδάκις, «κατορθώνει με μια θαυμαστήν ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Από τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητος, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία… Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς, στο μεταξύ, θα ’χουμε νιώσει πλέον για τα καλά τη δύναμή τους. Και θα τ’ ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας».
Δεν προλάβαμε να καταλάβουμε όταν ο κόσμος γύρω μας άρχισε να φτιάχνει τα οπαδικά του καφενεία, να νοθεύει και να νοθεύεται, να συντάσσει πελατολόγια και να υφίσταται πελατεία. Έκτοτε, εκφράζουμε την οργή μας μετεκλογικά, ορθώνουμε το ανάστημά μας τηλεοπτικά, μετακινούμαστε εντός διπόλου εκλογικά και περιμένουμε τους νέους, κουτοπόνηρα, για να κερδίσουμε απ’ την αποκοτιά τους.
«Αν μπορούσα να ξαναγύριζα σ’ εκείνο τον καιρό…, όχι γιατί θάμουν πιο νέος, αλλά γιατί δεν θα γνώριζα τη φρίκη των κατοπινών χρόνων», σημείωνε τον Ιούλιο του 1974 ο Μάνος Χατζιδάκις στο εσώφυλλο του σκληρού Απρίλη. Πού να ζούσε 45 χρόνια μετά….
Κώστας Κρεμμύδας