Ψυχόμετρα * Ελένη Γκίκα

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

 

Οι παλάμες της κολλούσαν πάνω στο βινυλένιο τραπεζομάντηλο. Μπροστά της ίδρωνε ήδη ένα παγωμένο ποτήρι νερό. Είχε πετάξει τα σανδάλια της μακριά με το που μπήκε στο σπίτι, λες κι ήταν αυτά που είχαν συσσωρεύσει όλο τον καύσο της ασφάλτου. Καθόταν σχεδόν ακίνητη· περίμενε να κάνει επιτέλους το κλιματιστικό τη δουλειά του. Τα χέρια της τεντωμένα παράλληλα, ακουμπούσαν σταθερά εδώ και κάμποση ώρα την επιφάνεια της στρογγυλής τραπεζαρίας. Θα ‘λεγε κανείς πως το έπιπλο ταλαντεύεται κι εκείνη προσπαθούσε να το κρατήσει σταθερό, μα μάλλον το αντίστροφο θα ίσχυε. Η γιαγιά, από την άλλη, τις κύκλωνε —τραπεζαρία κι εγγονή— σαν δορυφόρος γύρω απ’ τον πλανήτη του. Ντουλάπια άνοιγαν, ψυγεία έκλειναν, πιάτα, φρούτα, καφές…

«Κάτσε να προλάβουμε να πούμε καμιά κουβέντα, φτάνουν αυτά που έβγαλες.»
«Σώπα, σώπα…»

               Κατακαλόκαιρο, απομεσήμερο κι η πόλη έξω καμίνι. Η γιαγιά κόντευε τα ογδόντα, τα νεύρα της θα ήταν και τριάντα χρόνια νεότερα. Άνθρωπος κακοτράχαλος, κάπως μαλακωμένος από τον χρόνο, κάποτε μορφωμένος. Χαροκαμένη εδώ και κάτι μήνες μάνα, μετρούσε μία-μία τις ώρες ως εκείνο τον τάφο που είχε μπερδέψει τις σειρές, ή έστω ως το κλείσιμο ενός χρόνου από τη μαύρη μέρα που κήδεψε την κόρη της· να έχει ζήσει από μια φορά κάθε εποχή και κάθε περίσταση χωρίς το παιδί της, να έχουν οι επόμενες προηγούμενο, να την πονούν λιγότερο. Κλεισμένη όλη μέρα σε άδειο σπίτι που τη στένευε όλο και πιο πολύ, σαν ρούχο καινούριο και κακοραμμένο. Αντί να τρέχει έξω να του ξεφεύγει, κλεινόταν μέσα του και το καθάριζε με μανία. Έτριβε, από πάνω ως κάτω, έτριβε, έτριβε, λες και για να το διευρύνει. Περνούσε μετά την ώρα της αγκαλιά με τον ανεμιστήρα. Κλιματισμός μόνο για τα εγγόνια και για τους φίλους των παιδιών της.

«Να μου πεις παιδάκι μου όταν θα είναι να φύγεις, να σου ετοιμάσω τα τάπερα. Πήγα προψές στη λαϊκή και βρήκα βλίτα καλά, και μελιτζάνες, και πράματα για γεμιστά, και…»
«Καλά μωρέ, και θα τα κουβαλούσες όλα αυτά με τέτοια ζέστη μέχρι το κέντρο; Είσαι σοβαρή;»
«Τι θα πάθαινα; Θα μου μαραίνονταν τα χέρια;»

Άκρη με το πείσμα της δεν θα έβγαζε κι έτσι, αφού ευχήθηκε από μέσα της κάτι ασαφές περί μακρομορίων και κουσουριών, η εγγονή αρχίζει και ρωτά τα νέα και τα τετριμμένα. Και καθώς παίρνει θέση και ο δεύτερος άνθρωπος στην καρέκλα του, κλειδώνουν τα στοιχεία στο ταμπλό και ξεκινά εκείνη η πτώση που χτίζει τα απογεύματα των καλοκαιριών. Σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι κάθονται δυο γυναίκες με ίδιο ονοματεπώνυμο και διαφορετικά πρόσωπα. Γύρω τους ακούγονται ήπιοι οι παφλασμοί. Πέφτει ο ήλιος στον ουρανό. Πέφτουν οι δείκτες στο ρολόι. Πέφτει η θερμοκρασία στο δωματιάκι. Πέφτουν λόγια από το στόμα της μεγάλης και κουκούτσια κερασιών από το στόμα της μικρής.

Φτάνει η κουβέντα κάποια ώρα στα οικονομικά. Ακριβά όλα, μα πιότερο το ελαιόλαδο. Κάποιος, λέει, συγγενής τη ρώταγε αν έδωσαν καρπό οι ελιές τους.            

«Θυμήθηκάνε τώρα και τις ελιές στο χωριό. Να πα’ να πληρώσουν κάνα φόρο για τη γη δεν έχουν θυμηθεί τόσα χρόνια οι προκομένοι.»

«Μωρέ γιαγιά με εκείνα εκεί τα κτήματα που έχετε όλοι σας εκεί πάνω, ποτέ δεν κατάλαβα τι έχει γίνει. Είναι οριοθετημένα; Τα περιποιείται κανείς; Δεν υπάρχει ενδιαφέρον να τα πουλήσετε, να τα ξεφορτωθείτε;»

Τράβαγε η εγγονή τη κουβέντα, λίγο μηχανικά μα κι από κάποια περιέργεια. Πάντα θολές τής έμοιαζαν οι αφηγήσεις των δικών της για τα χρόνια της μετανάστευσης. Το ζήτημα δε της αναδιανομής γαιών του αλβανικού κράτους μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήταν από τα θέματα που ως παιδί δεν τη συγκινούσε ιδιαίτερα, ως ενήλικη όμως σε περιόδους οικονομικών στενεμάτων, την είχε βάλει σε σκέψεις κάμποσες φορές.

«Τι ψάχνεις παιδάκι μου, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις με δαύτα. Μικρά κομμάτια γης, σκόρπια, χέρσα, ποιος να τα πάρει. Να ‘ταν εκεί κι ένα εκτάρι πιο μαλακό, που το ‘χαμε όμως όλοι για τα μποστάνια μας. Το κατατεμαχίσαμε μετά, να πάρει λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος. Και για να βγαίνουν οι αριθμοί κι η σούμα, έπαιρνες και κανένα άλλο κομμάτι από σημεία δύσβατα και τέλος. Τι να τα κάμεις τώρα αυτά; Πούθε να τα βρεις; Έπειτα, ποιος να τα θέλει έτσι κομματιασμένα και σκόρπια; Ο παππούς σου, λόγω του συνεταιρισμού, είχε καταφέρει να εξασφαλίσει ένα κομμάτι με κάποιες ελιές κι είχε να το καμαρώνει. Αυτό μονάχα όμως.»

«Δεν έχω καταλάβει ακόμα με τι κριτήρια έγινε η διανομή. Πολιτικά;|
«Όχι, τι πολιτικά. Βάλανε κάτω εκεί όλη τη γη και λέγανε “Πόσα ψυχόμετρα δικαιούσαι εσύ; Τόσα. Κι από πού μπορείς να…”»
«Κάτσε, κάτσε. Πόσα τι;»
«Τι “πόσα τι”;»
«Τι μέτρα είπες;»
«Ψυχόμετρα!»

Της ξέφυγε ένα χαμόγελο της γιαγιάς. Το ‘ξερε πως οι λέξεις της φαίνονταν περίεργες στα εγγόνια, κι όταν καμιά τούς τραβούσε την προσοχή για καζούρα ή απορίες, το ‘παιρνε πάνω της λιγάκι.

               «Εννοείς μέτρα ανάλογα με τις ψυχές; Με τα μέλη μια οικογένειας;»
               «Ε ναι!»

Είπανε κι άλλα πολλά. Ο νους της εγγονής όμως κολλημένος στα ψυχόμετρα. Ετοίμασαν μετά τα φαγητά, μάλωσαν για το πόσα ζαρζαβατικά θα δεχτεί να πάρει μαζί της, σηκώθηκαν, μάλωσαν για το ποια θα βάλει τα φλιτζάνια στον νεροχύτη. Το τελετουργικό πλησίαζε στο τέλος του. Στάθηκαν μπροστά στην πόρτα, να πουν και τις τελευταίες καθιερωμένες ατάκες:

               «Ευχαριστώ γιαγιά.»
               «Σου ΄χω πει να μη μου λες “ευχαριστώ”!»
               «Θα λέω ό,τι θέλω.»
               «Μπράβο που φοράς το καπέλο σου.»
               «Κάτσε να το βγάλω.»

               Απομακρύνθηκε από την πολυκατοικία και μπήκε στο πυρωμένο αυτοκινητάκι. Σκέφτηκε πως έχει λίγα δευτερόλεπτα μπροστά της να βάλει μπρος ή να σωριαστεί. Έπιασε το κινητό στα γρήγορα και έγραψε στην μπάρα αναζήτησης: «Ψυχόμετρο, τι είναι». «Το ψυχόμετρο είναι όργανο μέτρησης της υγρασίας του αέρα, βασισμένο στη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ δύο θερμομέτρων. Το όργανο αυτό χρησιμοποιείται κυρίως στη μετεωρολογία, την κλιματική τεχνολογία και σε περιβάλλοντα όπου χρειάζεται μέτρηση της υγρασίας». Ξεφύσηξε. Γύρισε το κλειδί στη μίζα.

Τη νύχτα εκείνη, η εγγονή ονειρεύτηκε ένα τοπίο ορεινό που δεν θυμόταν να έχει ξαναδεί ποτέ. Σκόρπιες εκεί περιφέρονταν οι ψυχές δικών της ανθρώπων, με την προ του θανάτου τους εικόνα των κορμιών τους. Άλλους είχε προλάβει να τους γνωρίσει, άλλους όχι· ήξερε όμως να κατονομάσει τον κάθε ένα ξεχωριστά. Κρατούσαν στα χέρια τους από ένα ψυχόμετρο κι έμοιαζαν να ψάχνουν κάποιο ιδανικό σημείο στον χώρο. Φαίνεται πως στον καθένα τους αναλογούσε κι από ένα συγκεκριμένο τετραγωνικό μέτρο. Όσο αργούσε κάποια ψυχή να εντοπίσει το μέρος που θα ριζώσει, τόσο έδειχνε να περιφέρεται ανήσυχη και να μοιάζει με στοιχειό ανίκανο να επιστρέψει εκεί που αγαπά. Μα όταν η ένδειξη του ψυχόμετρου στα χέρια της ήταν η επιθυμητή, ξαφνικά η ψυχή έπαιρνε τη μορφή της πιο ευτυχισμένης της ανθρώπινης ηλικίας, χαμογελούσε και προσπαθούσε να μιλήσει με τους ζωντανούς. Η εγγονή είδε τον παππού της να γίνεται τριάντα πέντε χρόνων άνδρας και να στέκεται δίπλα στης ελιές που είχε καβατζώσει. Είδε την προγιαγιά της έφηβη κοπέλα να μαζεύει φουντούκια από το χώμα και να τα βάζει στις τσέπες της ποδιάς της. Είδε παλικάρια με μουστάκες και παλιόρουχα, πιασμένα από τους ώμους, να τραγουδάνε δίχως όργανα το ξεσπλάχνισμα της γης. Είδε τη φρεσκοπεθαμένη θεία μικρό παιδί σκαρφαλωμένο σε μια ψηλή μουριά, να την κοιτάζει: «Έι, εσύ, εκεί! Πήγαινε πες στη μάνα μου πως όταν έρθει η ώρα της, ν’ αφήσει τα ψυχόμετρα και να ‘ρθει στη μουριά μας. Πες της να μη μου φοβηθεί, τώρα δεν πάω να πέσω. Πες της θα περιμένω εδώ, για να με κατεβάσει».

Ελένη Γκίκα

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1994 στην Πάτρα, όπου και μεγάλωσε. Με σπουδές πάνω στη φιλολογία, τη γλωσσολογία και τη μουσική, τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στον χώρο των εκδόσεων, της ανάδειξης πολιτιστικών αρχείων και της εκπαίδευσης. Παρακάτω μπορείτε ν’ ακούσετε απόσπασμα του κειμένου από την ίδια την συγγραφέα.