Κριτική
Φως ανελέητο, ατίθασο σκοτάδι…
Γιώργος Κοζίας: Πολεμώντας υπό σκιάν… ελεγεία και σάτιρες, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα, 2017, σ. 70
Πολλές φορές οι λέξεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να εξηγήσεις την ποίηση κι ο αγώνας γέρνει υπέρ της ηχηρής κι αιμορραγούσας σιωπής. Παρά ταύτα θα επιχειρήσω μία απόπειρα κριτικής προσέγγισης της ηφαιστειακής λάβας που εκτινάσσεται μέσα από τις σελίδες της συλλογής «Πολεμώντας υπό σκιάν», του Γιώργο Κοζία.
Και για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα: Η συλλογική ευθύνη έτσι όπως αποτυπώνεται στην ποίησή του, από τη μια τοποθετεί στον πυρήνα της το άτομο (φαντάζει οξύμωρο αλλά δεν είναι, καθώς οι συλλογικότητες αποτελούνται από ατομικότητες) και από την άλλη περιγράφει την ουσία της δημοκρατίας ως φιλοσοφία και στάση ζωής κοιτάζοντας με βλέμμα διεισδυτικό τα σύγχρονα τεκταινόμενα, τα οποία και συχνά κινητοποιούν την έμπνευση του ποιητή. Όμως ο στίχος δεν εκτροχιάζεται σε φτηνές και εύκολες αναλύσεις, ούτε σε φτηνά και εύκολα «κατηγορώ». Ο Γιώργος Κοζίας με μια εσωτερική αδιόρατη σχεδόν, γι’ αυτό και αριστουργηματικά δοσμένη, μελαγχολία, καταφέρνει να διατηρεί την συμπαγή, μεγαλόπρεπη αξιοπρέπεια που χαρακτηρίζει τη μεγάλη ποίηση. Ούτε ανέξοδη ηθικολογία είναι. Περισσότερο μοιάζει με προσπάθεια αναμόχλευσης των σκέψεων και συναισθημάτων του ποιητή και καταγραφής των ευρημάτων. Κι ο αναγνώστης βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση του αυτόπτη μάρτυρα της εκσκαφής. Ο Χρίστος Λάσκαρης με σπαραγμό αποτύπωσε τη διαδικασία γέννησης των στίχων: «Δεν γράφονται τα ποιήματα σ’ ένα χαρτί ∙ ξεθάβονται με μια αξίνα τα μεσάνυχτα αφήνοντας κι από ένα λάκκο». Κι οι στίχοι του Γιώργου Κοζία σα να συμμερίζονται αυτόν τον σπαραγμό κραυγάζουν:
«Κι ο Γολγοθάς στον πάτο της αβύσσου / για ένα κομμάτι Γεννηθήτω / για μια στιγμούλα Ανέσπερου Φωτός».
Αποτυπώνεται με αυτόν τον ιδιοφυή τρόπο η αιματηρή προσπάθεια του πάσχοντος σύγχρονου ανθρώπου για λίγη ευτυχία που καταντά τελικά τόσο αποτρόπαιη κι αποκρουστική αν έρθει.
Ο Γιώργος Κοζίας είναι ο πάσχων ποιητής. Ο ακούραστος εργάτης του λόγου. Αυτός που ανταποκρίνεται στην ουσία του να είναι κανείς ποιητής: Αυτός δηλαδή που καταματωμένος περιθάλπει λέξεις μη μπορώντας να σώσει καμία. Στη δική του περίπτωση βέβαια οι λέξεις μοιάζουν να καταποντίζονται για να μείνουν μέσα από τη συντριβή τους ανεξίτηλες. Κι αυτό γιατί δεν περιορίζεται στο ατομικό βίωμα. Η πολιτική του σκέψη, τα ευαίσθητα αντανακλαστικά του στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής είναι εκείνα που πυροδοτούν κυρίως την καλλιτεχνική του έκφραση. Θυμίζει αρχαίο τραγωδό που δονείται από την συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης – ύψιστο χαρακτηριστικό των αληθινά πνευματικών ανθρώπων – και μετουσιώνει αυτό το χρέος σε Τέχνη. Παιδαγωγός χωρίς να το επιθυμεί κι άρα ειλικρινής κι αδέσμευτός από φτηνή κηρυγματολογία γράφει:
«Οξυγόνο με δόσεις πάλι μας τάζουν! και με θλιμμένο ύφος / σε αμήχανες κηδείες με άνθη μάς χλευάζουν».
Και με γενναιότητα που συνίσταται πρωτίστως στην αμείλικτη αυτοκριτική συμπληρώνει: «το μερτικό μας ξοδέψαμε με κρότο / Ερασιτέχνες Υπάλληλοι Αναπνοής».
Αριστουργηματικός ευθύς κι έπειτα από λεπτομερή αφαίρεση απλός, περιγράφει τη σύγχρονη νοσηρότητα: Στο ποίημά του «Η Πολιτεία με τα Τιμαλφή» η λεκτική γενναιότητα και ευφυΐα του ορίζουν με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά της ποίησης. Γράφει:
«Η τοκογλυφία στέγνωσε τις καρδιές / μάρανε τα νυφικά κρεβάτια / τ’ αηδόνι έπαψε να διαλαλεί Δικαιοσύνη/ κι ο Ερμής πάτρωνας των κλεφτών / στην πολιτεία διαλαλεί: Κανάγιες, το ψωμί της Goldman Sachs σας τρέφει». Άλλες στιγμές βαθιά ανθρώπινος απελπίζεται στη δίνη του κακού που πάντα κυριαρχεί και γράφει:
«Ο Παμφύλιος Αρδιαίος / δεν πλήρωσε τα κρίματά του /. Κυκλοφορεί ανάμεσά μας ο πανάθλιος μελανοχίτωνας / καραδοκεί και απειλεί … Το άνθος μαραίνεται / το φύλλο ξεραίνεται, ο κόσμος περνά / μόνον ο τύραννος / επλάσθη αθάνατος, αυτός ποτέ δεν γερνά!».
Κι αλλού με σπαραγμό αλλά και λανθάνουσα ειρωνεία ρωτά: «Όλα συντρίμμια / Τι να διαβώ, ποιον να ρωτήσω; / Τον Καίσαρα, την Αγία Έδρα, τις Βρυξέλλες; / Πείτε μου σε ποιον ώμο ν’ ακουμπήσω;»
Υπάρχουν όμως και οι στιγμές που ο στίχος αναθαρρεύει αναγεννώμενος λες από τις στάχτες του. Υπακούει στον «Ελεγκτή» του Μίλτου Σαχτούρη που μονολογούσε: «Εγώ, κληρονόμος πουλιών, πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά, να πετάω».
Κι ο Γιώργος Κοζίας ηχεί σάλπισμα πολεμικό, σάλπισμα αισιοδοξίας που κρύβει όμως μέσα του μια αδιόρατη ανασφάλεια:
«Υπάρχει ακόμη λίγη Άνοιξη / Ελάτε ν’ αλλάξουμε / δαχτυλίδια γάμου / Να νυμφευτούμε τα όνειρά μας». Για να ολοκληρώσει το ποίημα με το αποτρόπαιο: «Υπάρχει ακόμα κι η αθώα Παουλίνε / Χορεύει με τον αναπτήρα της πάνω στη νάρκη».
Και μ’ αυτό, αποτυπώνει τη χαρούμενη θλίψη, τη θλιμμένη χαρά. Προβάλλει όλη εκείνη τη «χρυσαφένια αθωότητα που ξεψυχάει καθημερινά στα
σφαγεία του κόσμου». Και μ’ αυτό, γίνεται κλασικός.
Στους στίχους του κυριαρχεί η αρετή του «μηδέν άγαν», τίποτε πάρα πολύ, τίποτε περιττό. Οι λέξεις αποτυπώνουν το πεδίο δράσης τους, έντονο, ευφάνταστο, άλλοτε με ωμό ρεαλισμό κι άλλοτε με σουρεαλισμό που γοητεύει. Κρυστάλλινες, διαυγείς, στέκουν η κάθε μια τους με αξία αυθύπαρκτη κι αυτόφωτη, κι όλες μαζί, δομώντας ένα στιβαρό τέλειο οικοδόμημα. Αν κάποια εξαφανιζόταν από τη θέση που με ακρίβεια τοποθετήθηκε, δεν θα υπήρχε το ποίημα. Θυμίζουν οι στίχοι του Γιώργου Κοζία αρχαιοελληνικό ναό. Προσεγμένοι, δουλεμένοι σε βάθος και με εξαντλητική λεπτομέρεια γοητεύουν, μα περισσότερο γιατί αυτή η κοπιώδης προσπάθεια λανθάνει, δεν είναι ορατή στον αναγνώστη. Κι αυτό είναι ίσως το ουσιωδέστερο χαρακτηριστικό της ποιητικής γραφής: Να υπάρχει σαν κάτι το αυτονόητο, το φυσιολογικό και το αναπότρεπτο. Να δίνει την αίσθηση τής μη προσπάθειας, όπως όλα τα τέλεια δίνουν. Τίποτα περιττό, τίποτα πλεονάζον. Κι οι ακόλουθοι στίχοι είναι οι πιο ενδεικτικοί αυτής της αρετής:
«Φως ανελέητο, ατίθασο σκοτάδι / πού πας έτσι, δαιμονικό / και σπαράζει η ελαιογραφία του Γκρέκο», ή σε άλλο σημείο: «Περνάει η ζωή / σαν καταιγίδα στο Τολέδο με λάμψη και δέος».
Η ποιητική συλλογή «Πολεμώντας υπό σκιάν» θα πολιτογραφηθεί ανάμεσα σε εκείνα τα έργα που αποτέλεσαν κομβικά σημεία στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή. Μετουσιώνει τη φυσική, αλλά πάντα απροσδόκητη, ρήξη με οτιδήποτε αναμενόμενο υφολογικά, μετρικά και φορμαλιστικά. Ο νέος αυτός λόγος συμπυκνώνει την αναζήτηση της ανθρώπινης ουσίας. Ο νέος αυτός ποιητικός λόγος έχει τη δυνατότητα να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό των δονήσεων που συντάραξαν τον ποιητή και μετουσιώθηκαν σε βίωμα καθολικό μέσα από μια επίπονη διαδικασία ενδοσκόπησης, η οποία ποτέ δεν εκτροχιάστηκε στην κυκλοθυμική πολλές φορές ανάγκη αυτοανάλυσης. Ποτέ δεν αναρωτήθηκε τι είναι ποίηση, δεν υπάρχει ίχνος αυτοαναφορικότητας στη στιχουργική του.
Κι αυτό γιατί ο Γιώργος Κοζίας έχει την ικανότητα που διατύπωσε με ευφυΐα ο Γιώργης Παυλόπουλος: Να κοιτάζει δηλαδή μέσα από την ανοιχτή πόρτα της ποίησης και πράγματι να βλέπει: Φως ανελέητο, ατίθασο σκοτάδι…
Νικολέττα Κατσιδήμα –Λάγιου
φιλόλογος, ποιήτρια
Το «Βιογραφικό σημείωμα», εκδόσεις Το Δόντι, 2016, είναι πρόσφατη ποιητική της συλλογή
Share this Post