Καθεστηκυία Ενοχή
Από την τάξη με έψιλον εκμεταλλευτικό
Στο μετάλλευμα του ενοχικού καθρέπτη
Που αναπαριστά άλλους
Οι κρατούντες υπό το κράτος της αβουλίας
Μιας βουλιμίας που καταβροχθίζει
Ο βρόγχος του νερού και της φωτιάς
Μια πυρό-πλημμυρισμένη μοίρα
Οι πολίτες δίχως δήμο
Η χώρα δίχως πόλεις
Πόσο δίχως χωρά στις ψυχές;
Πόση ενοχή ραγίζει τους καθρέπτες σας;
Τα χρήματα γεμίζουν τους τάφους σας
Με κρίματα
Δεν θα μείνουμε άταφοι, ούτε άκλαυτοι
Θα κινούμε σαν ελεύθερα πτηνά
Αιώνιες ερινύες για ότι σας θρέφει
Ο ύπνος δεν θα σας συναντήσει
Θα μένετε αστόχαστοι, αδιάβατοι
Άθλιοι και έμπλεοι κενότητας
Παρηχήσεις φθινοπώρου
Συρραφή ροής
Ράθυμων ερώτων
Σβήνουν στο ρω
Φυλλοθρόισμα φθινοπώρου
Ομόρρυθμα αειθαλή κρουστά
Εισρέουν στην παραδοξότητα
Φυλλοβόλα πολυβόλα
Ρώμη αδύναμη
Τρικυμισμένη η ουτοπία
Χαρά εν μέσω απουσίας
Κι η νύχτα ν’ αναμετράται
Με τ’ άστρα που απορρέουν
Πλημμύρα γιορτινή κι ασθμαίνουσα
Καθώς το όνειρο προβάλλει τα μελλούμενα
Κι όμως ομόρρυθμοι κατοικούμε
Σε όλα τα ρω που φώναξαν στον άνεμο
Στον καιρό του απρόσμενου φόβου
Στον καιρό του απρόσμενου φόβου
Φθονερά ειν’ τα δόντια του Κρόνου
Κι οι Τρωάδες ικέτιδες γνέθουν
Μαύρης μοίρας θαμπό υφαντό
Οδυσσέας κι Οιδίποδας τρέχουν
Κι είναι αντίκρυ του Φοίβου ναός
Στον στεγνό τον Αχέροντα βρέχουν
Αμαρτήματα ενός καιρού που ’ναι αχός
Βασιλείς καταπίνουν το δράμα
Διυλίζουν το αρχαίο τους θάμα
Νέκταρ πίνουν στων σκλάβων το σκάμμα
Κείτονται όλοι οι νεκροί σκόρπιοι αντάμα
Τουτέστιν τι μένει φαιδρή μου εποχή;
Διαπασών οι λαοί μια βουβή αποχή
Είν’ το ψέμα ένα δώρο σε αγχόνη
Μια αγανάκτηση που χρόνο σκοτώνει