Το Μεσαιωνικό Κάστρο της Αγίας Παρασκευής του χωριού Φαρακλού στα Βάτικα | Μιλτιάδης Τσαπόγας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

 

Πέραν, ωστόσο, από την εκκλησιά της Παντάνασσας εις τη Γερουμάνα, ως επισημάναμε και εις τον τίτλο του αυτού κειμένου, θα καταθέσομε και μια γνώμη που αφορά κάποιες ψηφίδες ιστορίας σχετικές με το λεγόμενο «Κάστρο της «Αγίας Παρασκευής» της περιοχής των Βατίκων, που η θέση του εντοπίζεται ολίγα χιλιόμετρα βορινά της Νεαπόλεως, και το οποίο δεσπόζει εις την αυτή περιοχή, σκαρφαλωμένο και απλωμένο εντυπωσιακά σε φοβερότατο βράχο, ως ασάλευτος πέτρινος οκτάπους.

Κατόπιν κοπιώδους έρευνας του γράφοντος εις τα «βάθητα του ερέβους» της ιστορίας όλων των μεσαιωνικών μνημείων –αγνώστων και γνώριμων– της Λακωνίας, μιας αναζήτησης καταθέτω ευθύς τα παρακάτω:

Αντίθετα από τη σημερινή, ισχύουσα θεωρία που λέγει εν ολίγοις ότι η ανέγερση του καστέλου των Βατίκων θα πρέπει να χρονολογηθεί «κάπου εις τα χρόνια του Δεσποτάτου του Μυστρός», διατηρώ την υποψία ότι το μεσαιωνικό αυτό μνημείο θα πρέπει να ξεκίνησε την πορεία του εις τον χρόνο ως οχυρωματικό έργο της φραγκικής κυριαρχίας στην περιοχή (σ.σ. παρόλο που το Χρονικόν του Μορέως δεν το αναφέρει, όπως είναι γνωστό ότι αγνοεί και πολλά άλλα γεγονότα ή τα παρουσιάζει με τρόπο διαστρεβλωμένο), των αρχών ή των μέσων του 13ου αιώνος. Αίτιο της τοποθετήσεώς μας αυτής, δεν είν’ άλλο από την εμφανή ομοιότητα εις την τεχνοτροπία της τοιχοδομίας του εν λόγω φρουρίου, με την αντίστοιχη τεχνοτροπία την οποία συναντούμε εις τα τείχη του φραγκικού κάστρου του Γερακίου, του ανεγερθέντος από τον Οίκο των ντε Νιβελέ (σ.σ. το κάστρο αυτό οικοδομήθηκε εις το α΄ μισό του 13ου αιώνος, πιθανότατα στα 1250 από τον δεύτερο κατά σειρά βαρόνο της περιοχής, Ιωάννη ντε Νιβελέ) και κυρίως εις το δυτικό μέρος του μνημείου, όπου και δεσπόζει ο έναντι της προσόψεως του ναού του Αγίου Γεωργίου υψηλός καλοδιατηρημένος τειχόπυργος.

Παρά ταύτα, επειδή δεν διακατέχομαι από το συναίσθημα του να ομιλώ για βεβαιότητες δίχως να έχω εις τη διάθεσή μου όλα τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία, θα καταθέσω ευθύς και μιαν άλλη, «αντίθετη» όπως θα μπορούσαμε να ειπούμε προς την ανωτέρω εικασία μου θεωρία, ούτως ώστε να αποκτήσει πληρέστερη πληροφόρηση ο απλός ενδιαφερόμενος αναγνώστης, καθώς και ο μεσαιωνοδίφης.

Για να ιδούμε τι μας λέγει η διαφορετική αυτή θεωρία που δομήσαμε, θα ταξιδεύσομε βορινά από το Γεράκι, ένδεκα μόλις χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή, όπου και θα απαντήσομε εις τις απαρχές των ορέων του Πάρνωνος, ένα μικρό ως προς τις διαστάσεις του καστελάκι «φραγκοβυζαντινής» τεχνοτροπίας, το λεγόμενο «Κάστρο Ζαραφώνας». Τούτο το μεσαιωνικό μνημείο, ένεκα μιας επιγραφής εγχάρακτης που διεσώθη εις τον λίαν υψηλό καλοστεκούμενο κεντρικό πύργο του (donjon), η οποία φέρει τα αρχικά «Θ Δ Π» και που αποκωδικοποιείται σε «Θεόδωρος Δεσπότης Παλαιολόγος», πιθανολογείται ότι είναι ένα υστεροβυζαντινό φρούριο το οποίο χρονολογείται σχεδόν με βεβαιότητα (και τούτο κυρίως εξαιτίας της αυτής επιγραφής), εις το α΄ μισό του 15ου αιώνος και συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 1407-1448 (σ.σ. εις το τελευταίο αυτό έτος απέθανε ο ανωτέρω αναφερόμενος Δεσπότης του Μυστρός, προσβεβλημένος από τον φοβερό «Μαύρο Θάνατο», τουτέστι, την πανώλη). Τι μας λέγει λοιπόν ετούτη η θεωρία; Ότι πιθανότατα, τα οικοδομικά συνεργεία που δούλευαν κατά το α΄ μισό του 15ου αιώνος για τις ανάγκες του βυζαντινού δεσποτάτου εις την Λακωνία, βάσταγαν μια παράδοση στον τρόπο με τον οποίο έκαμαν τα νέα κάστρα, που αντέγραφε, ως έναν σημαντικό βαθμό, την τεχνοτροπία του παλαιότερου στην περιοχή τους φραγκικού κάστρου του Γερακίου.

Το κάστρο, το χωριό «Φαρακλό» και οι ιππότες της Ρόδου

Καθώς πλέον ευρισκόμαστε εις την περαίωση του παρόντος άρθρου μας, αδύνατο θα ήτανε να μην κάνομε λόγο και για μιαν ακόμη ουσιώδη λεπτομέρεια, η οποία αφορά –ως θεωρούμε– το Βατικιώτικο φρούριο. Πρόκειται για τη «συγγένεια» του καστέλου της Αγίας Παρασκευής με τον γειτονικό του οικισμό που καλείται «Φαρακλό» (Σ.τ.Σ. απέχουν οι δυο τοποθεσίες λιγότερο από χίλια μέτρα σε ευθεία γραμμή), με ένα από πιο εξέχοντα φρούρια της άλλοτε ιπποτοκρατούμενης νήσου της Ρόδου. Τούτο, δεν είν’ άλλο από το Κάστρο Φάρακλου, Φαρακλού ή Φέρακλου όπως καλείται, της ανατολικής πλευράς της νήσου, το οποίο ήτο και το πρώτο κατά σειράν βυζαντινό φρούριο που έπεσε εις τα χέρια των Σπιταλιωτών Ιπποτών (επί αρχηγίας του Μεγάλου Μάγιστρου, Foulques de Villaret) εις τα 1306, όταν οι τελευταίοι κατέφθασαν διά των γαλέρων τους εις τη Ρόδο από την Ιταλία.

Για το κάστρο αυτό, που κατά τον 15ο αιώνα οχυρώθηκε πολύ προσεχτικότερα από τους Οσπιταλιέρους, μας γνωρίζει η διδάκτωρ αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης Αλεξάνδρα Στ. Στεφανίδου (Σ.τ.Σ. εις το έργο της «Η Μεσαιωνική Ρόδος, με βάση το χειρόγραφο και την εικονογράφηση του Johannes Hedenborg, 1854. Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη), ότι: «Η σημασία του επισημαίνεται ήδη από τους χρόνους της Ιπποτοκρατίας, μια και το 1470, σύμφωνα με το Jacomo Bosio, διατάχθηκε να εγκαταλειφθούν όλα τα κάστρα της Ρόδου εκτός από εκείνο της Λίνδου και του Φαρακλού. Το έτος 1474 ήταν ένα από τα τρία σπουδαιότερα φρούρια μαζί με της Ρόδου και της Λίνδου και σε αυτό κατέφευγαν τα γειτονικά χωριά Μαλώνα, Σαλία, Καταγρός, Ζηνοδότου και Καμινάρι σε κάθε κίνδυνο».

Ιδού, λοιπόν, και η σχέση του κάστρου των Βατίκων μετά του γειτονικού του χωριού Φαρακλό ύστερα από την εγκατάσταση του ιπποτικού τάγματος των Σπιταλιωτών εις το αυτό ανατολικό άκρον του Μορέως κατά το πρώτο φέγγος του 15ου αιώνος. Μια σχέση η οποία αποκρυσταλλώνεται ολοφάνερα μέσα από τα δυο αυτά κοινά τοπωνύμια, της Ρόδου και της Πελοποννήσου.


*   O Μιλτιάδης Τσαπόγας είναι συγγραφέας, αρθρογράφος και ερασιτέχνης φωτογράφος. Αρθρογραφεί από τα είκοσί του έτη σε περιοδικά ειδικού τύπου, ενώ έχει συνεργαστεί και με την εφημερίδα Φωνή της Καλαμάτας (της πόλεως στην οποία κατοικεί). Ακόμα, στο μακρινό παρελθόν, υπήρξε μέλος και συντονιστής της εξερευνητικής Ομάδας Πυθέας. Ως συγγραφέας, έκανε την εμφάνισή του μέσω του έργου του Νικόλαου Κουμαρτζή Κάστρα και Θρύλοι στην Ελλάδα, γράφοντας για την καστροπολιτεία της Μονεμβασίας. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Πέτρα και Ξίφος (Εκδόσεις Δαιδάλεος), κύριος συγγραφέας και φωτογράφος του βιβλίου Άγνωστη Πελοπόννησος (Εκδόσεις Οξύ), ενώ έχει συμμετάσχει και στα συλλογικά έργα Μυστική Ελλάδα – Παράξενος Ταξιδιώτης (Εκδόσεις Αρχέτυπο), Αλχημεία – Η Μυστική Τέχνη των Σοφών (Εκδόσεις Αρχέτυπο). Επίσης, έχει παρουσιάσει πληθώρα φωτογραφιών του σε προσωπικές εκθέσεις με θέμα τα μεσαιωνικά μνημεία της Πελοποννήσου (Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας 2019, Κάστρο «Cisterna Rubea» 2019, Διοργάνωση: nARTura) και συμπαρουσιάσει, μαζί με τον Νικόλαο Κουμαρτζή στην Παλιά Πόλη της Ρόδου το 2010, στο πλαίσιο του Μεσαιωνικού Φεστιβάλ της νήσου (Διοργάνωση: Medieval Rose. Τα περιοδικά πανελλαδικής εμβέλειας με τα οποία έχει συνεργαστεί ως αρθρογράφος είναι: Φαινόμενα (Ένθετο της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος), GEO, Mystery, Forbidden History, Άωτον, καθώς και με το μεσσηνιακό περιοδικό Όριον. Άρθρα του, έχουν δημοσιευτεί επίσης και σε άλλες εφημερίδες (ή περιοδικά) της χώρας, όπως η Ροδιακή (Ημερήσια Πρωινή Εφημερίδα της Ρόδου), ο Μεσσηνιακός Λόγος κ.α. Τέλος, από τα μέσα του 2019 σε μηνιαία βάση, συνεργάζεται με το περιοδικό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας των Πατρών Πατρινοί Ορίζοντες, συγγράφοντας άρθρα με θεματολογία τα μεσαιωνικά κάστρα της Πελοποννήσου.

  • Το βιβλίο Ιππότες στον Μοριά (Εκδόσεις Δαιδάλεος, 2020), είναι το νεότερο έργο του.