Θυμάμαι ήταν ένας τεράστιος υπαίθριος καταυλισμός.
Λίγοι πάγκοι, υποφώσκοντες, ήταν ανάκατοι. Δεν ξέρω τι πουλούσαν. Το ρολόι της εκκλησίας έλεγε μεσάνυχτα. Δεν ξέρω αν πήγαινε καλά.
Θέαμα ανοίκειο. Γεμάτο χώμα. Και ίχνη βημάτων. Δεν μπορούσε να εξηγηθεί…
Ένα σύμπαν ολοκληρωτικά μαγεμένο για εμάς, είναι αόρατο.
Κάθετι μη εξηγήσιμο εντάσσεται στο παράλογο, σε κάτι αποστερημένο αναγνωσιμότητας και αναγνωρισιμότητας. Εδώ η αίσθηση του οικείου μόνο αχνοφαίνεται. Απομακρύνεται συνεχώς…
Και στο τέλος, χάνεται.
Αίφνης εμφανίστηκε ένας θίασος. Ένα παρακμάζον μπουλούκι. Μια κοπέλα λεπτή πέρασε από μπροστά μου. Κρατούσε μια ρακέτα. Κι ενώ έτρεχε της έπεσε. Έγειρε το κεφάλι ψηλά και για κάποια λεπτά κοιτούσε τον ουρανό. Κι απόμεινε εκεί να κοιτάζει σαν μαγεμένη το σκουρόχρωμο μπλε της νύχτας…
Εδώ υπάρχουν μόνον οφθαλμαπάτες, παιγνίδια, παγίδες και τρύκ.
Από τα ημίψηλα καπέλα των ταχυδακτυλουργών ξεπηδούσαν ωδικά πτηνά με παράξενα ράμφη. Κάποιοι αδέξιοι μάγοι εμφάνιζαν κάτι σαν σίδερα και τα πετούσαν στον αέρα προκαλώντας φλόγες. Θλιμμένοι γελωτοποιοί με μεγάλα κόκκινα μπαλόνια ξεγελούσαν παιδιά. Σαλτιμπάγκοι κρυμμένοι κάτω από μάσκες κατάπιναν μαχαίρια. Και περνούσαν μέσα από πύρινα στεφάνια με θαυμασμό. Μερικοί κλόουν αφηγούνταν παράξενα όνειρα σε κάποιους που τους κοιτούσαν καθηλωμένοι. Χαμογελούσαν λυπημένα και χάνονταν μονολογώντας.
Έμοιαζαν σαν να πήγαιναν να θρηνήσουν όλοι σε αυτό το ύψωμα με τα ψηλά κυπαρρίσια.
Η θέα που έχουν μπροστά τους εναρμονίζεται απολύτως με την εσωτερική τους κατάσταση. Εδώ, το ημίφως του φεγγαριού, περισσότερο διαβάζεται παρά φαίνεται.
Κάποιοι, μέσα σε αυτούς κι εγώ, καθήμενοι σε ξύλινους πάγκους, παρακολουθούσαν μαγεμένοι τα φρικιά του τσίρκου να κάνουν μαγικά. Βελούδινες κουρτίνες δεν υπήρχαν, ήταν όλα αληθινά.
Όλα σε μια υπόκωφη σιωπή που ευνοούσε την συγκέντρωση του βλέμματος.
Αυτή η εικόνα, σκέφτηκα, υπάρχει για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια. Σε έναν κόσμο στερημένο από ψευδαισθήσεις και φώτα, ο άνθρωπος θα αισθανόταν ξένος. Εδώ, ζεις.
Όσους ρωτούσα, «από που έρχεστε?», ακόμα θυμάμαι, απαντούσαν πάντα με την ίδια επωδό: «από κάτω». Όλοι ήταν ενδεδυμένοι με ρούχα απρόσιτα, κάτι σαν χιτώνες μυστηρίου. Και συνέχιζαν αργά για την πλαγιά του λόφου που υψωνόταν μπροστά.
Εδώ, είχα ακούσει κάποτε, όσο ανηφορίζεις, θυμάσαι το παρελθόν. Σαν να βυθίζεσαι και βιώνεις την νιότη.
Ο δρόμος είναι δύσβατος. Λαβυρινθώδης, γεμάτος ατραπούς που ξεγελάνε. Δεν θα ήθελα να τον ανέβω ποτέ. Παλιότερα, είχα φτάσει μέχρι κάποιο σημείο, λίγο μετά την εφηβεία. Μια φορά θυμάμαι θέλησα να συνεχίσω, αλλά χάθηκα. Ευτυχώς. Οι τρυφερές ηλικίες είναι η αδιάψευστη υπενθύμιση της συναισθηματικής μας αποτυχίας. Φοβάμαι να πλησιάσω. Λες και κάτι θα με οδηγήσει στον θάνατο. Άλλωστε η άγνοια και ο φόβος είναι οι κομψότερες μορφές αυθεντικής υπεροψίας.
Σπίτια παράξενα, ολόφωτα σαν σκιές. Το τρεμόπαιγμα μιας φλόγας ενός κόσμου που σβήνει.
Κάποιοι περπατούν βιαστικοί, μοιάζουν σαν ανθρώπινα μοντέλα που έχουν αποσυρθεί πλέον από την κυκλοφορία. Τόσο ομοιόμορφα αθέατοι!
Εδώ το βλέμμα χάνεται.
‘Ολοι αυτοί έχουν εκπαιδεύσει τον εαυτό τους να κοιτάζει δίχως να βλέπει, δηλαδή χωρίς να μπορούν να βλέπουν την ανάγκη ή αγωνία στις ίριδες των ματιών του άλλου.
Αποχαυνωμένοι σαν μισομεθυσμένοι ζουν πενθώντας περισσότερο το φέρετρο· όχι τον νεκρό. Μοιάζουν δέσμιοι του περιβάλλοντος χώρου και ακολουθούν μιαν άγνωστη οφιοειδή πορεία. Φιγούρες κυρτές που ανεβαίνουν αργόσυρτα στην εδεμική νιότη. Μια συζήτηση περί Θεού μάλλον θα έμοιαζε κυριολεκτικά άκαιρη αφού το να δωρίζεις τον εαυτό σου στον άλλο προϋποθέτει και το να έχεις εαυτό. Εδώ κανένας δεν έχει εαυτό. Το ανομολόγητο όνειρο του ανθρώπου, αυτή η κατάσταση αιώρησης στον αφρό του θανάτου. Πιθανόν στον τελευταίο να οφείλετε και η Τέχνη έτσι όπως ξανοίγετε μπροστά μου με όλους αυτούς τους περαστικούς να ανεβαίνουν σαν να συμμετέχουν σε ένα υβριδικό και αόρατο θέατρο δρόμου.
Τώρα όλοι χάθηκαν.
Μόνος απέμεινα στον ξύλινο πάγκο.
Φυσούσε.
Ο αέρας θα σβήσει τις πατημασιές των ανθρώπων.
Ίχνη πουθενά.
Σίμος Ιωσηφίδης
Ο Σίμος Ιωσηφίδης γεννήθηκε στην Δραπετσώνα το 1969. Σπούδασε στην Σχολή Σταυράκου εικονοληψία και θεωρία του Κινηματογράφου. Το 1991 και για δέκα συναπτά έτη ήταν αρχισυντάκτης και εξέδωσε το τρίμηνο περιοδικό «Αντι-κινηματογράφος».
Έλαβε μέρος σαν ομιλητής σε πολλά συνέδρια μουσικής και κινηματογράφου {μεταξύ αυτών συμμετείχε στο συλλογικό βιβλίο με τίτλο «Πόλη και Κινηματογράφος» με πρωτοβουλία του Κ.Α.Μ.Χ. Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μελέτης Χανίων που έλαβε χώρα στον Δημοτικό Κινηματογράφο Χανίων «Κήπος»}.
Το 1999 μέχρι το 2008 εξέδωσε την τριμηνιαία επιθεώρηση «Κινηματογράφος και Επικοινωνία». Έκτοτε συμμετέχει τακτικά με δοκίμια και χρονικά Τέχνης και Κοινωνίας σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες {«Διαβάζω», «Μανδραγόρας», «Οδός Πανός», «Μίτος», «Νίκη»}.
Επιπροσθέτως υπήρξε Ραδιοφωνικός Παραγωγός των Ραδιοφωνικών Σταθμών Πειραιάς Κανάλι 1 – Αιγαίο FM.