Το «ελενικό» αποτύπωμα στα Αγάλματα εκτός Μουσείου & στην Ξενάγηση της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

In Κριτική by mandragoras

 

Όταν η γλώσσα συναντά τον πολιτισμό και η έμπνευση γίνεται ποίηση, δημιουργός και περίγυρος επιχαίρουμε για τα επιτεύγματα του ανθρώπου που κάνει θαύματα με τις λέξεις, τις φράσεις, τους στίχους, με το όλο των γλωσσικών και όσων άλλων σκοπίμως τυχόν επιλογών του.

Ακόμα και με τα εντέχνως επιλεγμένα σημεία της στίξης, όπως τα εναποθέτει στις σημειώσεις του ή και, ποιητική αδεία, αποφεύγει να τα εναποθέσει, καταργώντας κανόνες και νόρμες της γραμματικής, για να δηλώσει πόνο, αναμονή, έρωτα, ανάγκη, προβληματισμό, αγάπη.

Κεντώντας ρήμα με ρήμα, ουσιαστικό με ουσιαστικό, επίθετο με επίθετο, εικόνες και, γιατί όχι, εικονίσματα, που φέρουν (που πρέπει να φέρουν) τη δική του μοναδική υπογραφή, κάθε δημιουργός έχει, ως πρόσωπο, την ατομική κοσμική, και, πρωτίστως, τη δική του λογοτεχνική ταυτότητα, συνεχώς εξελισσόμενη, μέσα από τα εκάστοτε νεοφυή έργα του. Με εργαλεία που τα εκθέτει δημοσίως. Και εκτίθεται. Και αφήνεται στην κρίση των αναγνωστών και των αναγνωστριών, του, σε βαθμό που χρειάζεται να διαθέτει αντοχές στέρεες και υγιείς ανοχές, τόσο όσο που να μπορεί να συνεχίσει να δημιουργεί, διαρκώς ανεβαίνοντας, μακρόθεν διακρίνοντας την αχρείαστη φθορά και, κυρίως, μακρόθεν παλεύοντας την επώδυνη φθορά. Αν και ο πόνος του δημουργείν, ο πόνος του ποιείν, είναι σχεδόν πάντοτε καρποφόρος και, υπό προϋποθέσεις, αειθαλής.

Είναι, με άλλα λόγια, πόνος ευδόκιμος και, κατ’ επέκταση ιερός, για όσους και όσες ξέρουν να πονούν και να ποιούν συλλογές, όπως είναι: Οι διαδρομές του Αδάμ, Ο κύκνος ενός τετράγωνου έρωτα, Η λίμνη των κύκλων, Χειμερία νάρκη (η αγαπημένη μου), Φώτα στη διαπασών», Αδιάβροχες λέξεις, Αγάλματα εκτός Μουσείου  και έπεται συνέχεια, πολλά υποσχόμενη και ασμένως προσδοκώμενη!

Η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου είναι μία δημιουργός που αναντίρρητα ανήκει σε αυτήν την κατηγορία Ποιητών/Ποιητριών. Ακάματη, για είκοσι πέντε χρόνια, γεννά Ποίηση με αισθητική, κομψότητα, πάθος, και ενίοτε αιχμηρότητα, χαρίζοντας στον κόσμο που την ακολουθεί, χαρίζοντας στο κοινό που παρακολουθεί και διαβάζει αδιαλείπτως την όλη πορεία της -την ποιότητα και την εξέλιξη της ποιότητας της γραφής και της προσφοράς της- είκοσι τέσσερα βιβλία. Βιβλία που ομιλούν στον καθένα/στην καθεμία μας, μέσω ενός διακριτού, ανά περίπτωση, κώδικα -κώδικα δεξιοτέχνη στο να ξεκλειδώνει τον έσωθεν εαυτό μας-. Μέσω μίας ιδιαίτερης «ελενικής», θα τολμούσα να πω, γλώσσας, η οποία από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, ως ποητική και όχι μόνο, φωνή, στον κυπριακό λογοτεχνικό χώρο, συνομιλεί με διάφορες και διαφορετικές μεταξύ τους βιοθεωρίες, που συγκλίνουν, μπορεί και να συγκατοικούν εν τέλει, χάριν της ποίησής της, επικοινωνώντας τα νοήματα και τα μηνύματά της, όπως ο κάθε εαυτός, συνειδητά ή ασύνειδα, μπορεί και θέλει-θέλει και μπορεί. Και είναι αυτό, από μόνο του, μέγας άθλος για την Ποιήτρια! Μέγιστος, ωστόσο, άθλος της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου είναι το άνοιγμά της προς τα έξω και πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Κύπρου, στο ευρύτερο ποιητικό σύμπαν, με σύστοιχη ευρεία θετική υποδοχή και, προπάντων, αποδοχή και εκτίμηση.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι έχοντας ανά χείρας τα βιβλία της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου όχι μόνο διαβάζουμε, αλλά και κατανοούμε την ίδια και τις οπτικές με τις οποίες μετασχηματίζει το περικείμενα σε ποιητικά κείμενα. Και ακολούθως, συνεχίζουμε να βαδίζουμε στους δρόμους που εγκαινιάζει και θα επιμένει να εγκαινιάζει, από δική της σταθερή θέληση και ανάγκη να υπηρετεί την τέχνη, ούσα αθεράπευτη φίλη της Τέχνης. Κατ’ ακρίβεια, ούσα αθεράπευτα φίλη της Τέχνης του Λόγου.

Η ΞΕΝΑΓΗΣΗ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδιυ αποτελεί ένα συλλεκτικό βιβλίο ανθολογημένων πολύτιμων ποιημάτων που μας έχει δωρίσει η ποιήτρια, εντός ενός εικοσιπενταετούς πλαισίου πρωτότυπου πειραματισμού, το οποίο συνεχώς ωριμάζει και γεννά με ολοένα περισσότερη πυκνότητα λογισμών και ονείρου, αλλά και σκληρού ρεαλισμού, νέα ποιήματα. (Γιατί τα πράγματα μπορούν να ιδωθούν και να περιγραφούν με συνδυαστικούς τρόπους, εξισορροπώντας τα ιδεατό με τα συμβάντα στον κόσμο, διαχρονικά και συγχρονικά.)

Η δίγλωσση ποιητική αυτή ανθολογία στα ελληνικά και στα ιταλικά, ανά ποιητική συλλογή και ανά ποίημα, διευρύνει παραπάνω έναν ήδη υπάρχων πλατύ όσο και βαθύ δρόμο, καθιστώντας τη φωνή της Ελένης οικεία, πέρα από γεωγραφικά και γλωσσικά όρια. Γενόμενη γέφυρα πνευματικής φιλίας και συλλογικής ενσυναίσθησης, θεμελιωμένης στην κοινή εκτίμηση, πίστη και αποτίμηση ότι η τέχνη της είναι και σώμα και ψυχή ενός Λόγου όχι απλώς αξιέπαινου, αλλά δόκιμου και, πλέον, πλήρως αναγνωρίσιμου.

Ο/Η αναγνώστης/ρια μπορεί να ξαναανακαλύψει την Ελένη μέσα από την καθαρότητα του όλου έργου της, όπως είναι, χαρακτηριστικά, δύο ποιήματά της από τις Αδιάβροχες λέξεις, (2024):

«ΧΟΜΠΙ Ι»: Γράφω με κλωστές/ Τις κόβω με τα μάτια/ Το κάθε γράμμα μου ραφή/ Το ποίημα ρούχο μου ξεγυμνώνει

 «ΧΟΜΠΙ ΙΙ»: Τα τελευταία χρόνια/ Φτιάχνω εικόνες σταυρωμένων/ ξεβάφοντας ποιήματα/ που δεν θα διαβαστούν

Θεωρώ ότι στους παραπάνω στίχους η ποιήτρια αυτοβιογραφείται, με λόγια που δεν φοβούνται να βραχούν, γιατί υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, εκτός και αν ίδια αποφασίσει να πράξει διαφορετικά. Έχει, αναντίρρητα, το δικαίωμα και την πολυτέλεια να αποφασίζει η ίδια τι θα καταγράψει και τι θα διαγράψει από ό,τι την παρωθεί να αποτυπώσει (και θα αποτυπώνει) μέσα από τα γραφόμενά της.

Αυτή της η ευχέρεια, που λίγοι/ες δημιουργοί δυνάμει την απολαμβάνουν, την έχει νομοτελειακά οδηγήσει στην παραγωγή και έκδοση της νέας της ποιητικής συλλογής: Αγάλματα εκτός Μουσείου.

Η τελευταία, σειριακά δέκατη τέταρτη, ποιητική συλλογή της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου τυγχάνει ήδη επάξια, για ακόμη μία φορά, της αρμόζουσας προσοχής, κριτικής και εναγκαλισμού, στοιχεία για τα οποία δικαίως δύναται να καμαρώνει και να σεμνύνεται.

Υπό μία παντελώς υποκειμενική ανάγνωση των ποιημάτων-αγαλμάτων της συλλογής αυτής, επιλέγω να τα παρατηρήσω, να τα μελετήσω και να τα αναλύσω στην οικία τους, εντός Μουσείου, δηλαδή, αλλά και εκτός μουσείων, θεωρώντας, παράλληλα, το όλο αυτής της έμπνευσης και δημιουργίας ως μία έντονη, ακμαία όσο και ελεύθερη στιχοπλαστική αρχαιολογία μνήμης και ψυχής.

Διαβάζω (ακούω, αγγίζω, αισθάνομαι) ποιήματα-αγάλματα που έκδηλα αρνούνται να βολευτούν σε γυάλινες προθήκες, φωτισμένα απλώς με τεχνητό φως, ταξινομημένα, όπως τα πεπαλαιωμένα εικονίσματα ενός πολιτισμού που έπαψε να ζει, παρόλο που εξακολουθεί να σημαίνει. Αντιθέτως, διαβάζω και ανασαίνω ποιήματα-αγάλματα που ζουν για να αποσπώνται από τη σκόνη της συνήθους μουσειολογίας και τολμούν να σταθούν γυμνά στον έξω χώρο, χωρίς βιτρίνες και τζάμια, γυμνά από λεζάντες, με ωριμότητα, κλασικά και νεοτεριστικά στοχαστική, όπως και η καθαυτό ποίησή της. Με λεκτική και υλική αποτύπωση τέτοια, που αποπνέει την πληρότητα μίας πυκνής, σχεδόν στεγνής έκφρασης και ηχηρών σιωπών.

Η εμβάπτιση σε ένα δωρικό όσο και πολύπτυχο αυτοτελές και ομοιογενές σώμα στίχων απολήγει σε καταβύθιση στα υπόγεια της ανθρώπινης μορφής και βίωσης, δια μέσου του πρότυπου Αγάλματος, ως κατεξοχήν εικαστικού αντικειμένου, που μεταπλάθεται νοητικά και πολιτισμικά σε πολλαπλά σύμβολα διαχρονικής ταυτότητας, πάλης και μαρτυρίας, με αποτέλεσμα την αποκαθήλωσή του. Τα αγάλματα εντός μουσείου μετοικούν, μπορεί και να δραπετεύουν, εκεί όπου τα τεκμήρια αλαλούν, για να μιλήσει η ίδια η εικαστική και ποιητική τέχνη, μάλλον ψιθυρίζοντας, μη φωνάζοντας και ποτέ φωνασκώντας, με τον ρυθμό και την ένταση που τα ίδια ορίζουν, ενίοτε με τη σημαντική της απώλειας.

Η ποιήτρια, σύμμαχος της αισθητικής της συναισθηματικής ταύτισης, της κομψότητας και της προσφοράς, υφαίνει επιτυχώς έναν ιστό συμβόλων, με την ποίησή της να λειτουργεί, ταυτόχρονα, ως προσκήνιο και ως παρασκήνιο. Ανάμεσα στους μεστούς στίχους και τα ηθελημένα κενά σοφών λέξεων και καθαρών στίχων, σχηματοποιεί μία διακριτή όσο και διακριτική φιλοσοφία, που αποδέχεται τη φθορά ως προϋπόθεση ύπαρξης, με υλικά λες από αντιφατικό μάρμαρο: λευκά και σμιλεμένα μεν, με διάρκεια, κίνηση, ενέργεια και, οπωσδήποτε, ποτέ στατικά δε.

Η παρούσα λογοτεχνική στάση της Ελένης συνοψίζεται ενδελεχώς στη λογική της συντήρησης, όπως ζωντανεύει στους στίχους: «Είναι οι λέξεις σου σαν σκόνη αγαλμάτων τις σκουπίζω απαλά να μη θρυμματιστούν».

Καταληκτικά, η παρούσα λογοτεχνική στάση της ποιήτριας διέπεται από τη γυναικεία εμπειρία που μεταφέρει, θυμάται, γεννά, λειτουργεί, ως επίμονη κηπουρός, σε πλαίσιο καιρού που συχνά, με θετική πρόθεση, ναι, συναινεί!

Εκτιμώ ότι η Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου έχει κάθε δυνατότητα να συνεχίσει την παραγωγική πορεία της στους ανοιχτούς δρόμους της ποίησης. Να συνεχίσει να αφήνει, στα παράθυρα που έχει ξεφράξει, τα ποιητικά αποτυπώματά της, με τον υποδειγματικό τρόπο που το πράττει εξακολουθητικά και αδιαμαρτύρητα εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Για να χαιρόμαστε και να ενδιατρίβουμε σε αχνάρια της ποίησής της όπως είναι ένα ξεχωριστό τελευταίο της πολύσημο «Ποιητικό αποτύπωμα»: Οι λέξεις εμπεριέχουν μια περίεργη αμοιβή/ Την ώρα που θαρρείς πως τις κατέχεις/ σαν χαμαιλέοντες/ αλλάζουν το χρώμα της προσαρμογής/ Μένεις με την αμφιβολία της καλής χρήσης/ Συνεχίζεις, όμως,/ γιατί η συνέχεια/ είναι ο μόνος τρόπος να δικαιωθεί/ Κα αυτό που κάποτε υπήρξε/ Αδιάκοπος ο αγώνας/ Οπωσδήποτε φιλόδοξος/ Αλλιώς προς τι/ Το σκάλισμα. το φύτεμα, η λίπανση ερήμου/ Μα ο αγώνας ετυμολογικά/ εύκολος δεν είναι/ Ο καιρός σπανίως συναινεί// Έτσι που πρέπει ευλογημένα κάποιος να γεράσει/ για να φυτρώσει μες στους άλλους

Αν ήταν να διαφωνήσω σε κάτι, σε σχέση με το ελενικό αυτό αποτύπωμα, είναι ό,τι έχω ήδη αναφέρει παραπάνω και το επαναφέρω εδώ: O καιρός συχνά, με θετική πρόθεση, ναι, (ευτυχώς) συναινεί!

Δρ Ειρήνη Χατζηλουκά-Μαυρή

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου, Ξενάγηση Ποιήματα 2000-2025, Εισαγωγή, Επιλογή Ποιημάτων, Μετάφραση: Μαρία Καρακάουζι, Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα Ιούνιος 2025, σελ. 160 &

Αγάλματα εκτός μουσείου, Ποίηση, Εισαγωγικό κείμενο: Τζίνα Καλογήρου, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα Φεβρουάριος 2025, σελ. 48