Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνει
ή δια την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του1
Στον 23χρονο ντελιβερά Ιάσονα που σκοτώθηκε εν υπηρεσία έξω από την Βουλή κι όχι με δική του ευθύνη. [Οι υπουργοί προηγούνται, οι ντελιβεράδες έπονται]. Έδωσε ζωή δωρίζοντας την καρδιά του, το ήπαρ, τους πνεύμονες, τους νεφρούς, τους κερατοειδείς, ακόμα και το δέρμα του για τους εγκαυματίες ασθενείς. Ίσως η σημαντικότερη δράση για τα διακόσια χρόνια μας.
Στο δρόμο,/ έξω/ περπατάτε. /Κοντά στο χώμα και στον ουρανό./ Πάντα πηγαίνετε. Ποτέ μη σταματάτε.
Θόδωρος Ντόρρος2
«Στο δρόμο αρχίζουν όλα./ Ανάμεσα στους περπατητές» γράφει στο βιβλίο του Στου γλυτωμού το χάζι ο Θόδωρος Ντόρρος. Στη σελ. 4 εντός πλαισίου η ένδειξη: «το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται, απλά στέλνεται δωρεάν σ’ όποιον το ζητήσει.» Η άμεση δίχως διαμεσολάβηση σχέση: το πανάρχαιο αίτημα από την εποχή της Αθηναϊκής δημοκρατίας και του Γαλλικού Μάη. Άλλωστε η ποίηση και η ζωή [που σημαίνει δράση, όχι ως αντίδραση αλλά ως δημιουργία] βρίσκονται/φτιάχνονται πάντα στους δρόμους. Όπως και οι επαναστάσεις. Μόνο οι συνωμότες βαδίζουν στα σκοτεινά και οι συνομωσίες, οι υποκλοπές, οι παρακολουθήσεις εξυφαίνονται σε κλειστούς διαδρόμους. για να καταγράφουν διαρκώς και να κωδικοποιούν/ φακελώνουν κάθε πολίτη. Η συμβολή, [μαζί με τα ΜΑΤ, τα χημικά και το ξύλο, του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (σ.σ. οι διώκτες ήταν πάντοτε κυνικοί και προκλητικοί ακόμη και στη χρήση των όρων)] της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας στην επέτειο των διακοσίων χρόνων από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Κι ήρθε ο ενιαύσιος εγκλεισμός να επιβεβαιώσει το «ουδέν κακόν αμιγές καλού». διαφυλάττοντας τους πολίτες από τα θούρια, τα εμβατήρια, τις μεγαλοστομίες και το κιτς εορταστικό πλάνο της κυρίας Γιάννας που, αφού μεγαλούργησε ως πρωθιέρεια του Ολυμπισμού, στους «καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες» [που μας οδήγησαν στο σύγχρονο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»], κλήθηκε να διαπρέψει και ως Μπουμπουλίνα. Μια ακόμη φιέστα που χάριν του covid δεν θα μας οδηγήσει, μάλλον, σε νέα καταστροφή. [Για την ιστορία η Ελλάς γνώρισε έξι επίσημες οικονομικές κρίσεις: 1827, 1843, 1879, 1893, 1932 και η πρόσφατη 2008-2018 με τη χρεοκοπία του 2015]. Απλώς θα γελάσει το χειλάκι μας, των καραντινισμένων.
Η εθνική επέτειος συνέπεσε με σειρά ανατριχιαστικών καταγγελιών για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας από τους χώρους του αθλητισμού, θεάτρου, κινηματογράφου, προς το παρόν. Αν και το εύρος των καταγγελιών φαίνεται να υποχωρεί καθώς το μιντιακό σύστημα θέλει μεν πόνο αλλά σε εναλλασσόμενα πεδία. Ο κορωνοϊός μπορεί ακόμη να καλλιεργεί/τροφοδοτεί επαρκώς και ανεξόδως [για τους καναλάρχες] τον φόβο και τον τρόμο της κοινωνίας. Που παρότι «η πλήξη είναι αντι-επαναστατική», όπως θα έλεγαν και στον Μάη, πλήττεται και πλήττει στην προσπάθειά μας να επιβιώσουμε και όχι να ζήσουμε. [Ρήμα ενεργητικής φωνής που ’χει περάσει στ’ αζήτητα, μαζί με τις φωνές μας, την τελευταία 10ετία]. Άλλωστε περάσαν πια 200 χρόνια. Και τώρα πλέον οι επαναστάσεις σπανίζουν κι «οι επαναστάτες δεν υπάρχουν πια/ τους πάτησε το τρένο». Ευτυχώς ανακαλύφθηκε η διαδικτυακή τέχνη που ’ρχεται, πέρα από ποιότητα και ποσότητα, να καλύψει το κενό κατ’ οίκον [σαν τις αποκλειστικές]. Άλλωστε, για να θυμηθούμε πάλι τον Μάη [μέρες Μαγιού που διανύουμε], «η κουλτούρα είναι σαν τη μαρμελάδα, όσο λιγότερη έχεις τόσο πιο πολύ την απλώνεις».
«Θεμελιώδης αρχή που ο ιστορικός οφείλει να μην ξεχνά όταν ασχολείται με την ιστορία ενός λαού σε ορισμένη χρονική περίοδο», γράφει ο Νίκος Σβορώνος3 «είναι ότι το παιχνίδι των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στην “υλική βάση” και το “υπεροικοδόμημα” (ιδεολογία, πνευματικές δυνάμεις) έχει αρχίσει κάμποσους αιώνες πριν από την περίοδο με την οποία ασχολείται και ότι σ’ αυτό το διάστημα έχουν κρυσταλλωθεί καταστάσεις» που η θεωρία μεν παρουσιάζει υπάλληλες αλλά ασκούν ίση δύναμη επιρροής στην ιστορική εξέλιξη. Ενδεχομένως δηλαδή η αισθητική της κ. Αγγελοπούλου στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Μάνη να διαμορφώσει τα ενδυματολογικά trends στους εορτασμούς του 2121. Παρούσες, αναλλοίωτες, διακομματικές και διαχρονικές αξίες οι κ.κ. Γ. Αγγελοπούλου και Μ. Λαμπράκη-Πλάκα είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσουν ένα ισχυρό συνδετικό ιστό τού χθες και του σήμερα με την ψηφιακή Ελλάδα της επόμενης εκατονταετηρίδας.
Μια και το στοίχημα/η ουσία των εορτασμών για φέτος μοιάζει να χάνεται, κι όχι αναγκαστικά λόγω covid ας γυρίσουμε τουλάχιστον στη σταθερά του Σολωμού4 και στον ύμνο του για τις πραγματικές celebrities γυναίκες του Αγώνα: Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:/ Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω. [ ] Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες/ γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν/ μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,/ ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ· Ο ιστορικός του Νεότερου Ελληνισμού, γράφει πάλι ο Σβορώνος5 έχει να κάνει με έναν λαό που επί αιώνες βρέθηκε άλλοτε σε ρόλο ηγεμονικό κι άλλοτε υποταγμένος πολιτικά, πολιτισμικά, οικονομικά, μέσα σε γεωγραφικά όρια υπερεθνικών συγκροτημάτων, σκορπισμένος σε λιγότερο ή περισσότερο συμπαγείς ενότητες, έτσι ώστε είναι αδύνατον να καθοριστούν τα γεωγραφικά όρια της εθνικής του βάσης. Με διαμορφωμένη εντούτοις εθνική συνείδηση ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που εξαιτίας του αντιστασιακού χαρακτήρα του κινείται μεταξύ απλής προσαρμογής στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική διείσδυσης και ενεργό συμμετοχή στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς των κατακτητών που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21. Άλλωστε η παρουσία του ελληνικού λαού εκδηλώνεται με συνεχή κινήματα διαμαρτυρίας, έστω κι αν τα κινήματα αυτά δεν παίρνουν πάντα συγκεκριμένες πολιτικές μορφές. Άρα ελπίζουμε στο παρόν και στο μέλλον. Με άλλα λόγια: «Δε πα να μας χτυπάν με όλμους και κανόνια/ Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια/ Θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία/ Για μας, για μια ζωή πιο λεύτερη πιο νέα6».
Κι επειδή τα σπουδαιότερα γράφονταν σε πακέτα τσιγάρων ας μνημονεύσουμε επί τη επετείω Τάσο Λειβαδίτη: Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων/ Εμείς καθόμασταν τα βράδια Και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου …
“Μ”
***
- Ελληνική Νομαρχία
- Ο πελοποννησιακής καταγωγής, αμερικανός υπήκοος, Θεόδωρος Ντόρρος (1895) αλκοολικός, οικονομικά κατεστραμμένος μετά την οικονομική ύφεση στην Αμερική, αυτοκτόνησε με την αμερικανίδα σύζυγό του Σούζαν, σε χωριό νοτίως του Παρισιού, τον Οκτώβριο του 1954.
- σ. 208-212, Επιθεώρηση Τέχνης, αφιέρωμα «Η κληρονομιά του 1821», τχ. 3, 25.3.1955
- Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Από το Β’ και Γ’ Σχεδίασμα
- σ. 11, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας.
- Νικόλας Άσιμος