Αδυνατώ να προσδιορίσω την ώρα. Θα μπορούσε να είναι πρωί. Η υγρασία μοιάζει να πέφτει στη χλόη παρά να εξατμίζεται. Έχω ακουμπισμένο τον αριστερό αγκώνα μου στο χώμα και γέρνω προς τα πίσω, σχεδόν ξαπλώνω. Τα χρώματα που με περιβάλλουν είναι πλακάτ κι αυτά που βλέπω γύρω μου δεν είναι φύλλα και κλαδιά αλλά ένα συνονθύλευμα φύσης από μάζες και μπογιές. Είμαι ο Προφίλ Δανδής, ακίνητος εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό το αδιευκρίνιστο πρωινό που διαρκεί αιώνες, μονίμως τυπωμένο στο ίδιο σκουρόχρωμο τοπίο, βρίσκομαι καθισμένος για πρόγευμα στη χλόη ενός πάρκου με τον Τρουακάρ Δανδή και τη Γυμνή Κυρία. Κεράσια, σύκα και ψωμάκια μπριός έχουν χυθεί από το καλάθι μας. Ούτε ένα μυρμήγκι δεν τα πλησιάζει με σχετικό ενδιαφέρον. Νεκρή φύση. Επιχειρώ να προκαλέσω την προσοχή του Τρουακάρ Δανδή με ένα ανέκδοτο ή ένα σχόλιο για τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Εις μάτην! Ο Τρουακάρ κοιτάζει αλλού αφηρημένος, ίσως αλληθωρίζει. Με τα χρόνια συνήθισα ν’ αδιαφορώ για την αδιαφορία του και να συγκεντρώνομαι στο κόασμα του βάτραχου και στο τιτίβισμα του πουλιού που κρύβονται σ’ αυτό το μπέρδεμα της φύσης που μας κυκλώνει. Ούτε οι σκανδαλιστικές περιγραφές μου για την ημίγυμνη που ψάχνει κάτι στη λιμνούλα που κρέμεται επάνω μας δεν τον δελέασαν να με κοιτάξει για μια στιγμή. Μπροστά μου, αλλά χωρίς να τη βλέπω, κάθεται η Γυμνή Κυρία. Αφράτη κι άυλη ταυτόχρονα, σπρώχνει το ένα πόδι της που αναμοχλεύει κοντά στο δικό μου. Της επιστρέφω την αδιαφορία που έχω δανειστεί από τον Τρουακάρ. Φαίνεται κι αυτή να αδιαφορεί για την υγρασία, για το σκληρό χορτάρι και την αδιαφορία μας. Ήρθε γυμνή ή γδύθηκε εδώ; Μήπως ξεχάστηκε στο πάρκο μετά από τη βραδινή της εκπόρνευση; Και πώς παχαίνει τρώγοντας σύκα και μπριός; Το μόνο ενδιαφέρον μου προέρχεται από ένα κρυφό βλέμμα που αισθάνομαι αλλά δε συναντώ. Είναι περισσότερο μια αίσθηση που μπλέκει με την υγρασία και την ακαθόριστη φύση, όπως όταν κάποιος σε παρατηρεί από πίσω και το βλέμμα του ταξιδεύει σαν ηλεκτρισμός μικρού φορτίου στον αυχένα σου. Τα φύλλα είναι βαριά για να κινηθούν, η λιμνούλα κολλημένη σαν τσίχλα για να μετατραπεί σε βροχή και να μας βρέξει, το καπέλο μου στραβό κι εγώ αμετακίνητα ακίνητος για να το ισιώσω. Ρίχνω μια πλάγια κλεφτή ματιά στη Γυμνή Κυρία. Την κοιτάζω να κοιτάζει προς τα έξω και να παρατηρεί με ένα βλέμμα…
…προκλητικό που με παρατηρεί να την κοιτάζω. Δίπλα της κάθονται ράθυμα δύο δανδήδες αμπιγέ, σχεδόν ξαπλώνουν. Μάλλον προσπαθούν να κουβεντιάσουν κάτι. Μοιάζουν αδιάφοροι, ίσως αλλήθωροι. Στέκομαι ώρες ακίνητος και εξετάζω τη σκηνή. Ο χρόνος είναι απροσδιόριστος. Θα μπορούσε να είναι πρωί. Η γυμνή γυναίκα είναι τοποθετημένη σαν κολλάζ καμένης φωτογραφίας σε άναρχο τοπίο. Μια επιφάνεια λευκού καμβά με δίπλες λίπους να πετάγονται και τροφαντούς μηρούς χωρίς κόκκαλα και μυϊκό ιστό. Νομίζω πως αν ελέγξω την αθέατη πλευρά της θα εντοπίσω μια αντηρίδα να τη στηρίζει. Τα μάτια της όμως είναι πραγματικά κι εξουθενωτικά. Παρατηρούν απροσχημάτιστα έξω από έναν κόσμο που δεν οφείλει να είναι εύπλαστος. Το βλέμμα της είναι καρφωμένο στο δικό μου, με ακολουθεί στα λίγα βήματα που κάνω για να ξεμουδιάσω. Με προκαλεί, με προσκαλεί και με διαπερνά μαζί. Μοιάζει να έχει γδυθεί ειδικά για τη σκηνή αλλά και πάλι, δεν αναγνωρίζω προστυχιά ή ικεσία στο σώμα της. Μια γδυτή γυναίκα σε λευκό καμβά είναι εταίρα ή οσία; Είναι γυμνή ή ανένδυτη; Μήπως, παρόλα αυτά, κοιτάζει τα σύκα και τα μπριός που έχουν γλιστρήσει από το καλάθι; Πεινάει; Παρά τη γύμνια της στέκεται απογυμνωμένη από κάθε αμηχανία, σχεδόν εριστική. Αναρωτιέμαι μήπως εκπέμπει κάποια αλαζονεία ή ένα κωδικοποιημένο σήμα διάσωσης, μια απόγνωση για τα εκατόν πενήντα χρόνια γύμνιας και ακινησίας της. Το βλέμμα της διασχίζει το δικό μου σαν ελαφριά ηλεκτρική τάση και ανακλάται στους τοίχους του μουσείου. Επιστρέφει στον καμβά και από εκεί πίσω στο δικό μου βλέμμα.