Πασχάλης Κατσίκας * Τα κόκκινα πουλιά (ποίηση)

In Κριτική by mandragoras

 

 

Τα κόκκινα πουλιά αποτελούν την τέταρτη χρονολογικά ποιητική δουλειά του Πασχάλη Κατσίκα σηματοδοτώντας μια ιδιαίτερη στιγμή στην ποιητική του εξέλιξη. Πρόκειται για μια δουλειά, όπου ο ποιητής νιώθει πιο στέρεα τα βήματά του, αφού έχει πλέον κατακτήσει τους τρόπους και τα μέσα της ποιητικής του ιδιοπροσωπίας. Πρόκειται για μια συλλογή από σύντομα (ο Κατσίκας αγαπά τη μικρή φόρμα), πυκνά, απαιτητικά και υπαινικτικά ποιήματα που προ(σ)καλούν σε πολλαπλές αναγνώσεις. Η συλλογή, η όποια είναι αφιερωμένη στην αγαπημένη του ποιητή, Σοφία, διακρίνεται για τη σοφή και σαφή δόμησή της. Αποτελείται από τέσσερις ενότητες, οι οποίες ορίζονται αντίστοιχα από τέσσερα ποιήματα, των οποίων η στοίχιση γίνεται στο δεξί μέρος της σελίδας. Εδώ να σημειώσω και την χαρακτηριστική απουσία στίξης: εντόπισα μόλις 5 ερωτηματικά, 11 κόμματα και καμία τελεία!

Όπως συνήθως συμβαίνει στην ποίηση, στις πρώτες συλλογές (στην περίπτωση του Κατσίκα αυτό βρίσκει εφαρμογή κυρίως στα Τεταρτημόρια (2019) και στα Ρετάλια (2020]), κεντρική θέση έχει η εικόνα ως μέσο και ως θεματική σε μια προσπάθεια του δημιουργού να χτίσει, να συγκροτήσει το ποιητικό του σύμπαν. Στα κόκκινα πουλιά η εικόνα, δίχως να χάνει τον καταλυτικό της ρόλο, παραχωρεί το προσκήνιο στην αφήγηση. Τα ουσιαστικά και τα επίθετα υποχωρούν έναντι των ρημάτων και το ποιητικό υποκείμενο από παρατηρητής  μετατρέπεται πρωτίστως σε αφηγητή. Έτσι, ενώ προηγουμένως το ερέθισμα που συνήθως κινητοποιούσε τη γραφή προερχόταν από την παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου, τώρα η κίνηση είναι από μέσα προς τα έξω. Είναι αυτή ακριβώς η ψυχική κίνηση που σκηνοθετεί τον κόσμο, μεταβάλλοντας συχνά το αίσθημα σε αίσθηση. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «ΟΙ Θλιβεροι χειμώνες» (σελ. 15): «Δένουν με κάτι σύρματα τα χρόνια / εμπρός σ’ έναν καθρέφτη / με μαύρο μίνιο βάφουν τα μαλλιά / Όμως τα σύρματα σκουριάζουν / Μπαίνουν βαθιά στα μάγουλα / Δεν τριγυρνούν πια στο κρεβάτι τα φιλιά / Κι οι πεταλούδες που έσπρωχναν / τα σώματα στον έρωτα γίνονται νυχτερίδες / να σκεπάσουν το φεγγάρι».

Η μνήμη, ο έρωτας, ο θάνατος, το παραμύθι, η πτήση, η προσγείωση αποτελούν βασικές θεματικές της συλλογής. Ο ποιητής σε ήσυχους τόνους αλλά με γενναίες δόσεις ειρωνείας και χιούμορ διαγράφει τις λιγότερο ή περισσότερο φωτεινές και σκοτεινές τροχιές του στο ποιητικό του σύμπαν. Ενδεικτικό ως προς αυτό είναι το ιδιαίτερα αισθαντικό, γλυκό και πικρό συνάμα, τελείωμα του ποιήματος «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ» (σελ. 10): «Ας είμαι μόνο μια λακκούβα στο μαξιλάρι / το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια». Εδώ το ερωτικό αντικείμενο του ποιητή εισβάλλει στο ποίημα ως βλέμμα, ενώ το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο μεταβάλλεται σε ανάγκη, σε υποψία παρουσίας, όπως υποδηλώνεται από το ίχνος που αφήνει το βούλιαγμα του κεφαλιού στο μαξιλάρι. Πέρα από το παιχνίδι παρουσίας-απουσίας και την έμφαση στο βλέμμα ομολογώ πως ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα διαβάζοντας αυτό το δίστιχο, μια και ανακάλεσα στη μνήμη μου τον Ρωμαίο ποιητή Τίβουλλο, ο οποίος σε μια ελεγεία του κάνει μια παρόμοια αναφορά σε ερωτικά ίχνη στο κρεβάτι της αγαπημένης του (1.9.57 semper sint externa tuo uestigia lecto).

Όπως στις προηγούμενες συλλογές, έτσι και σε αυτήν, ο Κατσίκας επιφυλάσσει θερμή υποδοχή στον μύθο και το παραμύθι. Μορφές από την αρχαία ελληνική (όπως ο Σίσυφος) αλλά και την ετρουσκική μυθολογία (όπως η Βανθ) κρατούν παρέα στον κακό λύκο του παραμυθιού και τον Μικρό Πρίγκιπα, ενώ η τελευταία ενότητα της συλλογής σηματοδοτείται από το ποίημα με τίτλο «ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ» (σελ. 39), το οποίο αφιερώνει ο ποιητής στον γιο του (ενδεχομένως σε διακειμενικό διάλογο με το περίφημο ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη «Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια»). Παρ’ όλα αυτά,σε σχέση με την προγενέστερη χρήση της μυθολογίας από τον ποιητή που εστίαζε κυρίως στην επίκληση/χρήση μυθολογικών συμβόλων, τώρα έμφαση δίνεται στην παρηγορητική δύναμη του μύθου, στη μαγεία αλλά και την απαντοχή που προσφέρει το παραμύθι ως μέσο αντιμετώπισης της σκληρής πραγματικότητας. Το παραμύθι δεν είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να μιλήσει κανείς για τον κόσμο· είναι κι αυτό ένα ποίημα και ως ποίημα «απαιτεί» από εκείνον που το ακούει ή το διαβάζει να δείξει την απαιτούμενη πίστη στη μαγεία της κάθε δημιουργίας, της κάθε μυθοπλασίας. Κι όταν πάψει αυτή η πίστη, ο θάνατος (του δημιουργού) καραδοκεί, όπως διαβάζουμε στο τέλος του ποιήματος «ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ» (σελ. 41): «Μόλις αρχίσεις ν’ αμφισβητείς / της αλεπούς το παραμύθι / ας με δαγκώσει και το φίδι».

Ο θάνατος ρίχνει βαριά τη σκιά του στη συλλογή. Μάλιστα η τρίτη ενότητα της συλλογής, που ορίζεται από το ποίημα «ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ», επικεντρώνεται εξολοκλήρου σε αυτή τη θεματική. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ» (σελ. 33): «Δεν είναι τυχαίο που ζω πίσω από σταυρούς / Τις νύχτες με ξεκουφαίνουν φτερά αγγέλων / Μια μυρωδιά από λιβάνι τα καλοκαίρια φράζει / Αγγίζω καντήλια ηλεκτροφόρα / Μ’ άφωνο πένθος βιβλία συλλέγω / αμάραντα και χαρταετούς /όταν φοβούνται οι αράχνες / να λουφάζουν». Ο θάνατος σε αυτή την εκδοχή του δεν είναι αναιρετικός της ζωής. Κάθε άλλο. Αποτελεί μια άλλη διάσταση, μια άλλη κατάσταση, θα έλεγα καλύτερα, η οποία δε διαρρηγνύει, αλλά αντίθετα αποκαθιστά την επικοινωνία με τους αγαπημένους που έχουν φύγει από κοντά μας, όπως συμβαίνει στο ποίημα «ΡΑΝΤΕΒΟΥ» (σελ. 38), το οποίο είναι αφιερωμένο στον πατέρα του ποιητή.

            Η συλλογή ολοκληρώνεται με δύο πολύ σημαντικά ποιήματα ποιητικής, «ΤΑ ΑΔΙΗΓΗΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (σελ. 44) και «Η ΓΡΑΒΑΤΑ» (σελ. 45), όπου ο ποιητής με μπόλικη ειρωνεία, αποστασιοποίηση, μακάβριο χιούμορ αλλά και στοργή θίγει ζητήματα που σχετίζονται με τη φύση, το περιεχόμενο και τη λειτουργία της ποίησής του. Τα ποιήματα, όπως και οι ποιητές, είναι ζωντανά. Ωριμάζουν, πληγώνονται, περιθάλπονται, εργάζονται, γερνούν, στήνουν παγίδες, ξεγελούν, εξασφαλίζουν αθανασία αλλά μπορούν να προκαλέσουν και θάνατο, είναι αθώα μαζί και επικίνδυνα.

            Τα κόκκινα πουλιά του Πασχάλη Κατσίκα αποτελούν κατάθεση ώριμης ποίησης, που γνωρίζει καλά τα υλικά και τα μέσα της. Ο έρωτας, ο χρόνος, η επιθυμία, η φθορά, ο θάνατος, η παραμυθία της τέχνης αποτελούν ψηφίδες ενός ποιητικού συνόλου που ξέρει να ισορροπεί με μοναδικό τρόπο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, ανάμεσα στον μύθο και την απομάγευση, ανάμεσα στην επιθυμία και τη διάψευση. Τα κόκκινα πουλιά του Πασχάλη Κατσίκα ξέρουν πώς να αποφεύγουν τις ξόβεργες της καλλιτεχνικής ευκολίας, ανοίγοντας τα φτερά τους για πτήσεις σε μεγάλα ύψη, ακριβώς επειδή έχουν βαθειά επίγνωση της χοϊκής καταγωγής τους και της διασύνδεσή τους με τη γη της ποίησης.

Χάρης Μιχαλόπουλος

Πασχάλης Κατσίκας, Τα κόκκινα πουλιά (ποίηση), Αθήνα 2022, εκδ. Δρόμων, σελ. 48