Οι φρουροί της πόλης * Νίκος Χαρτοματσίδης

In Διήγημα, Λογοτεχνία, Πεζογραφία by mandragoras

 

  1. Η γειτονιά

Ο Λυκούργος, για τους φίλους Λυκ, έκλεισε πίσω του την πόρτα του διαμερίσματος με προσοχή. Ίσα που ακούστηκε το κλικ με το οποίο ασφάλισε. Φοβόταν μην διαταράξει την πρωινή σιγή του κλιμακοστασίου.. Βαριά και πλαδαρή σιγή εμπλουτισμένη με την ζελατίνη του παγιδευμένου αέρα της σκάλας. Θα την χαρακτήριζε ανθυγιεινή. Ακόμα και ο καλοκαιρινός καύσωνας αδυνατούσε να την ρευστοποιήσει. Ο Λυκ την φοβόταν αυτή την απλωμένη στο κλιμακοστάσιο σιγή. Όπως φοβάται κανείς το ξύπνημα ενός θεριού. Στα παραμύθια ο φόβος των συνεπειών αυτού του ξυπνήματος ήταν που εξασφάλιζε την υποταγή των πάντων. Στα παραμύθια όμως πάντα ερχόταν κάποιος γενναίος, νέα ή νέος, για να αποδείξουν πως το θεριό είναι τρωτό. Ο Λυκ κοίταξε τριγύρω λες και υπήρχε πιθανότητα στο ημίφως του κλιμακοστάσιου να δει τον γενναίο ήρωα του παραμυθιού. Με αυτές τις σκέψεις και με την υπόσχεση πως κάποια μέρα θα βρει το κουράγιο ο ίδιος να θρυμματίσει την σιγή ξεκίνησε το κατέβασμα του από τον πέμπτο όροφο επιστρατεύοντας τον πιο αθόρυβο βηματισμό του. Γνώριζε πως δεν θα ενοχλούσε κανέναν από τους ενοίκους της πολυκατοικίας. Όλοι απουσίαζαν. Αδειούχοι από τις φυλακές της πόλης. Ο Αύγουστος είχε μοιράσει ακριβοδίκαια τις άδειες των κατοίκων της και είχε βοηθήσει στην ερήμωση της. Λίγοι είχαν μείνει πίσω. «Οι διορισμένοι από το καλοκαίρι φρουροί της ηρεμίας των γειτονιών». Συνεπαρμένος από την μεγαλοστομία του ο Λυκ κατέβηκε τα τελευταία σκαλοπάτια συνεχίζοντας να προσέχει μην διαταράξει την πηχτή σιγή. Με ανακούφιση έφτασε στο ισόγειο. Ο ήλιος είχε σηκωθεί πάνω από το απέναντι χτίριο και με το φώς του μετέτρεπε την πληκτική είσοδο της πολυκατοικίας σε φωτισμένη ορχήστρα όπου παίζονταν τα δράματα και οι κωμωδίες της μικρής κοινωνίας των ενοίκων. Οι παραστάσεις της εισόδου αραίωναν τον αέρα και επέτρεπαν στους θορύβους να χοροπηδούν πάνω στους επενδυμένους με πλάκες μαρμαρίνης τοίχους. Στον πίνακα που αναρτούσαν τα κοινόχρηστά κάποιος (ο διαχειριστής απουσίαζε) είχε καρφιτσώσει το πρόγραμμά των παραστάσεων για τον μήνα Αύγουστο. Όλον τον μήνα παιζόταν η ίδια παράσταση: «Ο μονόλογος του Λυκ». Βαρετό έργο και σύντομο έργο διάρκειας λίγων μόνο λεπτών με μόνη ευχάριστη στιγμή του τα παρατεταμένα και εκτός κειμένου «ΑΑΑΑΑΑΑ» της φωνής του πρωταγωνιστή και μοναδικού θεατή του, του ίδιου τού Λυκ. Με το κρεμασμένο με σπάγκο στυλό στον πίνακα των κοινοχρήστων ο Λυκ με επιμέλεια διάγραψε από το πρόγραμμα την αποψινή παράσταση. Συγκρατήθηκε και δεν συμπλήρωσε «Λόγο εφημερίας». Την σημερινή εφημερία την έβλεπε σαν ρεπό, μια τριανταεξάωρη άδεια από τα ανεπίσημα καθήκοντα νυχτοφύλακα. Θα αναλάμβαναν οι άλλοι, οι φρουροί των διπλανών πολυκατοικιών. Με πιο κοντινούς την κυρία Νότα και τον κύριο Φώτη. Η ζέστη του καλοκαιριού είχε μετατρέψει το μπαλκόνι τους σε καθιστικό και η κίνηση στον δρόμο μπροστά τους είχε αντικαταστήσει την εικόνα της τηλεόρασης. Μόνο την εικόνα της, η συσκευή μέσα στο διαμέρισμα λειτουργούσε κανονικά. Ο ήχος της στην διαπασών –όχι σπάνια– υπερνικούσε τους θορύβους της πόλης. Η απουσία της πλειοψηφίας των κατοίκων είχε ελαττώσει την έντασή τους. Στην λεωφόρο, επιτέλους ανεμπόδιστα, ανηφόριζαν, με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν, οι μόνοι πραγματικά μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, τα ασθενοφόρα και τα περιπολικά. Η κυρία Νότα με την βεντάλια της, ωραία γιαπωνέζικη βεντάλια, προσπαθούσε να καταπολεμήσει τον καύσωνα. Έλεγε στον Λυκ πως δεν εμπιστεύεται τα κλιματιστικά. Αρκούσε η βεντάλια της. Μια βεντάλια δώρο από τον ανεψιό της που θαλασσοδερνόταν. Την αγόρασε από έναν πάγκο πλανόδιου στο λιμάνι της Οσάκα – ναι υπάρχουν και στην Ιαπωνία πάγκοι με πλανόδιους πωλητές. Εντυπωσιακή βεντάλια μεταξωτή, με ζωγραφισμένες –η κυρία Νότα δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ την λέξη «σταμπαρισμένες» για την βεντάλια της– όμορφες γιαπωνέζες με λουλουδάτα κιμονό και ομπρέλες. Την ανέμιζε με τόση ένταση που για μια στιγμή ο Λυκ είχε την εντύπωση πως οι όμορφες γιαπωνέζες εκτελούσαν τα τελετουργικά βήματα κάποιου ιερού χορού της Άπω Ανατολής που θα έφερνε στην πόλη την πολυπόθητη ανάσα δροσιάς. Δίπλα της ο έτερος των φρουρών, ο σύζυγός της ο κύριος Φώτης, παρακολουθούσε τον κόσμο πίσω από το ανοιχτό σεντόνι της αθλητικής εφημερίδας του. Ο Λυκ γνωρίζει καλά αυτό το βλέμμα μαθητευόμενου πράκτορα. Και ο κύριος Φώτης περιμένει με ανυπομονησία την έλευση του μελτεμιού. Ελπίζει πως με την δύναμη των επαναλαμβανόμενων ριπών του ο άνεμός θα καθαρίσει τις σελίδες της εφημερίδας του από τα ρεπορτάζ για τις ανύπαρκτες μεταγραφικές κινήσεις του ανύπαρκτου προέδρου και θα τις αντικαταστήσει με άλλες πιο θελκτικές όπως την έλευση του μεγάλου αργεντινού παιχταρά στην ομαδάρα. Την ομαδάρα που ξέπεσε στα χέρια αυτού του άχρηστου λεφτά που ξέρει από ποδόσφαιρό όσο και η καμήλα κάποιου σεΐχη, άσχετα ποιού. Ο Λυκ θαυμάζει την ικανότητα αυτών των δύο ανθρώπων να μοιράζονται μαζί του όλες αυτές τις πληροφορίες στους δίλεπτους πρωινούς και απογευματινούς διαλόγους τους. Πληροφορίες ειπωμένες σαν συμπλήρωμα του χαιρετισμού. Με αυτούς ήταν σίγουρος πως, όσο εφημέρευε, η πολυκατοικία θα παρέμενε ασφαλής από ξένες επιβολές, στα πλαίσια του δυνατού. Όχι αυτό το «ξένες επιβολές» δεν ταιριάζει στην περίσταση, πάει αλλού. Ο φόβος του καλοκαιριού ακούει στο όνομα κλέφτες. Αυτούς που με περίτεχνα ακροβατικά καταργούν αποτελεσματικά τα εμπόδια που έχουν στήσει οι ιδιοκτήτες και οι ένοικοι των κατοικιών. Ένας ατέρμονος διαγωνισμός εφευρετικότητας.

Προχωράει στον δρόμο και συναντάει και τους άλλους διορισμένους, παρά τη θέληση τους, φρουρούς. Όλοι θα ήθελαν να είναι αλλού. Βαδίζουν με το κεφάλι σκυφτό. Το βλέμμα τους με αφοσίωση ακολουθεί τους αρμούς των πλακών των πεζοδρομίων λες και είναι μέλη επιτροπής παραλαβής έργου διορισμένης από τον δήμο. Αν τους απευθύνει κάποιος τον λόγο, μπορεί να εισπράξει βρισιά, σπανίως κάποιος μπορεί να προθυμοποιηθεί και να απαντήσει. Τότε με παραπονιάρικη φωνή επαίτη θα απαριθμήσει μέρη μακρινά, μπορεί και τη Τζαμάικα.

Μόνος χαμογελαστός από τους φρουρούς της πόλης είναι ο νέος ιδιοκτήτης του μίνι μάρκετ. Ο Λυκ επηρεασμένος από τα εφηβικά του αναγνώσματα του έχει δώσει το όνομα Λι Τσονγκ. Τον προσφωνεί μάλιστα έτσι. Ο νέος ιδιοκτήτης χωρίς να σβήσει το χαμόγελο του τον διορθώνει μουρμουρίζοντας σεμνά «Αχμάτ». Στην συνείδηση του Αχμάτ δεν έχει εγκατασταθεί ακόμα η έννοια της καλοκαιρινής ραστώνης. Το πρόσωπό του φοράει ένα επαγγελματικό χαμόγελο κατάλληλο για κάθε εποχή του χρόνου. Εξυπηρετεί τους πάντες και δεν έχει συνειδητοποιήσει πως είναι ήδη κομμάτι της μικρής κοινωνίας που ο Λυκ ονομάζει «γειτονιά μου». Στην παρατήρηση της κυρίας Νότας για την ζέστη ο Αχμάτ δίνει πάντα την ίδια απάντηση πως στην πατρίδα του η ζέστη είναι πιο σκληρή. Η κυρία Νότα δείχνει να τον λυπάται και του προσφέρει μια ανάσα δροσιάς της Άπω Ανατολής ανεμίζοντας την γιαπωνέζικη βεντάλια της. Δεν θα περάσει πολύς καιρός και στο λεξιλόγιο του Αχμάτ θα εισχωρήσουν τα σωστά επίθετα που συνοδεύουν τις εποχές του χρόνου. Ένα από τα επίθετα θα τον δυσκολέψει στην κατανόηση του: το ήπιος – ήπια– ήπιο. Θα το λέει όμως επειδή το λένε και οι άλλοι. Τα βράδια ο Αχμάτ μόνος στο πίσω μέρος του μαγαζιού, που είναι και η κατοικία του, ξαπλωμένος στο ράντσο επαναλαμβάνει στην μητρική του γλώσσα τις λέξεις για τις εποχές. Διδάσκει στο παιδί του που θα γεννηθεί σε αυτή την πόλη τις λέξεις αυτές. Ο Λυκ έχει την απορία αν και στις στιγμές της νυχτερινής του μελαγχολίας ο Λι Τσονγκ-Αχμάτ έχει κολλημένο στο πρόσωπό του το χαμόγελο που κουβαλάει όλη την ημέρα. Μπορεί και να το ακουμπάει δίπλα του, στο πλαστικό σκαμπό που του χρησιμεύει και σαν κομοδίνο. Παράξενο θέαμα ικανό να αποτυπωθεί στην φράση, κατάλληλη και για τίτλο τραγουδιού ή μονόπρακτου, «Το χαμογελαστό πρόσωπό με τα σφαλισμένα μάτια».

Ο Λυκ έχει φτάσει στην στάση των αστικών συγκοινωνιών στην λεωφόρο, σηκώνει το βλέμμα και βλέπει να πλησιάζει το λεωφορείο της γραμμής που τον εξυπηρετεί. Παραξενεύεται που έρχεται στην ώρα του. Περιμένει υπομονετικά να ακούσει τον αναστεναγμό της πόρτας του για να κάνει το βήμα που θα τον μεταμορφώσει από φρουρό σε επιβάτη. Η μέρα του θα έχει και άλλες μεταμορφώσεις. Η πόρτα του λεωφορείου κλείνει μπροστά στο πρόσωπο του Λυκ. Ακολουθεί η μία στιγμή αναμονής πριν το όχημα να κινηθεί ξανά και αναπτύξει ταχύτητα προς την επόμενη στάση. Μαζί του αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση

κινούνται και όλα αυτά που αποτελούσαν μέχρι πριν από λίγο συστατικά του πρωινού του. Μόνο οι ζωγραφισμένες γκέισες της βεντάλιας της κυρίας Νότας ακολουθούν το λεωφορείο χορεύοντας για λίγες στιγμές ακόμα …

  1. Ξημέρωμα

(καταγραφές στο ανεπίσημο ημερολόγιο της εφημερίας)

5:17 πμ Αύγουστος. Ξημέρωμα. Η πίσω αυλή του Νοσοκομείου έχει ανοιχτό το μέτωπο προς το παλιό Σανατόριο. Δεν τα χωρίζει παρά μόνο η γκρίζα ζώνη του πευκοδάσους. Μπορεί αυτά τα λόγια να θυμίζουν σειρές από πολεμικό ρεπορτάζ, αλλά δεν είναι έτσι. Τα πράγματα είναι ειρηνικά, γκρίζα ειρηνικά και κουρασμένα από τον αργόσυρτό ρυθμό της εφημερίας. Για τον Λυκ τυπικά η βάρδια δεν έχει τελειώσει ακόμα. Η προσέλευση των ασθενών συνεχίζεται αν και έχει μειωθεί αισθητά. Καταφτάνουν είτε πανηγυρικά με τις σειρήνες των ασθενοφόρων στην διαπασών, είτε θλιμμένα και βουβά υποβασταζόμενοι από την συνοδεία των επιστρατευμένων συγγενών. Στο άγραφτο ημερολόγιο όλων των εφημεριών η καταγραφή θα ήταν λιτή. «Τυπική καλοκαιρινή ήσυχη εφημερία. Απουσιάζουν οι δραματικές καταστάσεις του χειμώνα της πανδημίας». Καλοκαίρι. Ο κόσμος απουσιάζει από την πόλη. Ο Λυκ εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να βγει έξω. «Πάω έξω για ένα τσιγάρο» λέει δυνατά, μα κανένας στο γραφείο των ιατρών δεν του δίνει σημασία. Υπάρχει ένα παγκάκι κάτω από τα παράθυρα των εργαστηρίων. Είναι το στέκι του. Εκεί υποδέχεται, την αυγή, όταν του το επιτρέπουν οι συνθήκες. Τις περισσότερες φορές στο νοσοκομείο η μέρα εμφανίζεται από το πουθενά. Ακάλεστη μπουκάρει μέσα από τα άπλυτα τζάμια των εξωτερικών ιατρείων. Εγκαθίσταται ανάμεσα σε ασθενείς και προσωπικό, ξαπλώνει στις εξεταστικές κλίνες φωτίζοντας με διαφορετικό φως τις υποχρεώσεις του Λυκ και των συναδέλφων του. Απλόχερα χαρίζει σε όλους τους παρευρισκόμενους ένα τσούξιμο κούρασης στα μάτια. Στο σημείο αυτό ο Λυκ νιώθει πως είναι υποχρεωτικό να πει ή να σκεφτεί κάποια εξυπνάδα από αυτές που ελαφρύνουν το κλίμα. δεν του βγαίνει όμως. Βαριέται. Βγάζει από την τσέπη της μπλούζας του το κινητό για να δει την ώρα.

5:34. Ο ουρανός στα ανατολικά πάνω από τις κορυφές των πεύκων αλλάζει χρώματα. Ξεκινάει από το γκρι-μπλε και προσθέτει συνέχεια πινελιές ρόδινες και στο χρώμα της ώχρας, τα σύννεφα απουσιάζουν και η απουσία τους στερεί από το ξημέρωμα τους δραματικούς τόνους. Τα πεύκα παραμένουν μαύρα. Μόνο αυτά που είναι φωτισμένα από τους φανοστάτες έχουν τα κότσια να καυχηθούν πως μπορούν να επιδεικνύουν τον ημερήσιο τους χρωματισμό. Ο Λυκ νιώθει και αυτός γκρίζος. Σκέτο. Χωρίς πινελιές άλλων χρωμάτων που να σπάνε την μονοτονία. Ακόμα και το πρόσωπο του είναι γκρίζο. Γνωρίζει πως στο φως της ημέρας θα γίνει χλωμό. Την κατάταξή του στο πλευρό των «χλομών προσώπων» ο ίδιος την θεωρεί εκδίκηση για κάτι που έχει κάνει στην παιδική του ηλικία. Το δάσος του Σανατόριου και οι κυλινδρικοί όγκοι του συστήματος παροχής οξυγόνου καταλαμβάνουν όλο του το οπτικό πεδίο. Κάποιο νυχτοπούλι, ο Λυκ θα ήθελε να είναι κουκουβάγια (αυτή του έχει μείνει στην μνήμη από τα σχολικά χρόνια), ρωτάει και ξαναρωτάει κάτι, μπορεί απλά να αναζητάει το ταίρι του. Δεν του αποκρίνεται κανείς, παρά μόνο το σύστημα παροχής οξυγόνου με ένα βουητό συνεχόμενο και απαλλαγμένο από νοήματα. Το πουλί σωπαίνει, το σύστημα παροχής οξυγόνου δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ταίρι του. Ο Λυκ που όλο το βράδυ απαντούσε σε ερωτήσεις βαριέται να μπει στην διαδικασία της κατανόησης της ουσίας της ερώτησης, την οποία θέτει το

πτηνό. Δεν είναι ώρα για παιχνίδι ερωτήσεων και απαντήσεων. Αυτή την στιγμή θα ήθελε και αυτός να ρωτήσει κάποια πράγματα, έχει ξεχάσει όμως σε ποιον θέλει να απευθύνει τις ερωτήσεις του, αλλά και το βασικότερο τι ήθελε να ρωτήσει. Το χέρι του κάνει μια κίνηση που σε ελεύθερη μετάφραση μπορεί να σημαίνει «ξέχνα τα». Υπάρχουν και άλλα ρήματα που θα μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα το νόημα της κίνησης του χεριού του, ο Λυκ όμως τα λογοκρίνει και επιβάλλει στο χέρι του αντίς να βωμολοχεί να ψάξει ψηλαφητά για το ακουμπισμένο στο παγκάκι δίπλα του κυπελλάκι με τον καφέ. Δεν το βρίσκει.

5:42 Στο κυλικείο του Νοσοκομείου – εφημερεύει και αυτό– επικρατεί οχλαγωγία, μιλούν όλοι μαζί. Προσπαθούν να συναγωνιστούν τον θόρυβο της μηχανής του καφέ και την ακατάπαυστη φλυαρία της τηλεόρασης. Η πλειοψηφία των θαμώνων (μπορεί κανείς να τους ονομάσει έτσι;) είναι συνοδοί των ασθενών. Έχουν αποχτήσει και αυτοί το γκρίζο χρώμα της εφημερίας. Στα πρόσωπά τους μπορεί να διακρίνει κανείς όλα τα επίπεδα προσμονής. Οι συζητήσεις τους για άσχετα θέματα αποτελούν το άτεχνο καμουφλάζ της αγωνίας τους. Με την πρώτη ξεχωρίζει κανείς τους συνοδούς που έχουν ξεμείνει από τις προηγούμενες εφημερίες. Αυτοί κάθονται στο περιθώριο. Η απουσία συναισθημάτων στα πρόσωπα τους είναι εμφανής. Στο πρόσωπό τους αναγνωρίζει κανείς μόνο την κούραση. Με τον δείκτη του χεριού τους καρφωμένο στην οθόνη του τηλεφώνου αναζητούν πληροφορίες και ελπίδα. Ο Λυκ αποφεύγει όσο μπορεί το κυλικείο, είναι ένας ακόμα τόπος ερωτήσεων. Δεν του αρέσει να δίνει μεσοβέζικες απαντήσεις που το ένστικτο των συνοδών θα τις έκρινε κενές περιεχομένου και θα πρόσθετε την φράση «κάτι μου κρύβει». Ο Λυκ δεν έχει όρεξη να κρύψει τίποτε, «η αλήθεια είναι πάντοτε επαναστατική» έλεγε ο Διευθυντής του που κάποια θητεία θα έχει κάνει σε επαναστατικά σχήματα για να αμολάει τέτοια ρητά, και ο Λυκ συμφωνούσε μαζί του. Δεν θα μπορούσε όμως να ξεφουρνίσει αλήθειες σε συνοδούς μέσα στην οχλαγωγία του κυλικείου. Όλα πρέπει να λέγονται με τον τρόπο τους την κατάλληλη ώρα και στον κατάλληλο τόπο. Τότε η αλήθεια γίνεται όντως επαναστατική ό,τι και να σημαίνει αυτό.

5:49. Ξανά στο παγκάκι πίσω από εργαστήρια. Ρίχνει κρυφή ματιά στο κινητό του και απογοητεύεται. Γυρίζει την πλάτη στο δάσος του σανατορίου. Κοιτάζει μέσα από τα παράθυρα τον αχανή χώρο των εργαστηρίων. Δείχνουν άδεια με τα αναμμένα φώτα των μηχανημάτων να του θυμίζουν μάτια που μάταια ψάχνουν κάτι ή κάποιον. Υπάρχουν και οι άνθρωποι των εργαστηρίων που σαν γκρίζα άυλα όντα υπερίπτανται ανάμεσα από μηχανήματα, πάγκους και ερμάρια·με τις κινήσεις τους καταφέρνουν να αλλάξουν την διάθεσή των αναλυτών, τόσο που οι οθόνες και τα φώτα τους αρχίζουν να εκπέμπουν σήματα γεμάτα νοήματα. Η σκέψη του Λυκ διασχίζει τον χώρο των εργαστηρίων παρακάμπτοντας όλα τα εμπόδια. Σχεδιάζει την τροχιά που πρέπει να ακολουθήσει ο ίδιος για να βρεθεί κάποια στιγμή, αργά το μεσημέρι, στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Θα είναι μια τροχιά που την ακολουθούν κουρασμένα, σχεδόν σερνόμενα, βήματα και άδειο από σκέψεις βλέμμα. Πάντα έτσι ολοκληρώνεται η διαδρομή αυτών των τριανταεξάωρων βαρδιών που επίσημα ονομάζονται εφημερία. Θα ήθελε το μεσημέρι να είχε την διάθεση να σκέφτεται κάτι όμορφο, ας πούμε ένα μπουκέτο λουλούδια. Αμφιβάλλει αν θα μπορεί… «Σίγουρα μπορείς» του λένε οι γκέισες από την βεντάλια της κυρίας Νότας που κάνουν μια χορευτική φιγούρα μπροστά στα μάτια της φαντασίας του και εξαφανίζονται.

5:52 Τα τζιτζίκια καλά καμουφλαρισμένα στους κορμούς των δέντρων, σαν να έλαβαν διαταγή, όλα μαζί αρχίζουν να ροκανίζουν το βουητό του συστήματος παροχής οξυγόνου. Κάποια από αυτά παρακούοντας εντολές ροκάνισαν το κεντρικό καλώδιο που συνδέει όλους τους φανοστάτες απότομα όλα τα αντικείμενα, δέντρα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα, παγκάκια βάφτηκαν σε αποχρώσεις του μπλε. Μόνο το κτήριο του νοσοκομείου, ειδικά οι πάνω όροφοι, μοιράζει απλόχερα αισιοδοξία ντυμένο στις ροζ αποχρώσεις ανατολής.

 

Νίκος Χαρτοματσίδης