«Από το καπνισμένο κατώφλι παρακολουθώ τις κινήσεις τους/, τη λιγνή λάμψη της μέσης που παίζει με τα στιβαρά μπράτσα,/ που υψώνουν το σφυρί, αργά τόσο αργά/ σίγουρα τόσο γρήγορα,/ δεν βιάζονται – άνθρωπος σφυρηλατεί τον τόπο του στον τόπο του».
(Γουόλτ Γουίτμαν, 1819-1892, Το τραγούδι τού εαυτού μου)
Στην Τσαρική Ρωσία Νικολάου A’, η ανάγνωση ενός κειμένου τού συγγραφέα Γκόγκολ απ’ το Ντοστογιέφσκι, ήταν «αιτία» για να στείλουν τον Ντοστογιέφσκι στα κάτεργα. Ο «φάκελος της κατηγορίας!», ήταν ότι είχε πάρει μέρος σε διαδηλώσεις!!! είχε γράψει άρθρα, και τα μοίραζε από μυστικά λιθογραφεία, και είχε σκοπό την πτώση της εξουσίας του Τσάρου…
Ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Ζολά με το «Κατηγορώ» (άρθρο καταρχάς, έργο στη συνέχεια), υποστήριξε τον Ντρέυφους –την αθώωσή του. Γι’ αυτό φυλακίστηκε. Ο Μαρξ, περιγράφει τους διανοούμενους και τη μοναχική τους πορεία, στην έρημο…
Ο «άγιος των γραμμάτων» Παπαδιαμάντης, αθόρυβος «γραφιάς» μοίραζε τη νηστεία του στους αχθοφόρους, στο Μοναστηράκι. Αλλά, όσο η διανόηση στηρίζεται στη «Βία» εξασκείται για το «κέρδος», τότε «φυλακίζεται» το έργο της. Σ’ αυτή την Ευρωπαϊκή Καπιταλιστική ομοιομορφία: πολιτιστική, ολιγαρχική, κοινωνική, καλούνται οι διανοούμενοι να είναι αντιστασιακοί «αναγνώστες» των γεγονότων, όχι «θεατές». Η «συναλλαγή» εκφυλίζει! Η διανόηση στοχεύει να δώσει στο σημερινό χάος στην αμηχανία μας, ένα νέο όραμα με ένα περιεχόμενο. Η «κληρωτή» διανόηση αφού «γυαλίζει» τα «παπούτσια» της εξουσίας στο τέλος «γυαλίζεται…». Ο «εθελοντής» διανοούμενος είναι «αγυάλιστος», αλλά είναι ελεύθερος. Ο αστικός διανοουμενισμός «ψωνίζεται» απ’ τους εργοδότες του και ακολουθεί τους «κανόνες» τού “Life style”. Ο Μπρεχτ προς τη διανόηση αναφέρει: «Χρειάζεται πολλά τον κόσμο, για να αλλάξεις: οργή, επιμονή, γνώση, αγανάκτηση, ψυχρή επιμονή, ατέλειωτη καρτερία. Η πραγματικότητα, μας μαθαίνει, πώς την πραγματικότητα, να αλλάξουμε». («Η απόφαση»).
Ο Αντώνης Σαμαράκης, τούς καλεί: «Να γίνουν “άμμος” στα γρανάζια τού συστήματος! Τώρα, κάποιοι “θρηνολογούν”»! Ο Ποιητής Νίκος Καρούζος, σ’ ένα σύντριμμά του, λέει: «Όποιος θρηνολογεί είναι άξιος απελπισίας. Δεν είναι όλβιος εαρινής». Για την ανοιξιάτικη διεύρυνση τού «Αντισταθείτε» παλεύει ο διανοούμενος: για να είναι ουδενός ανώτερος και ουδενός κατώτερος! Με θάρρος προσδιορίζει τα βάσανά μας. Διαλεκτική είναι αυτή που δίδει ονόματα στα βάσανά μας. Ο διανοούμενος ο Νίκος Μπελογιάννης πάλευε μέσα απ’ τις ιδέες του: «Για να φτιάξουμε έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων» (απ’ την απολογία του). Η αλήθεια αποτελεί πρόκριμα εκδήλωσης, λόγου, έργου, αντίσταση «ακοστολόγητη». Διαφορετικά τότε «Σύρουν, εμένα δύο άλογα/, τ’ αράπικο το πάθος/ και τ’ αφρογάλανο όνειρο/. Μπορεί και στο γκρεμό!» (Κ. Παλαμάς). Σκοπός της διανόησης είναι να φτιάχνει «Ιστορίες» και δρώμενα, τοποθετώντας τον «αρουραίο λίθο», σαν θεμέλιο στο πολιτικό, κοινωνικό οικοδόμημα υπέρ των αδυνάτων. Σε μία Ελλάδα, που μοιάζει σαν τους «Βάτραχους» γύρω από ένα καπιταλιστικό τέλμα, να γίνεται δύναμη ανατροπής. «Ας μη το κρύβουμε/ Διψάμε για ουρανό!» (Μίλτος Σαχτούρης). Τώρα, που «η δυστυχία απ’ έξω γδέρνει τις πόρτες μας», όπως έλεγε ο αείμνηστος ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, οι διανοούμενοι ας έχουν υπόψιν τους το ποίημα τού Τσε Τσιγκ, απ’ το βιβλίο τού Λάο Τσε (Κινέζος δάσκαλος, 6ος π.Χ.) για το τι δεν πρέπει να κάνουν· για να μην απομακρύνονται απ’ τη σοφία, για να είναι αρκούντως χρήσιμοι: «Αν στηρίζεσαι στις μύτες των ποδιών, δε μένεις/ όρθιος για πολλή ώρα·/ αν κάνεις βήματα υπερβολικά μεγάλα, δεν περπατάς καλά·/ αν επιδεικνύεσαι, δε σε βλέπουν καλά·/ αν δικαιολογείς τον εαυτό σου, δε γίνεσαι σεβαστός·/ αν αυτοεπαινείσαι, δε γίνεσαι πιστευτός·/ αν υπερηφανεύεσαι πολύ, δε θα φτάσεις να υπερέχεις./ Όλες αυτές οι συμπεριφορές είναι αποστήματα και όγκοι,/ πράγματα δυσάρεστα, που τα αποφεύγει ο ενάρετος».
Σήμερα τα μείζονα κείμενα του αιώνα προετοιμάζονται για την εξόντωση της αυτονομίας τους προϊόν της μοιχείας τους με την ιδιωτική οικονομία, η παγκόσμια διανόηση βρίσκεται σε σκληρή δοκιμασία, γιατί κυριαρχεί η εικόνα και η εικονική πραγματικότητα. Η θεωρία των δημοσίων σχέσεων καλλιεργεί τη νωθρότητα και τον ωχαδερφισμό. Καθήκον της διανόησης είναι να κρατάει άσβεστη τη συνείδηση και το κριτικό πνεύμα.
Τώρα όπου ο καπιταλισμός με τους πολέμους μιλάει με φρικιαστικούς όρους και ο μεσιανισμός καλπάζει εξοντώνοντας κάθε ηθική και τον άνθρωπο, οι διανοούμενοι ας κοιτάξουν να βρουν το νούμερο του ποδηλάτου «σαν τον κλέφτη των ποδηλάτων», τη ματιά και το συναίσθημα. Το «Αντισταθείτε» του αείμνηστου ποιητή και φίλου μου Μιχάλη Κατσαρού ακούγεται ως παρακαταθήκη. Είναι η διαρκής προτροπή για τη μη απώλεια της εν εγρηγόρσει καταστάσεως του ανθρώπου. Στην ιδιοτροπία των γεγονότων και την πονηρία της καθημερινότητας η γλώσσα τού διανοούμενου πρέπει να έχει ρεφλέξ και καλά αμορτισέρ, παλμό και ήρεμη επαναστατικότητα. Μέσα από τον μύθο, έρχεται αυτούσια από το λόγο τού λαού, η δόνηση της καθημερινότητας, η Ιστορία: «…Χιλιάδες χέρια ξεπετάνε τους καρπούς στα πέλαγα / χέρια ψαράδων /και μούτσοι/ και χτίστες – αδερφοί – / και να φωνάζουν «δεν πεθάναμε» / και να φωνάζουν “προχωρείται”» (Μιχάλης Κατσαρός, «Το Μεσολόγγι να σωθεί», Μεσολόγγι). Ο διανοούμενος ομιλεί, κάποτε σαρκαστικός άλλοτε με παραβολές και αινίγματα.
«Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς καλύτερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει». Τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη («Τελευταίος σταθμός»), ας έχουμε υπόψιν μας σαν διαλεκτικό εργαλείο, ανάλυσης και συμπεριφοράς μας. Διανοούμενος είναι αυτός που σέβεται τον εαυτό του και τον συνάνθρωπό του.
Η χειρότερη μορφή της διανόησης είναι όταν αυτή έχει, το σύνδρομο της διαρκούς παρουσίας άνευ όρων. Και ακόμη πιο βέβηλο είναι όταν αυτή δημιουργεί κατεστημένη μικρή ολιγαρχία. Αγνοώντας για τους άλλους που τρέχουν κι αυτοί για κάτι καλύτερο, αρνούνται τότε να δώσουν ένα ποτήρι «νερό» στους συνοδοιπόρους τους. «Ο καθείς και τα όπλα του» έλεγε ο Ποιητής Ελύτης… Το πιο χυδαίο των ανθρώπων της διανόησης είναι να χρησιμοποιούν τη λειτουργία τους για ανέλιξη και μεταγραφή στο σύστημα εξουσίας. Έχοντας προπονηθεί αρκετά εκτός αυτής μπορούν να είναι απαραίτητοι, ως μπαλαντέρ… και τζόκερ στην τράπουλα της εξουσίας. Έτσι ταυτίζονται με τους μηχανισμούς εξουσίας και είναι αγνώριστοι για το παρελθόν τους. Έτσι εξαργυρώνουν με «επιταγές όψεως» τις θέσεις. Μισούν το παρελθόν τους όχι από κριτική σκέψη, αλλά γιατί έχασαν τη ζωή τους έξω απ’ το σύστημα… τόσα χρόνια –δίχως αμοιβή! Άλλοι πάλι για να μπουν σ’ ένα σύστημα αναγνώρισης δίνουν τα διαπιστευτήρια με δουλικότητα. Ακόμη μπορούν και να φιλήσουν και τα πόδια των δυνατών… όπως έλεγε ο αείμνηστος ποιητής και στιχουργός Μάνος Ελευθερίου σε κάποιο τελευταίο ποίημά του… τραγούδι.
Η γλώσσα όταν δεν χρησιμοποιείται σωστά, τότε γίνεται μηχανισμός παραχάραξης της συνείδησής μας και πεδίο ασυνεννοησίας. Οι λέξεις αυτοί οι μικροί φθόγγοι που κυοφορούνται και επεξεργάζονται στο μυαλό ενός διανοούμενου, πολλές φορές δεν έχουν επιστροφή όταν πρόκειται για ψέμα ή συκοφαντία. Δεν υπάρχει εύκολη και ακαριαία αναίρεση, όταν πρόκειται για τον κάθε άλλο άνθρωπο. Η ελευθερία της έκφρασης δημοσίως, προϋποθέτει σίγουρα ευθύνη για τις συνέπειες της διαχείρισης. Η επανόρθωση μαζί με τη συγγνώμην είναι το μόνο όπλο για την αστοχία. Η επανόρθωση είναι απαραίτητη όσο κι αν είναι επώδυνη. Αδάπανες αναιρέσεις τύπου undo, όπως γίνεται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στο λόγο δεν υπάρχουν…
Τέλος πάντων, τα πιο γαληνεμένα λόγια είναι αυτά που φέρνουν τη μπόρα –το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό σε κάθε στιγμή πρέπει να ξέρουμε πότε να μιλάμε, πότε να σιωπάμε, πότε να πολεμάμε, και πότε να ειρηνεύουμε, όπως αναφέρει και ο εκκλησιαστής. Έτσι, ο λόγος είναι ελκυστικός και οι πράξεις μας γίνονται αποτελεσματικές. Να αντισταθούμε στην επικοινωνιακή καταιγίδα με στόχο τη λήθη.
«Δεν είναι το μυαλό που έχει την περισσότερη σημασία, αλλά αυτό που το καθοδηγεί- ο χαρακτήρας, η καρδιά, οι γενναιόδωρες ιδιότητες, οι προοδευτικές ιδέες» (Ντοστογιέφσκι).
Φυσικά κανένας δεν μπορεί να διεκδικήσει το προνόμιο τού αλάθητου (μόνο ο Πάπας τού Βατικανού). Το να επιχειρούμε να κατευνάσουμε έναν εχθρό είναι τόσο βλακώδες, όσο και από το να καταδιώκουμε έναν φίλο ο οποίος επιδιώκει και σκέπτεται με έναν άλλο λόγο και δρόμο, τον ίδιο με εμάς σκοπό. Είναι καλύτερη μια καταστρεπτική αλήθεια (λυτρωτική), παρά από ένα χρήσιμο και κατασκευασμένο ψέμα. Αλλά πάντοτε ένα σύστημα εξουσίας καταδιώκει τους εκλεκτούς… «Είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς…» έλεγε ο Ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος.
Ο Μαρξ έγραψε κάποτε για την «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας». Με λίγα λόγια πώς η σιωπή είναι συνενοχή. Η αποστασιοποίηση από τα δρώμενα είναι ίδια με τη συγκατάνευση ή με παρότρυνση. Αυτή μας πηγαίνει στο βυθό. Οδηγεί τους διανοούμενους στο περιθώριο. Κυριαρχούν: Το «Αντισταθείτε ως και σε μένα που σας ιστορώ…» του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού και η ρήση του Έvγκελς ότι το να «ομολογεί κανείς τα λάθη του είναι ηρωισμός…» (απ’ την αλληλογραφία του με τον Μαρξ). Αλλά, τι είναι ο ένας διανοούμενος για τον άλλον; «Τι είσαι για μένα; Ισόβιος φίλος; Δεν μου είναι αρκετό. Συνοδοιπόρος; Αυτό είναι λίγο. Αγαπητός; Είναι ελάχιστο. Μια μόνο λέξη μπορώ να βρω για σένα. Σ’ αυτή περικλείεται ό,τι ωραίο, ό,τι ευγενές, ό,τι ανθρώπινο. Εννοώ τη λέξη “σύντροφος”».
* ο Παναγιώτης Καραβασίλης είναι συγγραφέας και αναλυτής συστημάτων Πληροφορικής
** στη φωτογραφία O Walt Whitman με το φίλο του Peter Doyle το 1865