Ο κήπος των ψυχών του Βασίλη Τσιαμπούση * Κριτική

In Κριτική by mandragoras

 

Γνώρισα τον Βασίλη Τσιαμπούση από τη Γαλάζια Αγελάδα και τα Πούρα γεμιστά, και από αυτά κατέληξα σε κάποια συμπεράσματα – σωστά ή λάθος, δεν είμαι σίγουρος, καθώς δεν έχω συνολική εικόνα της δουλειάς του. Καταρχάς, τα βιβλία του είναι πιο ευρηματικά απ’ τους τίτλους τους. Έχει έφεση στην αφήγηση και όχι στην επίδειξη. Και η μικρή φόρμα τού ταιριάζει περισσότερο από τη μεγάλη. Έτσι, ήμουν περίεργος να δω πώς θα διαχειριζόταν ένα έργο που, όσον αφορά στην έκταση, βρίσκεται μεταξύ του μυθιστορήματος και του διηγήματος. Ακόμη, τυχαίνει να γνωρίζω τον τόπο και τον χρόνο του κειμένου του από τις εξιστορήσεις των γονιών μου, που κατάγονται από κοντινά χωριά και βίωσαν και οι δύο τη βουλγαρική κατοχή. Έτσι είχα έναν ακόμη λόγο να θέλω να διαβάσω τον Κήπο των ψυχών.

Η νουβέλα ξεκινάει με τον ήρωα να συστήνει την οικογένειά του και τους φίλους του, που διαδραματίζουν μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο. Αν και η φιλία αυτή είναι κομβική για την ιστορία, ως επιλογή εισαγωγής ξενίζει λίγο. Ειδικότερα, η αναλυτική περιγραφή του σπιτιού και της γειτονιάς του ήρωα, αν και έχει σαφή λόγο ύπαρξης ως χωρικό κέντρο του δράματος, μου φάνηκε πως αντιτίθεται στις συμπυκνωμένες και ουσιώδεις περιγραφές που κυριαρχούν στο υπόλοιπο έργο. Η αίσθηση αυτή, πάντως, υποχωρεί νωρίς. Η αφήγηση ρέει, ενώ ο συγγραφέας δεν δυσκολεύεται να παρενθέτει εικόνες από το παρελθόν αλλά και το μέλλον του βασικού νήματος, είτε ως ενέσεις πληροφορίας είτε ως φορτισμένες σκηνές. Οι μεταβάσεις παραμένουν ομαλές και εξυπηρετούν την ιστορία, συμπληρώνοντάς την.

Η πλοκή ακολουθεί τον ήρωα, που καταλήγει να ζει στο ίδιο του το σπίτι ως υπηρέτης ενός Βούλγαρου λοχαγού και της γυναίκας του, συνθήκη που μπορεί να φαντάζει εξωφρενική τώρα, ωστόσο ήταν αρκετά συνηθισμένη εκείνη την εποχή – χαρακτηριστικά αναφέρω ότι και οι δυο γονείς μου έζησαν υπό παρόμοιες συνθήκες σε διαφορετικά χωριά. Τα κομβικά περιστατικά που καθορίζουν την πορεία του ήρωα πιθανόν να ξεγελάσουν τον αναγνώστη, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι ο συγγραφέας οδεύει σε μονοπάτια ερωτικού μυθιστορήματος. Ωστόσο, καθώς το νήμα ξετυλίγεται, η εντύπωση αυτή διαλύεται.

Από την άλλη, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε συνδυασμό με τις εύστοχες ιστορικές λεπτομέρειες του τρόπου ζωής εκείνων των ανθρώπων, αλλά και ο ρεαλισμός στις περιγραφές, χαρίζουν μια αίσθηση μαρτυρίας στο βιβλίο. Ο αναγνώστης μεταφέρεται στη Δράμα και ενηλικιώνεται μαζί με τον ήρωα, βιώνοντας τις δυσκολίες, τα σκαμπανεβάσματα και τις ωμότητες που του επιφυλάσσει η ζωή υπό τον βουλγαρικό ζυγό. Είμαι σίγουρος ότι αρκετοί αναγνώστες, που θα ανακαλύψουν τον συγγραφέα από αυτό το βιβλίο, θα ελέγξουν το βιογραφικό του για να μάθουν αν έχει γεννηθεί πριν τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, το ενδιαφέρον για την εξέλιξη, που παραμένει σε υψηλά επίπεδα, δεν αφήνει ίχνος αμφισβήτησης: ο Κήπος των ψυχών δεν είναι μαρτυρία αλλά λογοτεχνία. Τα κεφάλαια είναι μικρά, ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται, έτσι ώστε η νουβέλα να δίνει την αίσθηση ότι έχει το βάρος μυθιστορήματος.

Τελικά όμως το στοιχείο που κλέβει την παράσταση δεν είναι ούτε η πλοκή, ούτε η ατμόσφαιρα, ούτε η φυσική κλίση του Τσιαμπούση στην αφήγηση. Αυτό που προσωπικά με κέρδισε στον Κήπο των ψυχών είναι η διεισδυτικότητα και συνάμα η τρυφερότητα της οπτικής του. Παρά τη σκληρή εποχή, το έντονο, διάχυτο μίσος αλλά και τον κομματικό φανατισμό, ο συγγραφέας αποδίδει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Κανένας χαρακτήρας δεν είναι μόνο άσπρος ή μόνο μαύρος –ούτε τέλειος, ούτε απόλυτα κακός– ανεξάρτητα σε ποια πλευρά ανήκει. Μύθοι και κλισέ γκρεμίζονται, όπως, για παράδειγμα, όταν ο ήρωας αρχίζει να πουλάει κουλούρια και ανακαλύπτει ότι αρκετοί Έλληνες έχουν ακόμη χρήματα. Εκεί δε που το κείμενο λάμπει είναι η αφοπλιστική ειλικρίνεια και η πειστικότητα στην απόδοση των αντικρουόμενων συναισθημάτων του πρωταγωνιστή απέναντι σε Έλληνες και Βούλγαρους, και ειδικά στις κρίσιμες, ερωτικές στιγμές. Ο ήρωας αλλάζει διαθέσεις, μπερδεύεται, κάνει λάθη, παρασύρεται, αναθεωρεί. Στις πράξεις του η μικρότητα και η γενναιότητα συνυπάρχουν, συχνά αξεδιάλυτες.

Τελικά, ο Κήπος των ψυχών είναι μια πολύ όμορφη ιστορία. Αναφέρεται σε μια εποχή που, για κάποιον λόγο, συναντάται σπάνια στην ελληνική λογοτεχνία. Η διεισδυτικότητα του Τσιαμπούση τής δίνει το βάρος που απαιτείται για να μείνει στον νου του αναγνώστη.

Αντώνης Πάσχος