Μονάχο στέκει το κουφάρι μου, κοιτάζει τις φλόγες στη σιγαλιά της νύχτας – αθόρυβα ξεγλιστράς πάλι, ψυχή μου, και κλέβεις τη λαλιά από αυτά τα χείλη, τα διψασμένα, που κάποτε δρόσιζες με τις σταφυλές σου ρόγες. Η παγερή σου άμμος θροΐζει μέσα στο μυαλό μου, και μια αθώα, πρόσκαιρη ματιά στην άλλη πλευρά, μέσα από ένα ασημένιο δάκρυ ανακαλύπτει ξανά τον κόσμο.
Το αόρατο νήμα που μας συνδέει, ηλεκτροφόρο και γυμνό, σπιθίζει με μνήμες μιας παλιάς ιστορίας που κάνει κύκλους, και οι χαρές που έρχονται –αγάλια– ήδη καίγονται μέσα στις φλόγες της νοσταλγίας. Μέσα στο θαμπό καλειδοσκόπιο του νου, άνεμοι σελασφόροι σκορπάνε την άμμο σου, κι ένας αρχέγονος χορός ξυπνάει τις θάλασσες – άδικα πέφτει το δάκρυ μου, ζεστό πάνω στο κορμί σου.
Η μελαγχολία μιας ατέλειας που μάταια ελπίζει στο σκοτάδι, σαν κάποια νέα διψασμένη αίσθηση αναμοχλεύει τα στήθια μου, και σαν υπόσχεση μακρινή με παρασέρνει στο άγνωστο. Η στιλπνή σου άμμος –άλικος καταρράκτης– αναστατώνει το κρεβάτι μου, τα μακριά σου μαλλιά κυματίζουνε, και μέσα στα βουρκωμένα μου μάτια, μαύρα πουλιά βουτάνε και χάνονται.
Τα ουράνια ξεχύνονται, ράθυμα, στάλα-στάλα – τίποτα δεν μπορεί να με ξεδιψάσει. Κι ενώ εσύ σκορπάς στα πέλαγα, η αγρύπνια, απέραντο γλαυκό μαρτύριο, σκάβει βαθιά το μέτωπό μου, για να ξεθάψει τα φαντάσματα του παρελθόντος. Κατάρα είναι η άμμος σου, κόκκινο το φιλί σου, ψυχή μου τρελή, ξάστερη και φευγαλέα ανάμνηση από έναν παράδεισο που χάθηκε νωρίς.
(Άνοιξη, 2018)