Ποίηση
Μαρίκα Συμεωνίδου | Πλάνη 18ΞΕΡΕΙΣ ΣΤΗ ΒΑΛΤΙΜΟΡΗ ΕΧΕΙ ΠΟΝΤΙΚΙΑ
Ανοίγω το βιβλίο που είχα στην Κούβα
διαβάζω λίγο και καθώς χτυπά το τηλέφωνο
το σηκώνω για να το κλείσω
μία κάρτα κι ένα μήνυμα από το ξενοδοχείο πέφτει στο πλακάκι
«Το κορίτσι σας δεν θα έρθει στην παραλία,
θα σας βρει στο δωμάτιο αργότερα» έγραφε
Χαμογελώ…
Τελικά αν ήξερα να παίζω πιάνο
θα είχα γδάρει το δάχτυλό μου
που παίζει συνέχεια τη νότα Μι
Τι καλά που γίνομαι ξανά μικρή καταλήγει το ποίημα της Μαρίκας Συμεωνίδου
«Σταυρός στο Λονδίνο». (Στην ποιήτρια ο σταυρός ως σύμβολο πίστης ή «σύμβολο ανεξαρτησίας και αδικίας»(;): «χωρίς να σκεφτώ του έδωσα/ Το σταυρό μου» (σ. 21), αλλά και ανάταση/ανάσταση ζωής. Διαβάζουμε από την ενότητα των χαϊκού «ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω» το ποίημα: Κενή διαθήκη/ κρατάω την αγάπη/ στην παρένθεση. Ίσως και σταυρός αποκαθήλωσης:Προσπάθησα να βρω την αλήθεια/ μέσα στο παραμύθι./ Γεύτηκα την ιστορία και το βράδυ κοιμήθηκα με το φιλί του./ Το πρωί η άμαξα είχε γίνει κολοκύθα./ Κι ο φύλακας άγγελος μου/ «Ανθρωποφάγος».
«Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος» σημειώνει κάπου ο συγγραφέας της «Αξιοσέβαστης Πόρνης» υπαρξιστής φιλόσοφος Ζ.Π. Σαρτρ του οποίου το έργο ανέβηκε στο Παρίσι με λογοκριμένη τη λέξη «πόρνη». Διόλου τυχαία σύμπτωση που ο μυθιστοριογράφος Φλωμπέρ –η Συμεωνίδου αναφέρεται στον σύγχρονό του ποιητή Μπωντλαίρ– υπήρξε ο αγαπημένος του συγγραφέας στη δεκαετία του ’60, εποχές που ο Σαρτρ μελετούσε συστηματικά γάλλους του 19ου αιώνα. Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας είναι η βασική θεωρία του υπαρξισμού που πιστεύω πως ταιριάζει στην Μαρίκα Συμεωνίδου, καθώς πρώτα υπάρχει μέσω της ποίησης που καταθέτει (εδραιώνοντας την πεποίθηση για μια ελεύθερη εκφραστική φόρτιση) κι ύστερα προσεγγίζει σταδιακά τις επί μέρους κατακτήσεις/επιρροές της. Απόλυτα αφομοιωμένες και απόλυτα ενταγμένες στο ποιητικό της σώμα: «Παρωδείς την ποήση./ Υποτάξου εσύ τότε!» (σ. 8)
Κάθε σκέψη δηλαδή είναι μια λογική εικόνα των γεγονότων όπως εξελίσσονται στο ποίημα αφήγημα/εικόνα με το συναίσθημα να κανοναρχεί σάμπως να σμιλεύει το υλικό δίνοντάς του την τελική μορφή: «Ποιητές στη φαντασία/ γιατί οι άνθρωποι δε μου λένε αυτά που δεν ξέρω/ ή ξέρω;» (σ. 11)
Διαβάζοντας τους στίχους σε συνέχεια έρχονται στο νου μου ακριβώς με ποιητικό υπόστρωμα διάλογοι του Σαρτρ (σ.σ η Λίζι και ο Φρεντ συνομιλούν: Είσαι ωραίος σαν άστρο. Φίλησε με κούκλε μου. Φίλησε με. Δε θες να με φιλήσεις;) να συνδιαλέγονται με ποιήματα της «Πλάνης 18»: «Αν μ’ αγαπούσες θ’ αγαπούσες ότι αγαπάω. […] “κάνε μου έρωτα μέχρι να πεθάνω”» (σ. 12) «Και τις νύχτες/ Ν’ αναρωτιέσαι “αγαπάς” ποια ή πια;» (σ. 13)
Ξέρεις τι λέει ο Wittgenstein/ βλέπω πράξεις/ ξέρεις τι λέω εγώ που εκτιμώ τον Wittgenstein/ αλλά αγαπάω εσένα, μας λέει στο ποίημα Wittgenstein εναντίονWallaceStevens. Το ιδεώδες του πραγματικού, η ύπαρξή μας καθαρή σαν ένα διάφανο γυαλί απαλλαγμένη από τις αλλοιώσεις των αισθημάτων και τις παραμορφώσεις μιας καθημερινότητας, δεν απλώς κάποιες από τις σκέψεις του Βιτγκενστάιν αλλά τα χαρακτηριστικά της ποιητικής της Συμεωνίδου. Κι όπως ο Σαρτρ μιλούσε για τη νομοτελειακή ελευθερία του ανθρώπου έτσι κι ο έτερος, αυστριακός τη φορά αυτή φιλόσοφος, βιάζεται να συμπληρώσει: «Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν». Αλήθεια, σκεφτόμουν, κάποιες από τις ρήσεις του Βιτγκενστάιν Κάθε σκέψη είναι μία λογική εικόνα των γεγονότων, Η σκέψη είναι μια πρόταση με νόημα, Για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς θα πρέπει να σωπαίνει, δεν θα μπορούσαν κάλλιστα να ήταν στίχοι σε ποιήματα της Συμεωνίδου; Ή ας πούμε «Ο τελευταίος μονόλογος του εσωτερικού εραστή» του αμερικανού Γουάλας Στήβενς δεν θα εντασσόταν θαυμάσια ως τίτλος ποιήματος στη νέα ποιητική συλλογή;
Μια παρουσίαση φιλοδοξεί απλώς να δώσει κάποιο έναυσμα στον αναγνώστη, να ξεχωρίσει ή να επισημάνει, ακόμα και να παραλείψει κάποιες αστοχίες εμμένοντας σε όσα αξίζει να μνημονευθούν. Στην δική μου περίπτωση το έργο ήταν ιδιαίτερα εύκολο καθώς το υλικό της Συμεωνίδου ήταν ισότιμα ακριβοδίκαια μοιρασμένο, τακτοποιημένο, μεστό νοημάτων/ουσίας, πλήρες αναφορών που λειτουργούν ουσιαστικά μέσα στο βιβλίο και παράγουν ποίηση πρωτογενή αυθύπαρκτη και κατ’ οικονομίαν δοσμένη. Παράλληλα όμως αποκαλύπτουν το διανοητικό οπλοστάσιο της ποιήτριας, επεξηγούν τα διαβάσματά της, αιτιολογούν τις ώριμες επιλογές και δίνουν έναυσμα στον αναγνώστη να συνεχίσει.
Κρίμα που στη σημερινή εποχή η ποίηση δεν διαβάζεται ευρύτατα. Θα’ χαν πολλοί να ωφεληθούν πολλά.
«Μ»
Μανδραγόρας, 2014
39 σελ.
ISBN 978-960-9476-87-4
Share this Post