Μετάφραση: Αναστασία Παρασκευουλάκου
Η Ευσπλαχνία
Το πλοίο που πήγε τη μητέρα μου στο Έλις Άϊλαντ
ογδόντα τρία χρόνια πριν λεγόταν «Η Ευσπλαχνία».
Θυμάται που δοκίμασε να φάει μία μπανάνα
χωρίς πρώτα να την ξεφλουδίσει και αντίκρισε το πρώτο της πορτοκάλι
στα χέρια ενός νεαρού Σκωτσέζου, ενός ναυτικού
που της πρόσφερε να το δοκιμάσει, της σκούπισε το στόμα
με μία κόκκινη μπαντάνα και της δίδαξε τη λέξη,
“πορτοκάλι”, λέγοντάς την υπομονετικά ξανά και ξανά.
Ήταν ένα μακρύ φθινοπωρινό ταξίδι, οι μέρες σκοτείνιαζαν
με τα μαβιά νερά να ηρεμούν καθώς έπεφτε η νύχτα·
ύστερα, τίποτε, όσο εκείνη κοιτούσε ανεμπόδιστα μακριά,
ακολουθώντας με το βλέμμα τα πέρατα της δημιουργίας.
Προσευχήθηκε στα Ρωσικά και στα Γίντις
να βρει την οικογένειά της στη Νέα Υόρκη,
ανήκουστες προσευχές ή παρεξηγημένες ή ίσως αγνοημένες
απ’ όλες τις δυνάμεις που σάρωναν τα κύματα του σκότους
προτού εκείνη ξυπνήσει, πράγμα που κράτησε το πλοίο στη θάλασσα
καθώς η ευλογιά έπληττε τους επιβάτες
και το πλήρωμα· μέχρι κι οι νεκροί θάβονταν στη θάλασσα
με παράξενες προσευχές σε γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει.
Διάβασα για το πλοίο «Η Ευσπλαχνία» στις κιτρινισμένες σελίδες ενός βιβλίου
που βρήκα σε μία αίθουσα της βιβλιοθήκης χωρίς παράθυρα
στην 42η οδό, ότι κρατήθηκε τριανταμία ημέρες
σε καραντίνα μακριά απ’ την ακτή πριν γίνει η αποβίβαση.
Η ιστορία τελειώνει εκεί. Άλλα πλοία έφτασαν
όπως το “Τάνκρεντ” απ’ τη Γλασκόβη, “Ο Ποσειδώνας”,
καταχωρημένο ως Δανέζικο, το “Ουμπέρτο IV”,
μία λίστα με ατέλειωτες σελίδες, ο Νοέμβριος
υποδέχτηκε το χειμώνα και η θάλασσα μαινόταν σ’ αυτή την ξένη ακτή.
Ιταλοί ανθρακωρύχοι απ’ το Πιεμόντε έσκαβαν
κάτω από πόλεις στη δυτική Πενσυλβανία
μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψουν τον ίδιο εφιάλτη
που άφησαν στην πατρίδα. Ένα εννιάχρονο κορίτσι ταξιδεύει
όλη νύχτα με το τρένο με μία βαλίτσα κι ένα πορτοκάλι.
Έτσι έμαθε πως η ευσπλαχνία είναι κάτι που μπορείς να τρως
επανειλημμένα, καθώς ο χυμός κυλάει
στο πηγούνι σου, μπορείς να τον σκουπίσεις
με την ανάστροφη της παλάμης, χωρίς ποτέ να μπορείς να χορτάσεις.
Το βράδυ γύρισε την πλάτη στη φωνή της
Περιμένει ένα χτύπημα στην πόρτα της
ή ένα γράμμα από κάποιον που δεν έχει γνωρίσει ποτέ;
Η βροχή και η νύχτα πέφτουν μαζί σαν ένα
όπως ήξερε ότι θα συμβεί. Σαράντα χρόνια πριν,
ένα γκρίζο ξενοδοχείο απέναντι απ’ το σταθμό.
Η αδερφή μου καθισμένη στην ξύλινη καρέκλα,
χέρια σταυρωμένα στην ποδιά, κοιτάζοντας κάτω,
χωρίς πλέον ν’ αναζητάει μία φωνή, δική σου ή δική μου,
φερμένη με τους νοτισμένους αέρηδες στα χρόνια της φτώχειας.
Αύριο, θα είναι 1956.
Οι σκιές δεν το γνωρίζουν,
ούτε ο γυμνός λαμπτήρας που ταλαντεύεται από πάνω,
ούτε τα φουσκωμένα νερά του ποταμού που πήρε τ’ όνομά του
απ’ τ’ άνθη της πορτοκαλιάς και της λάσπης, ούτε το φεγγάρι
που δεν του τραγουδάει κανείς. Εσύ και ‘γω, καθισμένοι
δίπλα-δίπλα, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο των αναμνήσεων,
το ξέρουμε τώρα. Σέρνεις τον δείκτη προς τα κάτω
στην καταγεμισμένη σελίδα και βρίσκεις τ’ όνομά της, ανορθόγραφο,
αλλά εδώ, τα τρία περίεργα, ξενικά ονόματα,
η μοναδική της ζωή στριμωγμένη στα χαλαρά γράμματα,
δεν φανερώνουν κάτι για τα χλωμά και δυνατά χέρια της,
τα μαύρα νύχια σπασμένα απ’ τη δουλειά ή πως η φωνή της
αιωρούνταν σαν καπνός σ’ εκείνο το άδειο δωμάτιο,
πως καλούσε και μας ξανακαλούσε δίχως λόγια.
Καπνός
Μπορείς να φανταστείς την ατμόσφαιρα γεμάτη καπνό;
Έτσι ήταν. Η πόλη εξαφανιζόταν πριν το μεσημέρι
ή και νωρίτερα; Δεν είμαι σίγουρος επειδή
το φως ερχόταν απ’ το πουθενά και πήγαινε στο πουθενά.
Αυτό συνέβαινε πριν χρόνια, προτού γεννηθείς, προτού οι γονείς σου
συναντηθούν σ’ ένα σταθμό λεωφορείων στο κέντρο της πόλης.
Εκείνη ερχόταν τις Παρασκευές μετά τη δουλειά
απ’ το Τολέδο και κείνος φορούσε το μοναδικό του κοστούμι.
Τότε, το λέγαμε ‘ένα ραντεβού’, μερικές φορές
‘ραντεβού στα τυφλά’, παρότι αλληλογραφούσαν
εβδομάδες πριν. Το τι πραγματικά έγινε έχει χαθεί.
Αποτελεί μέρος της μυθολογίας μιας οικογένειας,
οι ιστορίες που λένε τα παιδιά στο τραπέζι την ώρα του βραδινού.
Όχι, δεν είναι νεκροί, απλά αντιμετωπίζονται μ’ αυτόν τον τρόπο,
σαν αντικείμενα στραμμένα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
για να πιάσουν το φως, το φως που ξεχείλιζε απ’ τον καπνό.
Να πάω πίσω στην αρχή, επιμένεις. Γιατί γεμίζει
η ατμόσφαιρα καπνό; Είναι απλό. Είχαμε δουλειά.
Η δουλειά εξαρτιόταν απ’ τη φωτιά, χωρίς φωτιά
δεν μπορούσες ν’ ανασάνεις ή να κρατηθείς στη ζωή.
Βγήκαμε στον πρωινό αέρα ο Μπέρνι, ο Στας,
ο Ουίλιαμς και ‘γω, ήταν τέλη Μαρτίου, ένας νέος πόλεμος
ξεκινούσε στην Ασία ή πιο κοντά στην πατρίδα,
με σκοπό να μας σκοτώσει, αλλά για μια στιγμή,
δεν κουνιόταν φύλο στις γκρίζες λεύκες και οι φτελιές
ξεδίπλωναν τα κλαδιά τους. Για πρώτη φορά κατάλαβα
γιατί το φεγγάρι ανέτειλε κι έδυε, γιατί
εκείνη την μέρα δεν ήταν εκεί να χαιρετίσει και τους τέσσερις μας.
Πριν έρθει το λεωφορείο ένα μικρό μαύρο πουλί, στάθηκε
στο πεζοδρόμιο, ατρόμητο ή πληγωμένο, στρέφοντας το ράμφος του
προς τα πάνω σα ν’ αμφισβητούσε την ημέρα. “Ένα μωρό κοράκι”,
είπε κάποιος. Ο πατέρας σου γονάτισε στο βρεγμένο τσιμέντο,
το κουτί με το μεσημεριανό στο ένα γόνατο και έμεινε να κοιτάζει
ήσυχα για πολλή ώρα. «Ένα μαυροπούλι μακριά απ’ το σπίτι», είπε.
Ένας από τους τέσσερις μίλησε για τρυφερότητα,
μία λέξη που δεν είχα συνηθίσει, οπότε δεν ήμουν εγώ.
Το λεωφορείο πρέπει να έφτασε. Δεν βρίσκομαι εκεί σήμερα.
Τα παράθυρα λερωμένα. Ταλαντευόμασταν
στις σιδηροδρομικές γραμμές, απέναντι απ’ τη λεωφόρο Γουντγουάρντ,
με κατεύθυνση δυτικά, όπως κι ο ήλιος, κρυμμένοι στον καπνό.
(Από τη συλλογή Η Ευσπλαχνία, εκδ. Alfred A. Nopf, 1999)
***
Συνέντευξη
Έντουαρντ Χιρς: Ποιος είναι οι απόηχος της λέξης, «Ευσπλαχνία», στον τίτλο του νέου σας βιβλίου;
Φίλιπ Λεβίν: Η «Ευσπλαχνία» ήταν τ’ όνομα του πλοίου που έφερε τη μητέρα μου όταν ήταν κορίτσι απ’ την Ευρώπη στις ΗΠΑ. Όπως λέω στο ποίημα, «Η Ευσπλαχνία» είναι κάτι που εκείνη δεν μπόρεσε ποτέ εισπράξει αρκετά. Νομίζω ότι αυτό αντανακλά την αίσθηση που έχω για τον κόσμο, αν και δεν είμαι σίγουρος γιατί. Έχω λάβει ευσπλαχνία απ’ αυτούς που αγαπώ και, σχεδόν καθόλου, απ’ αυτούς που λανθασμένα νόμιζα πως με αγαπούσαν. Στο ποίημα μου, «Χάρτ Κρέιν – Γκαρσία Λόρκα», από τη συλλογή, Η Απλή Αλήθεια, αναφέρομαι σ’ έναν ανελέητο Θεό που φόρτισε τον ομιλητή –ξεκάθαρα ο εαυτός μου– μ’ αυτές τις φρικτές εικόνες, όπως του νεαρού γιου μου να πέφτει απ’ την οροφή στην οποία εργαζόταν και εικόνες του νεκρού πατέρα μου. Φοβάμαι ότι ζούμε στο έλεος μιας δύναμης, ίσως ενός άσπλαχνου Θεού. Κι όμως εισπράττουμε ευσπαλχνία από άλλους.
Χιρς: Η λέξη τρυφερότητα εμφανίζεται στο πρώτο ποίημα, «Καπνός». Πώς προκύπτει η αίσθηση τρυφερότητας στα ποιήματά σας;
Λεβίν: Σε αυτό το ποίημα παραθέτω τα ονόματα χαρακτήρων το πρωί μετά από μια νυχτερινή βάρδια όπως: Μπέρνι, Στας, Γουίλιαμς και το δικό μου. Ένας από εμάς –όχι εγώ– χρησιμοποίησε τη λέξη τρυφερότητα. Ξέρω ποιος ήταν, θυμάμαι τη στιγμή σ’ ένα μπαρ στο Ντιτρόιτ πριν από σαράντα επτά χρόνια. Ο Μπέρνι Στρέμπεκ και ’γω παρακολουθούσαμε αυτόν τον ωραίο, δεύτερης κατηγορίας, τραγουδιστή τζαζ και ο Μπέρνι, ο οποίος επηρέαζε την ψυχή μου, άρχισε να μιλάει για τρυφερότητα και πόσο, πάνω απ’ όλα, ήταν αυτό που επιθυμούσε. Δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσε. Οι σκέψεις μου ήταν μεγάλες προς μία άλλη κατεύθυνση. Ο Μπέρνι ήταν ένας απίστευτα έξυπνος τύπος, πολύ ευγενικός και ευαίσθητος γι’ αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο στον οποίο δεν παρέμεινε για πολύ. Η μητέρα του ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας απ’ τους ήρωες μου. Ο πατέρας είχε εγκαταλείψει την τετραμελή οικογένεια και τους υποστήριξε, δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια στο Ford Rouge. Συν τοις άλλοις, η μητέρα του στήριξε απόλυτα την επιθυμία του Μπέρνι να γίνει ποιητής. Εμφανίζεται σε δύο ποιήματα στο νέο βιβλίο. Χρόνια αργότερα, άκουσα τον Γκάλγουεϊ Κίννελ να σχολιάζει πόσο εκτίμησε μία ποίηση τρυφερότητας και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω ένα δείγμα στο δικό μου έργο, στο οποίο τότε κυριαρχούσε η οργή προς τον Αμερικανικό ρατσισμό και τον Ιμπεριαλισμό. Στο βιβλίο, «1933», διακρίνονται οι πρώτες μου προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.
Χιρς: Αναρωτιέμαι αν θα λέγατε κάτι για τους τρεις τελευταίους στίχους του «Ανακαλύπτοντας την Αμερική», (Reinventing America). Φαίνεται πως αποτελούν περιγραφή του Ντιτρόιτ της παιδικής σας ηλικίας. «…Ήταν απλώς ζωή του χωριού,/ ακριβώς αυτό που άφησαν οι γονείς μας στην Ευρώπη/ φερμένο στην Αμερική με καθαρή πίστη».
Λεβίν: Σχολιάζω τα αρχικά ανενεργά, φυλετικά και εθνοτικά μίση, αλλά, στη συνέχεια, ξέσπασαν σε βία. Έχω ένα προαίσθημα ότι τα δοκίμια του ποιητή Ουίλιαμς με τίτλο In Τhe American Grain, εμπνεύστηκαν απ’ αυτή την κοινωνική διάσταση. Η Ευρώπη δεν είχε ιδέα τι ήταν το Ντιτρόιτ –αν και σήμερα πρέπει να ξέρει– αλλά δεν υποτάχθηκε στον νέο κόσμο με τον τρόπο που ήλπιζε ο Ουίλιαμς. Ζούσαμε με τα παλιά φαρμάκια. Μία πράξη ή πιθανότατα μία φημολογούμενη πράξη, άναβε φωτιά. Αν ήσουν ο δεκατετράχρονος Φιλ Λεβίν, με ύψος 1,25 και 55 κιλά, ήταν ένας εφιάλτης. Το Ντιτρόιτ ήταν η πιο αντισημιτική πόλη δυτικά του Μονάχου, και όλοι αυτοί που μισούσαν τους Εβραίους –κατά τη φαντασία μου– με κυνηγούσαν, και πράγματι, πολλοί απ’ αυτούς το έκαναν. Παρ’ όλα αυτά, το παιδί στο ποίημα μαθαίνει να επιδέχεται όλη την τρέλα, να ζει στο μάτι του τυφώνα και να επιβιώνει. Γι’ αυτό λοιπόν, ο τίτλος δεν είναι ειρωνικός.
Χιρς: Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι αυτό το βιβλίο το διατρέχει μια αίσθηση ορφάνιας;
Λεβίν: Κατά περίεργο τρόπο, ναι, θα συμφωνήσω. Δεν εννοώ ότι προσωπικά ένιωσα πως ήμουν ορφανός. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν πέντε αλλά μεγάλωσα σε μια δυνατή οικογένεια. Η μητέρα μου εργάστηκε με πλήρες ωράριο, οπότε ήμουν σε μεγάλο βαθμό χωρίς έλεγχο, ελεύθερος να περιπλανηθώ στους δρόμους του Ντιτρόιτ από μικρή ηλικία και να εξερευνήσω τα επερχόμενα ποιήματα, ένας μικρός Ουόλτ Ουίτμαν, ανάμεσα σε ισχυρούς, απαίδευτους ανθρώπους. Έχω την αίσθηση ότι πολλοί Αμερικανοί, ειδικά, εκείνοι σαν εμένα με Ευρωπαίους ή μη γονείς, αισθάνονται ότι πρέπει να εφεύρουν τις οικογένειές τους όπως πρέπει να εφεύρουν και τον εαυτό τους.
Χιρς: Οι Αμερικανοί ποιητές μερικές φορές έχουν επικριθεί για το ότι γράφουν με τις οικογένειές τους. Υπάρχει εγκυρότητα σ’ αυτή την κριτική;
Λεβίν: Αμερικανοί ποιητές έχουν επικριθεί για οτιδήποτε μπορείτε να σκεφτείτε. Για το ότι είναι πολύ Άγγλοι, πρόσφατα, επειδή δεν είναι αρκετά Άγγλοι. Για ελεύθερο στίχο, για έμμετρο στίχο. Επειδή είναι αινιγματικοί. Επειδή εικάζουν ότι οι λέξεις έχουν νόημα. Επειδή χρησιμοποιούν τη φαντασία τους για να εφεύρουν μία Αμερική πιο ενδιαφέρουσα απ’ αυτήν που έχουν. Έχουν επικριθεί επειδή γράφουν για τις ερωτικές τους ζωές ή επειδή δεν γράφουν για αυτές. Επειδή ο καθένας μας έχει οικογένεια ή δεν έχει οικογένεια. Όσοι έχουν, μπορεί φυσικά να στραφούν σ’ αυτήν την εμπειρία και να προσπαθήσουν να την μετατρέψουν σε ποίηση. Κοίτα τι έκανε ο Ουίλιαμς με τις ηλικιωμένες γυναίκες στην οικογένειά του, ξεκινώντας από την Έμιλι Ντίκινσον Γουέλκομ. Δεν θα θέλαμε να έχουμε αυτά τα ποιήματα; Το κριτήριο είναι η ποιότητα της εργασίας. Τελεία και παύλα.
Χιρς: Οι ποιητές Βαγιέχο και Λόρκα παρουσιάζονται στο νέο σας βιβλίο. Τι σημαίνουν για εσάς;
Λεβίν: Δεν μπορώ να βρω λέξεις για να εκφράσω την επιρροή τους. Στη συλλογή, Το Ψωμί του Χρόνου, περιέγραψα πώς το έργο, Ποιητής στη Νέα Υόρκη, με οδήγησε στα πρώτα μου αξιοπρεπή ποιήματα οργής εναντίον του Ντιτρόιτ και της General Motors για τους οποίους δούλευα. Σύντομα, έμαθα να μην μιμούμαι τον Λόρκα. Το να μιμείσαι είναι εύκολο και φαίνεται. Το ’94, τον ξαναδιάβασα για να γράψω ένα δοκίμιο, και την ημέρα που ξαναδιάβασα τη συλλογή, Ποιητής στη Νέα Υόρκη, δεν μπορούσα να σταματήσω να μιλάω και να σκέφτομαι όπως ο Λόρκα. «Η πείνα είναι ένα αγόρι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με καφέ παπούτσια που σε κόβουν…». Έβλεπα τον κόσμο μέσα από τις εικόνες του.
Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά το μουσείο Prado το 1966. Πέρασα περισσότερο από μία ώρα με τους μαύρους πίνακες του Γκόγια, και όταν έφυγα απ’ το μουσείο, μπήκα στη Μαδρίτη του Γκόγια. Όπου κι αν κοίταζα, έβλεπα τα τιμωρημένα σώματα, τα σκισμένα στόματα, τα μάτια να ξεχειλίζουν από φόβο ή οργή.
Στα τριάντα μου, γνώρισα το ποιητικό έργο του Βαγιέχο με τις μεταφράσεις των Τζιμ Ράιτ, Τόμας Μέρτον, Λίλιαν Λόουενφελς, Ναν Μπράιμερ, Τσαρλς Γκεντέρ –οι οποίες εξακολουθούν να είναι οι καλύτερες που έχουμε. Αργότερα, έμαθα ισπανικά και αγωνίστηκα με τα πρωτότυπα που είναι πολύ δύσκολα. Στη συνέχεια, πολλοί φίλοι, ο μελετητής Χοσέ Ελγκοριάγκα και ο μεξικανός ποιητής Ερνέστο Τρέζο, με βοήθησαν υπομονετικά, και έτσι, αναδείχτηκε το μεγαλείο τους. Εάν τα έργα του Βαγιέχο ήταν διαθέσιμα σε εξαιρετικές μεταφράσεις, θα ήταν τόσο διάσημος εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και ο Νερούντα.
Κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν τον Βαγιέχο και να μην φαίνεται η απάτη. Είναι πολύ ιδιαίτερος. Κέρδισα ένα πράγμα απ’ αυτόν. Στο υπέροχο ποίημά του για τον Πέτρο Ρόχας (Pedro Rojas) δίνει στον εργάτη, που δουλεύει σε σιδηροδρομικό σταθμό, ένα μικρό ασημένιο κουτάλι για να φάει το γεύμα του στη δουλειά. Είναι απλώς μία τέλεια μικροσκοπική εικόνα για τον άνθρωπο. Στο ποίημα μου για τον Π. Λ., τον στρατιώτη που πέθανε στην Ισπανία, του δίνω ένα μικρό μαχαίρι που το φοράει ανά πάσα στιγμή. Ίσως μία μέρα κάποιος να βρει το άτομο που θα πάρει το πιρούνι.
Χιρς: Πόσο θεωρείς τον εαυτό σου ποιητή της εργασίας; Νομίζω ότι υπάρχει μια βαθύτερη δέσμευση να σώσουμε από τη λήθη αυτό που θεωρείται συνηθισμένη, καθημερινή ζωή.
Λεβίν: Στα είκοσι μου, πριν μάθω πώς να γράφω ποιήματα σχετικά με την εργασία, σκέφτηκα τον εαυτό μου ως το άτομο που θα αιχμαλωτίσει αυτόν τον κόσμο. Πάντα θα υπάρχουν εργαζόμενοι στα ποιήματά μου γιατί μεγάλωσα μαζί τους και είμαι ποιητής της μνήμης. Υπήρχε πάντα μουσική στην ποίηση των Τζίμι Μέριλ και Μπιλ Μάθιους. Κάποτε σκέφτηκα τον εαυτό μου ως ποιητή που θα έσωζε το καθημερινό απ’ τη λήθη. Νομίζω ότι η ποίηση δεν θα σώσει τίποτα από τη λήθη αλλά συνεχίζω να γράφω για το καθημερινό γιατί για μένα αποτελεί το μοναδικό σπίτι του εξαιρετικού.
Χιρς: Τα πρώτα χρόνια εργασίας σας στο Ντιτρόιτ φαίνονται ανεξάντλητα. Αισθάνεστε ποτέ ότι έχετε εξαντλήσει αυτό το κεφάλαιο;
Λεβίν: Πιθανώς όχι τόσο συχνά όσο άλλοι, ειδικά εκείνοι που δεν έχουν ιδέα πώς γίνεται η ποίηση. Γράφω ό,τι μου χαρίζεται να γράψω. Δεν κάθομαι να γράψω με την ιδέα ότι θα γιορτάσω όσους εργάζονται ή ακόμα κι αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκα. Κάθομαι μ’ ένα χαρτί και ένα στυλό. Τις καλές μέρες είμαι έτοιμος να γιορτάσω, όπως θα έλεγε ο Γκαρσία Λόρκα, «το συνεχές βάπτισμα των νέων δημιουργημένων πραγμάτων». Δεν βρίσκω τίποτα λάθος με ποιήματα που έχουν γραφτεί για την εργασία ή για τους εργαζόμενους. Εάν οι μισοί από τους πιο διάσημους ποιητές θέλουν να αποτίσουν φόρο τιμής στον Βιτγκενστάιν, δεν θα παραπονεθώ. Όποιο και αν είναι το ρεύμα, τo ακολουθούμε: αν το ποίημα αφορά τη δολοφονία και την κατανάλωση ενός κουνελιού ή την αποπλάνηση ενός αγάλματος ή το τραγούδι σε μια άδεια αποθήκη, θα συμβιβαστώ εν μέρει. Όλα αυτά μπορεί να παράγουν σκουπίδια αλλά κάνουμε το καλύτερο δυνατό.
Χιρς: Λατρεύω το ποίημα «Το Καθημερινό» («The Unknowable»). Θα λέγατε κάτι για τη γένεσή του; Φαίνεται πως η τζαζ έχει μεγάλη επιρροή στο έργο σας.
Λεβίν: Το ποίημα του Σόνι Ρόλινς. Λατρεύω τον ήχο του. Μπορώ να το ακούσω τώρα στο ’Lover Man» με τους Μπράουνι και Μαξ Ρόουτς. Είναι ένα τόσο γεμάτο, αισθησιακό κομμάτι. Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, πριν από τη δεύτερη «συνταξιοδότησή του» ηχογράφησε το «East Broadway Rundown». Το άκουγα συνέχεια, δεν το χόρταινα. Αυτό που τον έκανε ήρωα μου ήταν η ικανότητά του ν’ απομακρυνθεί απ’ τη μουσική σκηνή ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο της καριέρας του, όταν έγινε ο κυρίαρχος σαξοφωνίστας και σταμάτησε να παίζει δημόσια για ν’ αποσυρθεί στον εαυτό του και στη μουσική του. Για σχεδόν δύο χρόνια ζούσε με τα δύο όργανα, σαν μοναχός, μόνος του στο Μπρούκλιν, σηκώνοντας βάρη, παίζοντας τη μουσική του στη Γέφυρα του Ουίλιαμσμπουργκ όταν ο καιρός το επέτρεπε. Αυτή η αφοσίωση μ’ εξέπληξε. Αποσύρθηκε εντελώς από το εμπορικό κομμάτι και κλείστηκε στο μοναστήρι της τέχνης του.
Δεν ξέρω πόσο έχει επηρεάσει η μουσική τη γραφή μου. Ξέρω ότι μ’ ενέπνευσε και οι νέοι μουσικοί της τζαζ ήταν συμμαθητές στο σχολείο στο Ντιτρόιτ, δηλαδή οι: Κένι Μπάρελ, Πέπερ Άνταμς, Μπες Μπονερ Bess Bonier, Τόμι Φλάναγκαν, Μπάρι Χάρις. Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που ήξερα ότι ζούσαν τη δημιουργική ζωή των καλλιτεχνών. Στην ηλικία ήταν παιδιά σαν κι εμένα, και σκέφτηκα, αν μπορούν να το κάνουν εκείνοι, τότε μπορώ να το κάνω και ‘γω. Υπήρχαν πολλοί άλλοι που προσπάθησαν το καλύτερο αλλά κατέληξαν να είναι ψιλά γράμματα, όπως η φίλη μου Μάριον στο ποίημα, «Ανθίζοντας Μεσάνυχτα», αλλά και αυτοί οι άνθρωποι ήταν μέρος του παιχνιδιού. Είναι ακριβώς όπως η ποίηση: μπορείς να δώσεις τα πάντα και, αργότερα, ν’ ανακαλύψεις πως δεν ήταν αρκετά.
Χιρς: Μερικές φορές φαίνεται να μυθοποιείτε τον κόσμο των γονιών σας όταν ήταν νέοι. Γιατί είναι τόσο σημαντικό για εσάς;
Λεβίν: Αυτό που κληρονόμησα ήταν μύθοι και ίσως κάποια γεγονότα. Η ζωή του πατέρα μου φαινόταν και ακόμη μου φαίνεται εντελώς μυστηριώδης. Ήρθε μόνος στην Αμερική από τη Ρωσία σε ηλικία 11 ετών. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη με δύο αδελφές και τις οικογένειές τους. Πριν από μερικά χρόνια, έμαθα ότι υπήρχαν τρεις αδελφές. Προσχώρησε στον αγγλικό στρατό σε ηλικία 19 ετών. Ήταν τοποθετημένος στην Παλαιστίνη. Λιποτάκτησε. Βρήκε μία νέα ταυτότητα και διαβατήριο στο Κάιρο. Ή ίσως δεν συνέβη τίποτα απ’ αυτά. Θυμάμαι έναν ψηλό, στοργικό, μελαχρινό, πολύ όμορφο άντρα, ο οποίος μιλούσε τέλεια Αγγλικά, Γίντις, Ρωσικά και Αραβικά. Διάβαζε λατινική ποίηση, ρωσική και γαλλική λογοτεχνία. Ψήφισε τον Χούβερ και όχι τον Φ. Ρ. (Φράνκλιν Ρούσβελτ). Ένας Εβραίος ψήφισε τον Χούβερ; Ήταν τριάντα πέντε όταν πέθανε. Η μητέρα μου συνέχισε και μας στήριξε. Είχε φιλοδοξία να γράψει ποίηση και τραγούδια. Ποτέ δεν άκουσα, ούτε είδα κάτι. Αυτοί και ο παππούς μου, φαινόταν μυθικοί: άνθρωποι που διέσχισαν μια ήπειρο, έναν ωκεανό, προσγειώθηκαν σε μία παράξενη χώρα, έμαθαν “τους τρόπους μας, τη γλώσσα μας” και ζούσαν με γούστο και στυλ. Εξιδανίκευσαν τους εαυτούς τους.
Χιρς: Υπάρχει μια αποκαλυπτική στιγμή στο ποίημα «Salt and Oil» στην οποία λέτε:
[. . . είναι μια στιγμή
στην καθημερινή ζωή του κόσμου,
μια στιγμή που θα περάσει
η άγραφη βιογραφία
της πόλης σου ή της πόλης μου
εκτός εάν έχει παγώσει στο ακριβές αποτύπωμα
των ματιών μας. . . ]
Βλέπετε αυτό το πρόσφατο έργο να σώζει εκείνη τη στιγμή και να γράφετε εκείνη την άγραφη βιογραφία;
Λεβίν: χρειάζομαι ένα αρχείο, ένα οπτικό παράδειγμα. Λέω κοίτα, εδώ έρχονται, δώστε προσοχή. Αφήστε τα μάτια σας να μετατρέψουν αυτό που φαίνεται καθημερινό, κοινό, σε αυτό που είναι, μία στιγμή στο χρόνο, ένα υπό παρατήρηση θραύσμα της αιωνιότητας. Εκατομμύρια από εμάς περπατάμε στους δρόμους, και, ανά πάσα στιγμή κυριολεκτικά, λίγοι από εμάς βλέπουμε. Οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να μεταμορφώσει τη στιγμή σε αυτό που είναι. Ο Salt και ο Oil βασίζονται σε δύο ποιητές που ήξερα και αγαπούσα οι οποίοι απεβίωσαν πριν κάνουν το έργο που έπρεπε να κάνουν. Ο Salt ήταν ο Χαρτ Κρέιν. Ο Oil είχε δύο ήρωες, τον Όμηρο και τον Ρίλκε. Δεν μπορώ να γράψω όπως ο Ρίλκε ή ο Όμηρος, γι’ αυτό προσανατολίστηκα προς τον Χαρτ Κρέιν γι’ αυτό το ποίημα. Φυσικά υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο στο δράμα αλλά ποτέ δεν το ονομάζω ούτε το περιγράφω. Καλώ τον αναγνώστη να το αποθανατίσει.
Χιρς: Αναρωτιέμαι αν θα λέγατε κάτι για τη δομή της συλλογής με τίτλο «Η Ευσπλαχνία».
Λεβίν: Αρχικά είδα το βιβλίο πολύ διαφορετικά, αλλά ο επιμελητής μου, ο Χάρι Φορντ, μου ζήτησε να γράψω μία περιγραφή του βιβλίου πριν ακόμη αρχίσω να το συνθέτω. Έγραψα μία και δεν άρεσε στη σύζυγό μου, γι ‘αυτό έγραψα μία δεύτερη την οποία ονόμασα το βιβλίο ταξιδιών, από τη νεότητα στην ώριμη ηλικία, από την αθωότητα στην εμπειρία, από τη λογική στην τρέλα και αντίστροφα. Όταν τότε κοίταξα την ποίηση που είχα συγκεντρώσει, περίπου πενήντα σελίδες δεν ταίριαζαν. Έπρεπε λοιπόν να βάλω τα υπόλοιπα μαζί. Σύντομα, διαπίστωσα τρία μέρη τα οποία εξελίσσονταν προς την οικειότητα και την ένταση. Αυτό το τελευταίο μέρος είναι κυρίως οικογενειακά ποιήματα, περιλαμβάνοντας πραγματικούς καθώς και πνευματικούς αδελφούς, αδελφές και γονείς. Εσείς και ο Λάρυ Λεβίς με βοηθήσατε με το προηγούμενο βιβλίο μου και μαζί μού δώσατε την ιδέα να αναπτύξω τα τμήματα σε μία κορύφωση και να το διατηρήσω έντονα στην επόμενη ενότητα, και μετά σταδιακά, να ξαναχτίσω μια άλλη κορύφωση. Το δοκίμασα ξανά. Ο φίλος μου, Πίτερ Εβεργουίν, μου έδωσε την έννοια του επιλόγου (coda) στο τέλος, τη μικρή ελεγεία για τη μητέρα μου που πέθανε ενώ έγραφα το βιβλίο. Αν αυτή είναι μια επιτυχημένη δομή, το χρωστάω σε εσάς, τον Έντι, τον Λάρυ και τον Πίτερ.
Χιρς: Ξέρετε πού θα πάτε στη συνέχεια;
Λεβίν: Στο Μπρούκλιν τον Απρίλιο. Όχι πραγματικά, ποτέ δεν το κάνω. Είμαι εβδομήντα ένα τώρα, οπότε είναι δύσκολο να φανταστώ μια δραματική αλλαγή. Δεν περιμένω να ξεκινήσω κάτι σαν το The Cantos (Κάντος) ή το The Dream Songs. Ή ακόμη και ένα ποίημα για το Μπρούκλιν βασισμένο στο Πάτερσον. Θα ήταν ωραίο να ασχοληθώ μ’ ένα απ’ αυτά τα μεγάλα έργα, ώστε να μπορώ να μείνω απασχολημένος στα γεράματα. Η δουλειά μπορεί να μ’ εμποδίσει να γίνω τέφρα ή ένα λάχανο παραδομένο στον άνεμο. Ποτέ δεν ήξερα που πηγαίνω μέχρι να φτάσω και να επιστρέψω, και στη συνέχεια, χρειάζομαι αιώνες για να καταλάβω τι ήταν το ταξίδι. Ποτέ δεν είχα προγραμματίσει ένα βιβλίο νωρίτερα. Ξέρω ότι λειτουργεί για άλλους και για να παραφράσω τον Φροστ: «Μπορεί να μου κάνει, αλλά μπορεί να μη μου κάνει ακόμη».
Χιρς: Έχω παραλείψει κάποιον ή κάτι;
Λεβίν: Τον Τζέζαρε Παβέζε. Τον διάβασα για πρώτη φορά πριν από τριάντα χρόνια σε μια μετάφραση των εκδόσεων Πένγκουιν που βρήκα στο Λονδίνο. Ερωτεύτηκα τον τρόπο με τον οποίο συνέθετε ένα ποίημα. Αργότερα, το έργο «Σκληρή Δουλειά» από τον Ουίλιαμ Αροουσμίθ και, πρέπει να το ’χω διαβάσει δεκαπέντε φορές πριν συνειδητοποιήσω ότι θα μπορούσε να με ωφελήσει. Σε αυτό το βιβλίο είναι ο Παβέζε, αυτός και, όπως συνήθως, ο Ουίλιαμς. Και για μια αλλαγή, ο Χάρτ Κρέιν και ο Αντόνιο Μασάδο. Αλλά ο Παβέζε είναι η έμπνευση ή, ίσως ο θαυματοποιός, στον οποίο οφείλω μεγάλο μέρος αυτής της δουλειάς ή οτιδήποτε αξίζει στο βιβλίο.
Χιρς: Το ποίημα «Η Ευσπλαχνία» είναι αφιερωμένο στη μητέρα σας. Ρίχνει κάποιο αναδρομικό φως στο βιβλίο;
Λεβίν: Ήμουν πολύ τυχερός αφού η μητέρα που μ’ ενθάρρυνε να γίνω ποιητής. Στα δεκατέσσερα ερωτεύτηκα τις ιπποδρομίες και το μισούσε. Νομίζω ότι ήταν τόσο χαρούμενη που ξέφυγα και πήγα στο κολέγιο όταν μπήκα δεκαοχτώ που θα μπορούσα να μελετήσω την εξημέρωση λιονταριών, και κείνη θα έλεγε: «Είναι ένα παλιό και έντιμο επάγγελμα». Αλλά της άρεσε η ποίηση, η μυθοπλασία, η μουσική. Την ενθουσίαζε η ιδέα ότι ο γιος της θα αφιερωνόταν σ’ αυτήν την τέχνη. Μόνο το τελευταίο ποίημα του βιβλίου γράφτηκε μετά το θάνατό της, το οποίο ήταν την Άνοιξη του περασμένου έτους αμέσως μετά την ηλικία των ενενήντα τεσσάρων ετών. Δεν πίστευα ότι θα πέθαινε. Την τελευταία φορά που μίλησα μαζί της, ακουγόταν ζωηρή και ανυπομονούσε για το νέο βιβλίο μου. Ελπίζω το βιβλίο να περιέχει εν μέρει το πάθος της για τη ζωή, την πίστη της στη δύναμη της ομορφιάς και το υπέροχο χιούμορ της. Ως δάσκαλος, πρέπει επίσης να γνωρίζετε πολλούς νέους που ήθελαν ν’ ακολουθήσουν ποίηση αλλά αποθαρρύνθηκαν από τις οικογένειές τους. Είμαι ένας τυχερός που είχα την Εσθήρ Λεβίν για μητέρα μου.
https://poets.org/text/unwritten-biography-philip-levine-and-edward-hirsch-conversation
Σημείωση:
Ο Φίλιπ Λεβίν, Ρωσικής και εβραϊκής καταγωγής, (γεννημένος στις 10 Ιανουαρίου 1928, Ντιτρόιτ, Μίσιγκαν, ΗΠΑ –πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 2015, Φρέσνο, Καλιφόρνια) ήταν Αμερικανός ποιητής της αστικής ζωής της εργατικής τάξης. Είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Wayne στο Ντιτρόιτ (B.A., 1950, M.A. 1955) και στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα (M.F.A., 1957). Είχε εργαστεί σε μία σειρά βιομηχανικών θέσεων εργασίας πριν ξεκινήσει τη διδασκαλία λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής. (California State University, Fresno, 1958–92).
Σύμφωνα με τον Έντγουαρντ Χιρς ήταν «ένας μεγάλος, ειρωνικός Ουίτμαν της βιομηχανικής καρδιάς». Οι ήρωες του δεν ήταν μόνο εκείνα τα άτομα που αγωνίστηκαν ενάντια στον φασισμό, αλλά και απλοί άνθρωποι που εργάστηκαν σε απελπιστικές δουλειές απλώς για να αποτρέψουν τη φτώχεια. Γνωστός για το ενδιαφέρον του για τη ζοφερή πραγματικότητα της δουλειάς και των εργαζομένων, αποφάσισε «να βρει μια φωνή για τους άφωνους» ενώ εργαζόταν στα εργοστάσια αυτοκινήτων του Ντιτρόιτ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. «Είδα ότι οι άνθρωποι με τους οποίους δούλευα… ήταν άφωνοι κατά κάποιον τρόπο», εξήγησε στο Detroit Magazine. «Όσον αφορά τη λογοτεχνία των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν ακούγονταν. Κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτούς. Και όπως οι νέοι, ξέρετε, ορκίστηκα να τους αντιπροσωπεύσω και αυτό θα ήταν η ζωή μου. Και σίγουρα το δοκίμασα και το ’χω πετύχει. Ή έχω δοκιμάσει ούτως ή άλλως. »
Ο Ρίτσαρντ Ουγκό (Richard Hugo) σχολίασε στο περιοδικό American Poetry Review: «Τα ποιήματα του Λεβίν είναι σημαντικά, γιατί σε αυτά ακούμε και νοιαζόμαστε». Αν και τα ποιήματα είναι γεμάτα απώλεια, λύπη και ανεπάρκεια, ο Ουγκό θεώρησε ότι ενσωματώνουν επίσης τη θριαμβευτική δυνατότητα της γλώσσας και του τραγουδιού και κατέληξε, προσθέτοντας, ότι ο Λεβίν «προορίζεται να γίνει ένας από τους πιο διάσημους ποιητές της εποχής».
Στην ποίησή του προσπάθησε να μιλήσει για εκείνους των οποίων η νοημοσύνη, τα συναισθήματα και η φαντασία περιορίζονται από κουραστικές και σκληρές συνθήκες εργασίας. Τα ποιήματά του προσφέρουν γραφικές εικόνες γκρίζων πόλεων, συνομιλιών και πράξεων χωρίς νόημα, ταπεινώσεις, απώλεια και απελπισία. Έγραψε σε ελεύθερο στίχο και σε γραμμές μεταβλητού ρυθμού. Η γλώσσα του είναι σαφής και μη αινιγματική.
Ο Molesworth υποστήριξε ότι το έργο του Levine αντικατοπτρίζει τη δυσπιστία στη γλώσσα. Αντί να συμπιέζει πολλαπλές έννοιες σε μεμονωμένες λέξεις και φράσεις, όπως στην παραδοσιακά συλλαμβανόμενη ποίηση, οι απλές αφηγήσεις του λειτουργούν για να αντανακλούν τα συγκεκριμένα και βασικά πρότυπα ομιλίας των εργαζομένων. Ο ίδιος ο Λεβίν, σε μία συνέντευξη με τον Calvin Bedient για τον Παρνασσό, καθόρισε το ιδανικό του ποίημα ως ένα στο οποίο «δεν παρατηρούνται οι λέξεις. Αντικρίζεις μέσα από τις λέξεις ένα όραμα… των ανθρώπων, του τόπου”.
Παρά την ανησυχία του για τις βαρβαρότητες της σύγχρονης ζωής, έγραψε επίσης ποιήματα αγάπης και χαράς. Οι πολυάριθμες ποιητικές του συλλογές περιλαμβάνουν τους τίτλους: On the Edge (1963), They Feed They Lion (1972), Ashes (1979, νικητής ενός Εθνικού Βραβείου Βιβλίου) και το A Walk with Tom Jefferson (1988).
Στα δύο πρώτα βιβλία του, ο Λεβίν ήταν κάπως παραδοσιακός στη μορφή και σχετικά περιορισμένος στην έκφραση. Συνήθως τα ποιήματα του είναι μονόλογοι ελεύθερων στίχων που τείνουν προς το τρίμετρο ή το τετράμετρο. Η μουσική της ποίησής του εξαρτάται από την ένταση μεταξύ της αλλαγής των στίχων και της σύνταξης. Το βιβλίο με τίτλο 1933 (1974) είναι ένα παράδειγμα του καταρράκτη προτάσεων και φράσεων που συναντά κανείς στην ποίησή του.
Εμπνευσμένος από μια επίσκεψη στη Βαρκελώνη, έγραψε τα ποιήματα του, The Names of the Lost (1976), προς τιμήν των πιστών που πολέμησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936–39). Κέρδισε ένα δεύτερο Βραβείο Εθνικού Βιβλίου το 1991 για τη συλλογή του What Work Is. Μεταξύ των μεταγενέστερων βιβλίων που βραβεύτηκε με το Πούλιτζερ είναι η ποιητική συλλογή με τίτλο: Η Απλή Αλήθεια (1994). Επίσης το 1997 έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Η συλλογή με τίτλο, The Mercy, (1999) εκφράζει, όπως έγραψε ένας άλλος κριτικός, μια αποδοχή της πραγματικότητας που συνοδεύεται από «ένα είδος απόλαυσης». Τον 21ο αιώνα δημοσίευσε περισσότερη ποίηση με την υπογραφή του στους τόμους Breath (2004) και News of the World (2009). Από το 2011 έως το 2012, διετέλεσε σύμβουλος ποιητής στην ποίηση στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.
Ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς (William Carlos Williams, Ράδερφορντ, Νιου Τζέρσεϊ, 17-9-1883/ 4 Μαρτίου 1963) ήταν Αμερικανός μοντερνιστής ποιητής, συγγραφέας και γιατρός. Χρησιμοποίησε την ποιητική γλώσσα με τρόπο που αντικατόπτριζε το ρυθμό της σύγχρονης αμερικανικής ζωής. Αν και αυτό τον κατηύθυνε μερικές φορές «μέχρι τα όρια της αντι-ποίησης», ο Ουίλιαμς, συνδυάζοντας πραγματικό και εξωπραγματικό, «παρήγαγε μια ποίηση που ανήκει στους υψηλότερους τρόπους έκφρασης της σύγχρονης αμερικανικής παραγωγής». Το έργο του επηρέασε πολλούς νέους Αμερικανούς ποιητές των δεκαετιών του 1950 και ’60, από τη Γενιά των Μπητ κυρίως και τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, που εντυπωσιάστηκαν από τo πόσο προσεγγίσιμη ήταν η γραφή του και πόσο ανοιχτός ο ίδιος ως μέντορας.
O Φεδερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα (Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca, 5 Ιουνίου 1898 – Βιθνάρ, 19 Αυγούστου 1936), ήταν Ισπανός ποιητής και δραματουργός που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ’27», ομάδα συγγραφέων που προσέγγισε την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ με εξαιρετικά αποτελέσματα, ούτως ώστε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα να ορίζεται ως «αργυρή εποχή» (edad de plata) της ισπανικής λογοτεχνίας. Δολοφονήθηκε κατά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από αγνώστους, οι οποίοι πολύ πιθανόν συνδέονταν με τον εθνικιστικό φασισμό, επειδή ο ίδιος σχετιζόταν ή υποστήριζε τους Δημοκρατικούς.
Ο Αντόνιο Ματσάδο (Αντόνιο Θιπριάνο Χοσέ Μαρία Ματσάδο Ρουίθ, Antonio Cipriano José María Machado Ruiz, 26 Ιουλίου 1875 – 22 Φεβρουαρίου 1939) ήταν Ισπανός ποιητής, γεννημένος στη Σεβίλλη. Το πρώιμο έργο του εντάσσεται στο κίνημα του μοντερνισμού και αποτελεί μια από τις δεσπόζουσες μορφές του ισπανικού λογοτεχνικού κινήματος γνωστού ως η «Γενιά του ’98» (1898). Τα έντονα δημοκρατικά του αισθήματα τον ώθησαν στο να αφήσει την πατρίδα του κατά την περίοδο της φρανκικής δικτατορίας και τελικά να αφήσει την τελευταία του πνοή λίγο καιρό αργότερα, εξαιτίας της τεταμένης κατάστασης της υγείας του.
Ο Τσέζαρε Παβέζε (Cesare Pavese, 9 Σεπτεμβρίου 1908 – 27 Αυγούστου 1950) ήταν Ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής που συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα στη χώρα του.
Ο Χάρολοντ Χαρτ Κρέιν (Harold Hart Crane, 21 Ιουλίου 1899 – 27 Απριλίου 1932) ήταν Αμερικανός ποιητής. Βρίσκοντας έμπνευση και πρόκληση στην ποίηση του Τ. Σ. Έλιοτ, έγραψε μοντέρνα ποίηση που ήταν δύσκολη, εξαιρετικά στυλιζαρισμένη και φιλόδοξη στο πεδίο της. Στο πιο φιλόδοξο έργο του, The Bridge, ο Κρέιν προσπάθησε να γράψει ένα επικό ποίημα, στη φλέβα της Έρημης Χώρας (The Waste Land), που εξέφρασε μια πιο αισιόδοξη άποψη για τη σύγχρονη, αστική κουλτούρα από αυτήν που βρήκε στο έργο του Έλιοτ. Στα χρόνια που ακολούθησε την αυτοκτονία του στην ηλικία των 32, χαιρετίστηκε από συγγραφείς, ποιητές και λογοτεχνικούς κριτικούς (συμπεριλαμβανομένων των Ρόμπερτ Λόουελ, Ντέρεκ Γουόλκοτ, Τένεσι Ουίλιαμς και Χάρολντ Μπλουμ), ως ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του της γενιάς του.
Ο Έντουαρντ Χιρς (Edward Hirsch) είναι διάσημος ποιητής και απαράμιλλος υποστηρικτής της ποίησης. Γεννήθηκε στο Σικάγο το 1950 και εκπαιδεύτηκε στο Grinnell College και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, όπου έλαβε διδακτορικό. στη Λαογραφία. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του, For the Sleepwalkers (1981), έλαβε το βραβείο Delmore Schwartz Memorial από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και το βραβείο Lavan Younger Poets από την Ακαδημία Αμερικανικών Ποιητών. Η δεύτερη συλλογή του, Wild Gratitude (1986), κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Κριτικών Βιβλίων. Έκτοτε, έχει δημοσιεύσει έξι επιπλέον βιβλία ποιημάτων: The Night Parade (1989), Earthly Measures (1994), On Love (1998), Lay Back the Darkness (2003), Special Orders (2008) και το The Living Fire. Δίδαξε για έξη χρόνια στο Αγγλικό Τμήμα του Wayne State University και δεκαεπτά χρόνια στο Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον.
Ο Σέσαρ Βαγιέχο (César Abraham Vallejo Mendoza, 16 Μαρτίου 1892 – 15 Απριλίου 1938) ήταν ένας περουβιανός ποιητής. Αν και κατά τη διάρκεια της σχετικά σύντομης ζωής του δημοσίευσε μόνο τρεις ποιητικές συλλογές, εν τούτοις θεωρείται ένας από τους μεγάλους ποιητικούς καινοτόμους του 20ού αιώνα. Πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ τα υπόλοιπα λογοτεχνικά ρεύματα, το καθένα απ’ τα βιβλία του ήταν ξεχωριστό απ’ τ’ άλλα και, υπό μία έννοια, επαναστατικό. Γεννήθηκε στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο, ένα απομακρυσμένο χωριό στις περουβιανές Άνδεις. Σπούδασε λογοτεχνία στο Universidad de la Libertad στο Τρουχίγιο του Περού. Η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκασε να σταματήσει τις σπουδές του για ένα χρόνο και να εργαστεί σε μια φυτεία ζάχαρης, τη Χασιέντα Ρόμα, όπου είδε από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση των αγροτών, μια εμπειρία που θα ασκούσε αργότερα σημαντική επίδραση στα μαρξιστικά πολιτικά του πιστεύω και στην ποιητική αισθητική του.
Ο Βαγιέχο υπήρξε πρωτοπόρος γιατί έγραψε σουρεαλιστική ποίηση πριν από τους σουρεαλιστές. Ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, έγραψε μοντέρνα ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές και έγραψε αποδομητική ποίηση προτού ανακαλυφθεί ο όρος. Η προσφορά του στο ποιητικό στερέωμα είναι μοναδική και ανεκτίμητη.