Ο Νίκος Φαρούπος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε κοινωνική ψυχολογία στην Αυστρία και σκηνοθεσία στη Σχολή Κινηματογράφου Ευγενίας Χατζίκου. Αρχικά εργάστηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη στη διαφήμιση και σε ταινίες μεγάλου μήκους. Από το 1989 ασχολείται επαγγελματικά με το σενάριο και έχει συνεργαστεί στη συγγραφή αρκετών τηλεοπτικών σειρών καθώς και κινηματογραφικών σεναρίων.
Το 1994 χρηματοδοτήθηκε από το European Script Fund για έξι τηλεταινίες με γενικό τίτλο Ιστορίες από το παρελθόν, ενώ με το σενάριο του Ο δήμιος, συμμετείχε στα σεμινάρια σεναρίου του European Script Fund και για διερεύνηση παραγωγής στο πρόγραμμα Μedia (1995). Τα τελευταία 30 χρόνια έχει εκδώσει 14 βιβλία: μυθιστορήματα, διηγήματα και μελέτες.
Η γραφή του στέρεα, σύγχρονη [ακόμη κι όταν αναφέρεται στο παρελθόν] περιεκτική, με χιούμορ, τόλμη και σφιχτή αφήγηση. Ένα υλικό από ιστορίες που έζησε έπλασε, άκουσε από αφηγήσεις και ενσωμάτωσε στο τελευταίο Περί γυναικών και άλλων μυστηρίων βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Από το Περιστέρι του ’70, την Κυψέλη και τη Φωκίωνος Νέγρη του ’80, την παλιά και τη νέα Αθήνα, την Κρήτη, έως και την Αυστρία. Δεκατέσσερις ιστορίες [Άσπας εγκώμιον, Ο τυχερός Γκαστόνε και η Αλέξια, Η Ωραία Ελένη και ο Λούζερ, Νίκη, η μοιραία, Κλειώ, «η πουτάνα η μπάλα φταίει», Οι έρωτες του κυρίου Χρήστου, Bloody Mary, Μαρία, η Κρητικιά, Λαβίνια, η επιπόλαιη, Η Δάφνη και η μονομαχία στον Άλιμο, Αθηνά, μια σωστή κυρία, Μαρκέλλα, η θεά, Λένα, η μόνιμα ερωτευμένη, Η προιξ της Ξανθής, που δημοσιεύσαμε στον Μανδραγόρα]. Ιστορίες με γυναίκες υπέροχες, γυναίκες αράχνες, γυναίκες ερωμένες, γυναίκες μητέρες, γυναίκες αγέρωχες, γυναίκες επιπόλαιες, γυναίκες μεγαλοπρεπείς, γυναίκες άντρες, γυναίκες θύματα, γυναίκες θεές.
[Από την πρόσφατη έκδοση Περί γυναικών και άλλων μυστηρίων του Νίκου Φαρούπου δημοσιεύουμε εις ανάμνηση του Μπιθικώτση το διήγημα «Αθηνά μια σωστή κυρία» και το «Κλειώ, «η πουτάνα η μπάλα φταίει». Ολοζώντανη μνεία στη δύναμη των γηπέδων, τον αγαπημένος μας θρύλο και την απιστία και μάλιστα με ΑΕΚτζή. Τελικά μόνο ο Θρύλος μας απέμεινε ακόμη κι εν μέσω καραντίνας και ξενέρωτων κανονισμών που μετέτρεψαν τον Ναό σε νεκροταφείο. Ας όψεται ο covid 19 που απ’ ό,τι φαίνεται είναι βάζελος]
Κλειώ, «η πουτάνα η μπάλα φταίει»
Γουστάρω πολύ το τόπι, αδελφέ. Γαύρος είμαι. Όποτε έπαιζε ο Θρύλος, με τη Θύρα 7 κι εγώ. Καραϊσκάκη, Θεσσαλονίκη, επαρχία, εξωτερικό, παντού όπου πήγαινα με γνώριζαν και οι πέτρες. Και διέθετα – εννοείται – διαρκείας, παρακαλώ.
Στην αρχή ερχόταν κι η Κλειώ μαζί μου στο γήπεδο. Καψούρα, βλέπεις. Μ’ εμένα, όχι με τον Ολυμπιακό. Εκείνη ήταν ΑΕΚ, αλλά αλλαξοπίστησε και βαφτίστηκε Ολυμπιακάρα για πάρτη μου.
Γνωριστήκαμε μια μαύρη μέρα για την ομάδα και το ποδόσφαιρο. Ήμασταν, βλέπεις, ανάμεσα σ’ αυτούς που γλιτώσανε όταν έγινε εκείνο το φοβερό δυστύχημα με τα είκοσι ένα παιδιά της Θύρας 7. Ήταν η μέρα που είχαμε νικήσει, λίγο πριν, 6-0 την ΑΕΚ για το κύπελλο. Το θυμάσαι;
Έρως τρελός με την Κλειώ, που λες. Αρρώστια. Λατρεία, μιλάμε. Κι εκείνη ό,τι ήθελε το ’χε. Αλλά της είχα ξηγηθεί μια κι έξω: «Αγάπη, μη με βάλεις ποτέ να διαλέξω. Άλλο εσύ, άλλο η ομάδα. Εσύ είσαι θηλυκό, ο Θρύλος αρσενικό. Εσύ η γυναίκα μου, ο Θρύλος η θρησκεία μου. Φινίτο λα μούζικα, πασάτο λα φιέστα. ΤΕΛΟΣ».
Είχε πάει πάσο, φαινόταν να το ’χει δεχτεί. Κάθε Κυριακή λοιπόν, όπου ο Θρύλος, κι εγώ από κοντά. Θύρα 7 είπαμε, αδελφέ. Κι όχι όποιος κι όποιος. Δεν είμαι απλώς ένας από εκείνους που γλίτωσαν από το φοβερό δυστύχημα, που ποδοπατήθηκαν τότε τα παιδιά, αλλά την έχω γλιτώσει άπειρες φορές από ασφυξία στην υπόγεια διάβαση του ηλεκτρικού.
Έτσι κι εκείνη την Κυριακή. Παίζαμε με τον αιώνιο αντίπαλο στο ΟΑΚΑ. Μόλις φάγαμε στο τεσσαρακοστό έκτο λεπτό και το τρίτο γκολ από τον Σαραβάκο, σπάσανε τα νεύρα μου με τις μαλακίες του τερματοφύλακα, του Πολωνού Καζιμιέρσκι, δεν άντεξα άλλο και την έκανα πριν τελειώσει ο αγώνας. Ανέβηκα στην Ντουκάτι κι έφυγα σφαίρα. Συνάντησα στο δρόμο και το Μητσάκο, το γείτονα, τον έβαλα στο πίσω κάθισμα της μηχανής και, για να μη σ’ τα πολυλογώ, βρέθηκα σπίτι μιάμιση ώρα νωρίτερα από κάθε άλλη φορά.
Και τότε τα ψυλλιάστηκα όλα, αδελφέ. Όχι μόνο εγώ, αλλά και ο φίλος μου ο Μητσάκος, που τον προσκάλεσα για καφέ.
Ανοίγω, που λες, την πόρτα και ακούω στη διαπασών από το ραδιόφωνο – μόλις είχα αγοράσει ένα άπαιχτο, σούπερ ντούπερ στερεοφωνικό – να μεταδίδεται ο αγώνας της ΑΕΚ με τη Λάρισα, το 2-1 αδελφέ, στη Φιλαδέλφεια. Το πρώτο γκολ ο Πατίκας και το δεύτερο ο Νίλσεν. Τότε που η Λάρισα ήταν ομαδάρα. Παραξενεύομαι, που λες. Βάζω το Μητσάκο ν’ αράξει στο σαλόνι και να περιμένει, και ψάχνω τη δικιά μου μέσα στο σπίτι. Την Κλειώ, την αγάπη μου, τον έρωτά μου, τη γυναίκα μου, την καψούρα μου.
Τους είδα από τη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Στο κρεβάτι μας. Εκείνη είχε πάρει την αγαπημένη της πόζα, μπρούμυτα, αδελφέ, στάση ντόγκι, που λέμε σήμερα. Κουνιόταν, όπως πάντα, σβέλτα και αέρινα. Εκείνος προσπαθούσε να φανεί αντάξιος του ταμπεραμέντου της. Και όσο την άκουγα να βογκάει, αχ και βαχ, τόσο υπέφερα, γιατί περνούσε καλά το αστέρι μου χωρίς εμένα, κι αυτό με σκότωνε.
Και μετά τα κατάλαβα όλα. Μου ήρθε η θεία επιφοίτηση. Πρώτον, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας δεν ήταν κλειδωμένη αλλά μισάνοιχτη, για να ακούει ο Αντωνάκης τον αγώνα. Δεύτερον, ο Αντωνάκης, που από τη μέρα που περάσαμε στέφανα με την Κλειώ, μ’ έχουν παραμυθιάσει πως είναι ξαδελφάκι της από το χωριό, ήταν γκόμενος από παλιά και αυτό συνέχιζε να είναι. Τρίτον, δεν ήταν ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, ούτε πήγαινε τις Κυριακές στο γήπεδο, στην ΑΕΚάρα του, αλλά έκανε προπόνηση με την Κλειώ μου, προτιμούσε να έρχεται σπίτι όταν έλειπα εγώ, για να τη μαρκάρει στενά από πίσω, να πολιορκεί και να προπονείται στα γκολπόστ της. Πρέπει όμως να παραδεχτώ κάτι. Ότι αν και άρρωστος ΑΕΚτζής ο Αντωνάκης – όπως κι εγώ άρρωστος Ολυμπιακός –, εκείνος είχε τα κότσια να θυσιάζει το γήπεδο για να μπορεί να περιποιείται ανενόχλητος τη γυναίκα μου, εν τη απουσία μου. Μιλάμε για θυσία εκ μέρους του, και μην το γελάς καθόλου αυτό, αδελφέ.
Ένιωσα, που λες, στα σαράντα μου ότι είχα ανεχτεί αρκετά το ψέμα και την υποκρισία. Μου ’χαν ήδη συμβεί στη ζωή τα χίλια μύρια όσα. Είχα ξηγηθεί άψογα στον παιδικό μου φίλο για να καρφώσει μια κοπάνα μου στο στρατό και να πάρει εκείνος την καλή μετάθεση. Είχα φερθεί καλοσυνάτα μέχρι δουλικά στον προϊστάμενό μου για δέκα ολόκληρα χρόνια. Και, στο τέλος, έδωσε τη θέση που προοριζόταν για μένα στην γκομενίτσα που χαλβάδιαζε και που μόλις είχε προσληφθεί – με πολύ λιγότερα προσόντα από τα δικά μου. Το κακό ήταν ότι αμέσως μετά με απέλυσε γιατί γκρίνιαξα, είπε, και τονε πρόσβαλα. Είχα σκιστεί να φροντίσω τον πατέρα μου, καταξοδεύτηκα μάλιστα για να μην του λείψει τίποτα και να αποδημήσει εις Κύριον ήρεμος κι ωραίος, ενώ οι δύο αδελφές μου και ο μικρότερος αδελφός μου κάνανε την πάπια. Στο τέλος, ο κωλόγερος προτίμησε να μοιράσει την περιουσία του ανάμεσα στ’ αδέλφια μου και στη Βουλγάρα που πλήρωνα για να τον βοηθάει, κι εμένα μου ’γραψε το πατρικό του, ένα πέτρινο γκρεμίδι γεμάτο σκορπιούς, στο εγκαταλειμμένο κατσικοχώρι του, σε ένα ξεροβούνι. Είχα βοηθήσει οικονομικά τον πρώην συνεταίρο μου να ανοίξει μια καφετερία. Κι εκείνος, μόλις η επιχείρησή του πήγε καλά, μ’ έκοψε από φίλο, γιατί του ’βαλε λόγια η γυναίκα του ότι και καλά τον ζήλευα.
Για όλα αυτά κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, αδελφέ. Και καθώς άκουγα τα βογκητά της γυναίκας μου και τα μουγκρητά του Αντωνάκη, είπα στη μάπα μου, που καθρεφτιζόταν χλομή και αγριεμένη όσο δεν παίρνει: \
«ΑΡΚΕΤΑ πια! Μαλάκα άντρα, αρκετά πια!»
Έπρεπε να φτάσω στα σαράντα μου, αδελφέ, για να σκοτώσω το μαλάκα που είχα μέσα μου. Ήταν καιρός κάποιος να πληρώσει, έστω και με μεταχρονολογημένη επιταγή. Δυστυχώς για τον Αντωνάκη, εγώ δεν είμαι, λόγω χαρακτήρος και ατελούς μορφώσεως, σαν εκείνο το φιλόσοφο που είπε στον εραστή της γυναίκας του: «Κύριε, σας είμαι ευγνώμων που διασκεδάζετε τη σύζυγό μου».
Εγώ, αδελφέ, είμαι άλλη φάση. Από άλλο ανέκδοτο. Πήγα στο σαλόνι, έδιωξα άρον άρον το Μητσάκο, ούτε μια γουλιά καφέ δεν πρόλαβε να πιει ο άνθρωπος, κατέβηκα στο υπόγειο που είχα καβαντζωμένη την ημιαυτόματη καραμπίνα μου, τη Ρέμινγκτον Versa Max, κληρονομιά από το γέρο μου, τη γέμισα με τα μονόβολα που είχα για τα αγριογούρουνα, κι ανέβηκα ξανά πάνω να αποδώσω δικαιοσύνη για όλα όσα με είχανε κάψει. Τους άφησα και τέλειωσαν, μα το θεό, είπα να το φχαριστηθούνε αφού θα ήταν το τελευταίο τους. Περίμενα στο σαλόνι κι άκουσα μάλιστα τον αγώνα της ΑΕΚ μέχρι το σφύριγμα της λήξης. Βγήκε πρώτα εκείνη – για να πάει στο μπάνιο.
«Μη, αγάπη μου, μισό να σου εξηγήσω», μου λέει.
«Ναι, ξέρω, η πουτάνα η μπάλα φταίει», της είπα και της έριξα ένα βόλι – δε χρειάστηκε δεύτερο.
Γάτος ο Αντωνάκης, έπιασε τη φάση και πήδηξε τσίτσιδος από το παράθυρο. Τον πέτυχα στην αυλή, λίγο πριν σκαρφαλώσει τη μάντρα.
Μετά άκουσα τα ουρλιαχτά των γειτόνων. Έβαλα ένα νεροπότηρο τσίπουρο και περίμενα τα περιπολικά. Δεν άργησαν.
«Εγώ το έκανα», είπα στα παιδιά, τους έδειξα το όπλο κι άπλωσα τα χέρια να μου περάσουν τις χειροπέδες. Όμορφα και απλά.
Πλήρωσα το λογαριασμό μέχρι μίας, αδελφέ, γι’ αυτό και θα μείνω στη στενή δώδεκα χρόνια ακόμα. Εκείνη σήμερα αναπαύεται στον οικογενειακό μας τάφο, και δίπλα της θα θαφτώ κι εγώ αργότερα, με τη σημαία του Θρύλου για σάβανο. Η σορός του Αντωνάκη θα ξεθαφτεί όπου να ’ναι, και τα κόκαλα του προδότη θα πάνε άκλαυτα στο χωνευτήρι.
Τώρα θα μου επιτρέψεις να σ’ αφήσω, αδελφέ, γιατί παίζει ο Θρύλος αγώνα κυπέλλου με τον αιώνιο αντίπαλο, τον Παναθηναϊκό. Τουλάχιστον ξέρω ότι θα τον δω ήσυχος στο καφενείο της φυλακής. Τέρμα οι εκπλήξεις. Τέρμα οι αγωνίες, τέρμα οι έρωτες κι οι ανησυχίες για κέρατα και κουραφέξαλα. Το κεφάλι μου, βλέπεις, είναι άδειο πια από έγνοιες. Έχω κατακτήσει τη νιρβάνα, γκουρού έγινα.
Είμαι πια μόνος, αδελφέ, μόνο το Θρύλο έχω πια. Και τα μυαλά στα κάγκελα.
Αθηνά, μια σωστή κυρία
Ο Δημητράκης ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός, το μυαλό της οικογένειας. Τα αδέλφια του – πέντε τον αριθμό, όλοι αρσενικοί – «αχαΐρευτοι και χαραμοφάηδες», σύμφωνα με τη θεία Βιβή, τη σύζυγο του Δημητράκη, είχαν ωφεληθεί τα μάλα από το εμπορικό του δαιμόνιο.
Εκείνος σκέφτηκε και ξεκίνησε – με δικό του ρίσκο – την εκμετάλλευση της πηγής με το μεταλλικό νερό που υπήρχε στο οικογενειακό κτήμα. Πήρε δάνειο από την τράπεζα με ενέχυρο το νεοκλασικό της θείας Βιβής στην Πλάκα, έφερε ένα μεταχειρισμένο εμφιαλωτήριο από τη Γερμανία κι άρχισε να παρασκευάζει χυμούς και αναψυκτικά: λεμονάδες, πορτοκαλάδες και σόδες. Ήτανε στα μέσα του ’60 και όλοι τον έκραξαν, με πρώτους και καλύτερους τα αδέλφια του: «Πετάς τα λεφτά σου, κορόιδο!» του έλεγαν, «θα καταστραφείς».
Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά στην αρχή, αλλά ο Δημητράκης δεν κώλωσε: νοίκιασε ένα σαπιοκάραβο, το μετέτρεψε σε υδροφόρα και πούλαγε νερό στα ξερονήσια. «Δεν πουλάς καλύτερα αέρα κοπανιστό, να γλιτώσεις και τις επενδύσεις», τον κορόιδευε το σόι. Παρά τη χλεύη τους και τα «σιγά μη γίνουμε και νερουλάδες», το χρήμα, που στην αρχή έμπαινε στο ταμείο με το σταγονόμετρο, άρχισε να έρχεται με τη μάνικα.
Η θεία Βιβή δε χαριζόταν στα αδέλφια του άντρα της. «Άχρηστους» τους ανέβαζε, «ανεπρόκοπους» τους κατέβαζε. Ο Δημητράκης όμως κύριος, δεν έριξε κανέναν. Όλοι έπαιρναν το μερτικό τους, δεν ξεχνούσε άλλωστε ότι η πηγή με το νερό βρισκόταν στο πατρικό κτήμα.
Οι δουλειές πήγαιναν πρίμα και ο θείος προχώρησε ακάθεκτος: εμφιάλωσε και το μεταλλικό νερό της πηγής με μεγάλη επιτυχία. Τα αδέλφια εισέπρατταν μεν, αλλά άρχισαν σταδιακά να δυστροπούν γιατί «ο Δημητράκης κάνει μόνος του κουμάντο» και «δε μας ακούει». Παρ’ όλα αυτά, πίστευαν πια στο ένστικτό του και τον ακολούθησαν τυφλά όταν τους πρότεινε να επενδύσουν λεφτά σε γη: αγόρασαν για ψίχουλα το ’70 μια μεγάλη έκταση στο Σταυρό Αγίας Παρασκευής, την οποία μοσχοπούλησαν, χρόνια αργότερα, σε μεγάλη κατασκευαστική εταιρία. «Tout le monde travail pour nous», έλεγε τότε συχνά μες στον αφελή ενθουσιασμό του και τρίβοντας τα χέρια του ο αλαφροΐσκιωτος αδελφός του ο Θανάσης ή Σκρουτζ ή Σπάγκος.
Γνωστοί, φίλοι και γείτονες είχαν να το λένε: Ο Δημητράκης ήταν φαινόμενο επιτυχημένου άντρα, σωστού οικογενειάρχη και πιστού συζύγου. Γύρω στα εβδομήντα ήτανε ο Δημητράκης όταν παρέδωσε τα ηνία της επιχείρησης στο μεγάλο γιο του, το Θέμη, και ο δικός του ρόλος έγινε απλώς συμβουλευτικός. Πέντε χρόνια μετά η καρδιά του σταμάτησε ξαφνικά.
Δεν είχε περάσει μήνας από το θάνατο του Δημητράκη, όταν δέχτηκα ένα περίεργο τηλεφώνημα από τη θεία Βιβή. Το πρώτο της μέλημα ήταν να ζητήσει απόλυτη εχεμύθεια, «προς θεού, να μη μάθει τίποτα το σόι, ούτε τα παιδιά μου», και αμέσως μετά μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχε ανακαλύψει ένα κουτί με μπλε χάπια στο συρτάρι όπου φυλούσε ο Δημητράκης διάφορα παλιά συμβόλαια. Πήγε το κουτί σ’ ένα φαρμακείο κι εκεί της εξήγησαν με κάθε λεπτομέρεια περί τίνος επρόκειτο.
«Σε παρακαλώ, παιδί μου, να βρεις τι έκανε ο άντρας μου στα γεράματα…» μου είπε, «όχι τίποτε άλλο, θέλω να μάθω αν θα μου κουβαληθούν μεθαύριο τίποτα μπάσταρδα για κληρονομικά δικαιώματα». Ορκίστηκε μάλιστα, «σε ό,τι έχω ιερό, παιδί μου», ότι τα μπλε χαπάκια δεν είχαν καμία σχέση με εκείνη, αφού ο θείος είχε πάνω από δέκα χρόνια να την αγγίξει.
Η αποστολή δεν ήταν δύσκολη. Μια μικρή έρευνα στη μνήμη του κινητού του θείου με οδήγησε στην κυρία Αθηνά, μια εξηντάχρονη χήρα με την οποία ο Δημητράκης είχε πυκνές τηλεφωνικές επαφές. Το τρέμουλο στη φωνή της όταν αναφέρθηκα σ’ εκείνον, οι σιωπές και οι προσεκτικές απαντήσεις της φανέρωναν το φόβο μην προδοθεί. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ο συγχωρεμένος συνδεόταν στενά μαζί της.
Υποσχέθηκα εχεμύθεια και δέχτηκε να με συναντήσει για λίγο σ’ ένα καφέ της Κηφισίας. Η κυρία Αθηνά ήταν μια καλοστεκούμενη, περιποιημένη, λεπτή και γλυκομίλητη κυρία, με ευγενικούς τρόπους κι ελαφρώς αμερικάνικη προφορά. Στην αρχή προσπάθησε να περιορίσει τη σχέση της με το Δημητράκη σε «μια αγνή φιλία». Δήλωσε ότι γνωρίζονταν από το σχολείο και ότι ήταν ο πρώτος έρωτας της ζωής της. Είχανε βγει και μερικές φορές ραντεβού στα νιάτα τους, εκείνος σκεφτόταν μάλιστα να τη ζητήσει από τους γονείς της, ήταν όμως άφραγκος τότε και δίσταζε, γι’ αυτό προτίμησαν να την παντρέψουν με το ζόρι με έναν Ελληνοαμερικάνο, μακρινό συγγενή από το χωριό, ιδιοκτήτη ταβέρνας στη Μινεσότα. Καλός άνθρωπος ήτανε, εργατικός και φιλότιμος, τον αγάπησε, τον πόνεσε, τον φρόντισε, έγινε ο πατέρας των τριών παιδιών της, καλός πατέρας, από έρωτα όμως, τίποτα. Όταν εκείνος πέθανε, πριν από δέκα χρόνια, η κυρία Αθηνά ήρθε το ίδιο καλοκαίρι στην Ελλάδα να δει τις αδελφές της. Και, ω του θαύματος, συνάντησε τυχαία το Δημητράκη στην πλατεία Συντάγματος.
Στο σημείο αυτό έπρεπε να δώσω το λόγο της αντρικής μου τιμής ότι δε θα μιλούσα σε κανέναν για όσα θα άκουγα. Μόνο τότε η κυρία Αθηνά μου άνοιξε την καρδιά της. Από τη μοιραία εκείνη μέρα δε χώρισαν ποτέ.
«Εγώ είχα διώξει από τη ζωή μου τον έρωτα, αλλά αυτός μου κουβαλήθηκε ξανά στα γεράματα», είπε.
Ο παλιός έρωτας φούντωσε, όμως δε θέλησαν να βάλουν σε περιπέτειες τις οικογένειές τους. Πρόσεχαν με θρησκευτική ευλάβεια να μην εκτεθούν. Οι μέρες ανήκαν σ’ εκείνη και οι νύχτες στη γυναίκα του, τη Βιβή – απολύτως ανυποψίαστη η καημενούλα. Μέχρι που πέθανε ο Δημητράκης βλέπονταν καθημερινά. Γι’ αυτό και ανέθεσε στα παιδιά του νωρίτερα την ευθύνη της επιχείρησης, για να έχει ελεύθερο χρόνο για εκείνη. Την έπαιρνε μαζί του στα συχνά επαγγελματικά του ταξίδια στο εξωτερικό. Μου έδειξε συγκινημένη μερικές φωτογραφίες. Αγκαλιασμένοι με φόντο τον πύργο του Άιφελ, τη γέφυρα του Λονδίνου, τους καταρράκτες του Νιαγάρα, το ναό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία.
Τη ρώτησα διακριτικά για την ερωτική τους ζωή. Στην αρχή δυσκολεύτηκε, μουρμούρισε κάτι σαν «μα σε τέτοια ηλικία;», καθώς άφησα όμως να εννοηθεί ότι «γνωρίζω», παραδέχτηκε ότι ο Δημητράκης ήταν ασυγκράτητος. Μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του δεν το είχε βάλει κάτω, μου εκμυστηρεύτηκε μεταξύ γέλιου και δακρύων. Και μάλιστα μερικές φορές το παράκανε – η κυρία Αθηνά δεν ήξερε τίποτα για τα χαπάκια. Να ’φταιγε άραγε για το τέλος του Δημητράκη η σεξουαλική κατάχρηση;
Η κυρία Αθηνά θα επέστρεφε σύντομα στη Μινεσότα. Ο έρωτας την είχε κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια της. Τώρα πια δεν υπήρχε λόγος να μη βρίσκεται εκεί. Επισκεφθήκαμε μαζί τον τάφο του Δημητράκη και αποχαιρετιστήκαμε συγκινημένοι.
Δεν είπα τίποτα στη θεία Βιβή. Ή μάλλον της είπα ψέματα. Άφησα να εννοηθεί ότι, με τη βοήθεια των χαπιών, ο Δημητράκης σχεδίαζε να επαναφέρει στο κρεβάτι τους τις χαρές του έρωτα. Εκείνη μου χάρισε ένα ξινό χαμόγελο.
Σιγά μην το πίστεψε.
Με κοίταξε με βλέμμα που έκοβε ατσάλι: «Πέθανε από υπερβολική δόση», μου είπε. «Έκανε λάθος και πήρε περισσότερα χάπια απ’ όσα έπρεπε. Ήταν απρόσεκτος». Αναρωτιέμαι ακόμα μέχρι σήμερα πώς γνώριζε τόσες λεπτομέρειες η «αθώα» θεία Βιβή.