Με όχημα τη μικρή φόρμα του διηγήματος, ο Μάριος Μιχαηλίδης επανέρχεται πεζογραφικά με την Έρρικα, μία συλλογή δεκαοκτώ αφηγηματικών γραφών που χαρακτηρίζονται για το ιδιαίτερο γλωσσικό ύφος και ήθος τους. Ήδη, από τον τίτλο, ο αναγνώστης μπορεί να διαμορφώσει συγκεκριμένες προσδοκίες που στρέφουν το ενδιαφέρον στα πρόσωπα, τους πρωταγωνιστές των ιστοριών, η φυσιογνωμία των οποίων καθοδηγεί και υπαγορεύει την αφήγηση. Πρόκειται για δεκαοκτώ ιστορίες που, είτε αφορμώνται από πραγματικά γεγονότα και περιστατικά, πλάθονται δηλαδή και τοποθετούνται μέσα σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, είτε αποτελούν μυθοπλασίες, τεχνουργημένες από τη δημιουργική φαντασία του συγγραφέα. Ο χώρος των ιστοριών μπορεί να είναι ιδιωτικός, να απηχεί προσωπικά βιώματα και εμπειρίες του συγγραφέα, προσδίδοντας έτσι μια χροιά αυτοβιογραφική στις διηγήσεις, ή δημόσιος, επεκτεινόμενος σε μια ευρύτερη περιοχή, τόσο θεματικά, όσο και ιδεολογικά. Βεβαίως, αυτοί οι δύο χώροι εφάπτονται και, πολλές φορές, συνυπάρχουν ακόμη και μέσα στο ίδιο διήγημα με τον συγγραφέα να μεταβαίνει και να μεταπηδά από τον έναν στον άλλο με ιδιαίτερη άνεση και ευκολία.
Θεματικά, τα διηγήματα εκκινούν από προβληματισμούς του συγγραφέα που άπτονται ζητημάτων προσωπικών και κοινωνικών – ιδεολογικών. Στον πρώτο κύκλο εντάσσονται τα διηγήματα που αποτυπώνουν πρόσωπα, στιγμές και γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του συγγραφέα όπως, για παράδειγμα, η απώλεια της γιαγιάς και ο τρόπος με τον οποίο η απώλεια αυτή σημάδεψε έντονα την παιδική ψυχή. Τον δεύτερο κύκλο συναποτελούν διηγήματα που διαμορφώνουν μία ευρύτερη προβληματική πάνω σε θέματα όπως η διαφορετικότητα, η αναπηρία, η διαφθορά, η έννοια και η αποτελεσματικότητα της τιμωρίας, αλλά και πάνω σε ζητήματα ιδιαίτερα φλέγοντα όπως ο εθνικισμός, ο πατριωτισμός με τις γνήσιες και τις νόθες εκδηλώσεις του, οι προκαταλήψεις, η τύχη και η μοίρα των μεταναστών διαχρονικά που γίνονται έρμαια των σωματεμπόρων – μεσολαβητών οι οποίοι αναλαμβάνουν την παράνομη διακίνησή τους, η έννοιες της προδοσίας και της αλληλεγγύης, η αυτοδικία και η αυτοτιμωρία, η θέση της τρίτης γενιάς μέσα σε μια κοινωνία και ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει το σύνολο των ηλικιωμένων που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της. Κάποια από τα διηγήματα αυτού του δεύτερου κύκλου τοποθετούνται σε περασμένο χρόνο, στο άμεσο ή απώτερο ιστορικό παρελθόν, όπως, για παράδειγμα, στην οριακή και κρίσιμη περίοδο της Κατοχής ή στα γεγονότα του 1964 στην Κύπρο, στιγμές κρίσιμες στο βαθμό που αποκάλυψαν την ουσία των ανθρώπων, την ψυχοσύνθεσή τους και τις εκδηλώσεις της μέσα σε δύσκολες ιστορικές περιόδους.
Ένας τρίτος κύκλος συγκροτείται από αυτό που θα αποκαλούσε κανείς «διηγήματα ποιητικής», διηγήματα δηλαδή που έχουν στον πυρήνα τους το θέμα της λογοτεχνικής δημιουργίας, της αναζήτησης του «καλού» μέσα σε ένα χάος από ερεθίσματα, αλλά και της δυσκολίας ή αδυναμίας να συλληφθεί και να αποτυπωθεί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς αυτήν την πτυχή παρουσιάζει το διήγημα «Ποντίκια στο κάδρο» με το οποίο πραγματοποιείται μια αναδρομή στους σημαντικότερους σταθμούς της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, στο έργο τους και στο ιδιαίτερο στίγμα τους. Μέσα από τη λογοτεχνική αφήγηση αναδεικνύεται η οπτική του νεότερου πάνω στο έργο των παλαιότερων, ενώ παράλληλα αποδίδεται ένας φόρος τιμής στο νεοελληνικό λογοτεχνικό παρελθόν και πραγματοποιείται ένας απολογισμός της λογοτεχνικής ζωής του τόπου.
Ανάμεσα στους ήρωες των διηγημάτων συναντάμε όχι μόνο πρόσωπα καθημερινά, αντλημένα από τον κόσμο του συγγραφέα, αλλά και πρόσωπα με φανερή τη μυθοπλαστική, φαντασιακή τους προέλευση και καταγωγή. Συναντάμε όμως και τον ίδιο τον συγγραφέα που δεν διστάζει να παρουσιαστεί μέσα από μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση στον αναγνώστη του με ευθύτητα και ειλικρίνεια. Τα πρόσωπα των ιστοριών, ενώ παρουσιάζονται με τη δική του ιδιοπροσωπία το καθένα, αποτελούν πάντα αφορμές, ερεθίσματα για την έμπνευση και κατάθεση των σκέψεων, των συναισθημάτων, των προβληματισμών του συγγραφέα.
Η γλώσσα των διηγημάτων μαρτυρεί μια πλούσια φιλολογική σκευή και καλύπτει μια ευρεία γκάμα που έχει στο ένα άκρο της την στρωτή δημοτική των διαλόγων, των αφηγηματικών και περιγραφικών μερών και στο άλλο μια απλή και ρέουσα καθαρεύουσα που ο συγγραφέας χειρίζεται με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Η αφήγηση κυλά αβίαστα, φυσικά και μέσα σε αυτήν χωνεύονται αποτελεσματικά οι φωνές των προσώπων. Βεβαίως, παρουσιάζονται και εδώ οι λεγόμενοι αναβαθμοί της γλώσσας. Γιατί η γλώσσα των ηρώων έχει τη δική της λογική, τη δική της λειτουργία, τη δική της προέλευση από τον κόσμο της καθημερινότητας, ενώ τα αφηγηματικά κομμάτια παρουσιάζονται πιο λεπτοδουλεμένα, με έντονη τη σφραγίδα της συγγραφικής καλλιτεχνίας. Από αυτή την άποψη, είναι φανερό πως ο Μιχαηλίδης έχει αφομοιώσει σε μεγάλο βαθμό τα διδάγματα των σημαντικότερων νεοελλήνων πεζογράφων που επιδόθηκαν με ιδιαίτερη θέρμη στην καλλιέργεια των γλωσσικών τύπων που προσιδιάζουν σε διαφορετικούς κάθε φορά ομιλητές.
Πέρα από τον χειρισμό της γλώσσας όμως, που συνιστά ένα ειδοποιό χαρακτηριστικό του έργου του Μιχαηλίδη, το στοιχείο εκείνο που δίνει το ιδιαίτερο στίγμα των διηγημάτων του είναι η σύνθεσή τους πάνω στο σχήμα μικρών δραμάτων με τα τρία επίπεδα εξέλιξης της πλοκής, τη δέση, την κορύφωση και τη λύση, αλλά και με την λυτρωτική παρουσία της κάθαρσης που βιώνει ο αναγνώστης έπειτα από τη λύση που προκρίνει συνήθως ένας από τους ήρωες. Η λύση αυτή, κάποιες φορές, δίνεται με τη μορφή της φυγής ή του θανάτου που λειτουργεί ανακουφιστικά πρωτίστως για τον πρωταγωνιστή και δευτερευόντως για τον αναγνώστη. Το γνώρισμα αυτό προσδίδει και μια ακόμα πτυχή ή λειτουργία στα διηγήματα του Μιχαηλίδη. Γιατί η γραφή του λειτουργεί κατευναστικά για τον αναγνώστη και συμφιλιωτικά στο μέτρο που απαλύνει τις ανησυχίες του ανθρώπου, την μάχη του με τα δαιμόνια της ψυχής και του κόσμου, το πιο φρικτό από τα οποία είναι βέβαια ο πόλεμος και ο αλληλοσπαραγμός. Αυτό φυσικά δεν παραπέμπει σε κανενός είδους διδακτισμό παρόλο που, κάποιες φορές, μέσα από την αφήγηση αναδύεται ένας συμβουλευτικός τόνος ή μία διάθεση παραμυθίας που λειτουργεί εξισορροπικά της πικρής γεύσης που η αποτύπωση της σκληρής πλευράς της πραγματικότητας αφήνει. Η στόχευση της αφήγησης του Μιχαηλίδη είναι συν – κινησιακή των συναισθημάτων του αναγνώστη, η μέθεξη του τελευταίου όμως δεν πραγματοποιείται μόνο μέσω του θυμικού, αλλά και μέσω της νόησης, της σκέψης και της διανοητικής εγρήγορσης.
Ευσταθία Δήμου