Ο πατέρας, που όπου κι αν πήγαινε κουβαλούσε μαζί του το δίχτυ για τα ψώνια διπλωμένο σαν μαντίλι στην κωλότσεπη, αγόραζε κασκαβάλι του Αίνου και παστουρμά Καισάρειας από τη Σηλύβρια, σουτζούκι πέταλο πολίτικο από τον Εγγλέζο, αβγά ημέρας από τον απολυμένο συνδικαλιστή καπνεργάτη Γιώργο Πέγιο στη λαχαναγορά, πατάτες απαραιτήτως Μούντζουνους που βγαίναν στην πεδιάδα του Σαρί Σαμπάν, το περιοδικό Ταχυδρόμος από την πλατεία Νικοτσάρα και, λίγο πριν φτάσει στο σπίτι, ψωμιά από το φούρνο του Μπαχάρη. Ο πατέρας γινόταν τότε ανεμότρατα που σαρώνει τους βυθούς των θαλασσών και δεν έμοιαζε καθόλου με κανονικό άνθρωπο που επιστρέφει στο σπίτι από την αγορά.
Τα χρόνια που περιδιαβαίνει σε Καβάλα και Αθήνα ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, με άξονα πάντα τον πατέρα του Κώστα που τον περιγράφει ψηλό σχεδόν μυθικό, παρά τα χρόνια προβλήματα της υγείας του από τη φυματίωση που συχνά τον καθήλωνε στο κρεβάτι, έμοιαζαν να κυλούν αργά, λες και περίμεναν να τα ζήσεις σε όλη την έκταση και την έντασή τους. Γι’ αυτό, παρά τις επιμέρους διαφορές, υπάρχουν κοινά και γνώριμα που συνδέουν τις μνήμες πολλών από μας. Και πρώτα το περίφημο δίχτυ με τα ψώνια, που έκαναν πάντα οι άντρες καθώς οι γυναίκες σπανίως ξεμύτιζαν από την οικογενειακή εστία –κάτι ανάλογο δεν συνέβαινε και στην Αρχαία Αθήνα, άλλωστε, με τους άνδρες να βρίσκονται συχνά στην Αγορά του Δήμου απ’ όπου ήταν αποκλεισμένες οι γυναίκες; Σήμα κατατεθέν το δίχτυ και του δικού μου παππού που καθημερινά επισκεπτόταν την Κεντρική Αγορά για τις προμήθειες της οικογένειας. Από κει και πέρα πολλά τα γνώριμα: το Ντομινό, ο Ταχυδρόμος, η Διάπλαση των Παίδων, ο κινηματογράφος –πολύς κινηματογράφος σχεδόν αποκλειστική διασκέδαση και ενημέρωση της εποχής με την φαντασία να περιπλανιέται οργιώδης πολύ πέρα από το λευκό πανί και τη μηχανή προβολής, οι στενές συγγενικές σχέσεις με τις χαρακτηριστικές φιγούρες κάθε φαμίλιας, οι διακοπές του καλοκαιριού, η περιορισμένη ζωή –δίχως καμιά σπατάλη ακόμα κι αν σου ’πεφτε κατά λάθος το παγωτό που τόσο λαχταρούσες, ο πάγος, η παγωτομηχανή με το ξύλινο βαρέλι –η δική μας είχε μοτέρ ηλεκτρικό δεν ήταν χειροκίνητη, η συχνή αναφορά στην Ούνρα (έστω και σαν μακρινή πια ανάμνηση που χρησιμοποιούνταν πλέον ως σχήμα λόγου).
Στις μνήμες του Ξανθόπουλου υπάρχει ο τόπος καταγωγής, η Καβάλα της δεκαετίας 1949-1959 με τον Άγιο Σίλα, το Καράορμαν, οι καραμανλήδες (τουρκόφωνοι Χριστιανοί ορθοδόξων της Μικράς Ασίας, που έγραφαν την τουρκική γλώσσα με χαρακτήρες του ελληνικού αλφαβήτου, τα Καραμανλήδικα). Στη σελίδα 74-75 ο Ξανθόπουλος αναφέρεται στον δικηγόρο Καβάλας Νίκο Βασιλικό που είχε κερδίσει τον σεβασμό των οικείων του συγγραφέα με τους αγώνες του στην υπεράσπιση των απλών ανθρώπων: «Ο δικηγόρος Βασιλικός ήταν κάτι σαν ήρωας για τους κυνηγημένους αριστερούς από τη Δράμα, την Καβάλα, τις Σέρρες και την Ξάνθη, γιατί πάντα κατάφερνε να σώζει όσα κεφάλια κινδύνευαν και πάντοτε χωρίς να εισπράξει την παραμικρή αμοιβή». Ο Νίκος Βασιλικός ήταν πατέρας του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού και μάλιστα είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικό το ημερολόγιό του από την Μικρασιατική Εκστρατεία που επιμελήθηκε και εξέδωσε ο Βασίλης Β. πρόσφατα: Νίκος Βασιλικός, Το ημερολόγιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, Επιλεγόμενα Β.Β., Η Δίκη των Εξ., εκδ. Πακάκη, Αθήνα 2018, σελ. 313.
Επιστρέφουμε στον Άγγελο του Λ.Ξ. και στεκόμαστε στο τραγούδι που ’λεγε ο πατέρας του την ώρα που δόλωνε με σκουλήκι το αγκίστρι στο ψάρεμα: «Ένα σκουλήκι ψόφιο/ να το σκοτώσω δεν μπορώ/ να φύγω δε μ’ αφήνει/ ωχ αμάν αμάν…» Ο Λευτέρης το ανέφερε και στο διήγημά του «Οι Σαλάτες» (από την υπό έκδοση συλλογή του Γάτες παντού). Για την ιστορία να θυμίσω πως ο συγκεκριμένος αμανές συνόδευε την είσοδο του μάγκα Σταύρακα στον μπερντέ του καραγκιόζη. Και βέβαια ήταν ένα από τα αγαπημένα αστεία και του δικού μου πατέρα…
«Εδώ μπροστά στον καθρέφτη με το σημαδεμένο μου πρόσωπο» (σ. σ. από την πρώιμη απόπειρα ξυρίσματος που επίσης αποτελεί μνήμη κοινή για όλους μας εκείνα τα χρόνια), επιλέγει ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, «βλέπω για πρώτη φορά καθαρά πως ό,τι ως χτες ήταν ένα παιδικό και ανέμελο παιχνίδι γίνεται τώρα μια επικίνδυνη βεβαιότητα, και γύρισε τότε η γη ανάποδα, ξεσήκωσε καταιγίδες, ξεσήκωσε τρικυμίες και θύελλες, ξεσήκωσε μεγάλη ταραχή στην τρομαγμένη μου ψυχή που μεγάλωνε».