Κλεισμένη μέσα σε άσηπτες μητροπόλεις να σέπεται η ύπαρξή μας
Για την ποιητική συλλογή «Σαντιγκάρ» του Κώστα Κρεμμύδα
Πάνω στα ερείπια της πόλης φάντασμα, μιας επί της ουσίας «μη-πόλης», κενής ως προς την ανθρωπογεωγραφία και τη σπλαχνική αιματική ροή της, στέκεται ο ποιητής Κώστας Κρεμμύδας μαζί με τους λιγοστούς που απέμειναν, ή που απέδρασαν, ή που επιχείρησαν να διαφύγουν θέτοντας στην πορεία πολλά ερωτήματα γι’ αυτό το δυστοπικό περιβάλλον της νεόδμητης πόλης, της «πολεοδομικής τάξης» της σύγχρονης εποχής του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Τι κι αν η πόλη-πρότυπο «Σαντιγκάρ» κατέρρευσε από μόνη της, αφού δεν έλαβε σοβαρά υπόψιν της -εκείνη όπως και ο κατασκευαστής της- τον διαρκώς μεταβαλλόμενο αστάθμητο παράγοντα άνθρωπο, τον κινητήριο μοχλό και θεμέλιο λίθο της, ο ποιητής με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον παρατηρεί μπροστά του να προβάλλει διαρκώς σαν εφιάλτης σε επανάληψη αυτή η πόλη του μοντερνισμού, και να αναγεννάται ολοένα μέσα από τις στάχτες της και να τυλίγεται σαν μια μεγάλη ζώνη ή σαν θηλιά γύρω από τον αυχένα του παγκοσμιοποιημένου αστικού χώρου. Πόλεις που διαρκώς καταρρέουν, που αυτοκαταστρέφονται, αλλά που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε ένα όξινο, τοξικό κοινωνικό περιβάλλον, όπου το αστικό κράτος ή η όποια εξουσία το υποκαθιστά κάθε φορά, κατασκευάζει δομές πολιτικής και κοινωνικής ζωής ικανές να διαχειριστούν τις εντάσεις και τις αντιθέσεις μέσα στο πάλαι ποτέ ζωντανό ανθρωποκύτταρο-πόλη, φαινομενικά αμβλύνοντας τες. Αυτή η ομογενοποίηση λαμβάνει χώρα στην πόλη-πρότυπο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής «Σαντιγκάρ» στην Ινδία, που είναι ουσιαστικά η πόλη των ζωνών και των θυλάκων, και που κατασκευάστηκε για να εξασφαλίσει τέσσερις ζωτικές λειτουργίες μιας στείρας κατά τα άλλα κοινωνικής ζωής. Την κατοίκηση, την εργασία, την αναψυχή και την κυκλοφορία. Ο άνθρωπος και ο ποιητής μέσα σε αυτή συνθλίβονται ως έννοιες και ως υποκείμενα, μιας και τα όρια της πόλης δεν καθορίζονται, δεν διαγράφονται από την πολυπλοκότητα της κοινωνικής της ζωής και το σπείρωμα της ιστορικής της ταυτότητας, αλλά από ένα «συρματόπλεγμα» που λειτουργεί ως τεχνητό φράγμα και διαχωρίζει αυστηρά το μεταβαλλόμενο διαρκώς εσωτερικό της από το εξωτερικό ρευστό περιβάλλον. Υπό αυτό το πρίσμα κόβεται κάθε διαλεκτική σχέση του ανθρώπου, άρα και του ποιητικού υποκειμένου, με τον κοινωνικό ιστό, που δεν υφαίνεται με τρόπο ιδιαίτερο και μοναδικό από τα σύνολα των υποκειμένων που δημιουργούν διαρκώς μεταξύ τους σταθερές όπως και ευμετάβλητες γέφυρες επικοινωνίας, αλλά κατασκευάζεται, σαν να είναι από τσιμέντο, υπακούοντας αυστηρά στο αρχικό αρχιτεκτονικό σχέδιο της πόλης.
Ο Κώστας Κρεμμύδας βρίσκεται στα θεμέλια αυτής της πόλης που κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος εν μία νυκτί, της «Σαντιγκάρ», και που κόστισε τη ζωή σε αρκετούς ανθρώπους, όχι με την ιδιότητα του ιατροδικαστή ή ενός εμπειρογνώμονα, αλλά με πνεύμα κριτικό, μάλλον δύσπιστο ως προς το γενικότερο μέλλον των ανθρώπων και των ποιητών, όπου αν υπάρξει αυτό θα είναι κλεισμένο μέσα σε μία δομή σαν τη «Σαντιγκάρ». Με τον ποιητικό του όμως αναστοχασμό πάνω στα ερείπια της πόλης φάντασμα, της «μη-πόλης», φυτεύει μέσα στο άδειο χωμάτινο φατνίο της τους σπόρους των ποιημάτων της δικής του Οκτάνας, μιας νέας ερωτικής, ανθρώπινης οικουμενικής ουτοπίας. Με λόγο σουρεαλιστικό, πυκνό σε εικόνες, αντιθέσεις και συγκρούσεις, υψώνει «μόνο τουφέκια κι όνειρα» και επισημαίνει πως «η ζωή θα πλημμυρίσει τον κόσμο, ο κόσμος …ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ». Η ποιητική συλλογή «Σαντιγκάρ» είναι ένα οικοδόμημα που στήνεται πάνω στα θεμέλια της γκρεμισμένης πόλης-πρότυπο, στο κενό που αφήνει πρόσκαιρα η «μη-πόλη», πριν προλάβει η δύναμη της αδράνειας, ή η νέα τάξη πραγμάτων να το καλύψει μέσω του δυστοπικού της μέλλοντος, θεμελιώνοντας ξανά την «άσηπτη» αυτή μητρόπολη σε ένα νέο αστικό τοπίο. Η «Σαντιγκάρ» του Κώστα Κρεμμύδα είναι ομοιοπαθητικό φάρμακο που ξορκίζει τον εφιάλτη της «πολεοδομικής τάξης» που αποσαρθρώνει το ποιητικό υποκείμενο και εξουδετερώνει την όποια δύναμη δημιουργικής αλλαγής εντός της, με σπόρους ελεύθερης ποιητικής έκφρασης και με έξυπνες σφαίρες ουτοπίας-στόχους στην καρδιά της δυστοπίας. «Τα ποιήματά μας σκουριασμένα κοκτέιλ και απαστράπτουσες άγιες μολότοφ εκτοξεύουμε σταθερά τις ιερές νύχτες στα σαθρά θεμέλια της πόλης για να ξυπνήσουν ξανά σε εκατομμύρια μικρές πυρκαγιές οι ξαναγεννημένες εκρήξεις», γράφει στο ποίημα «Αστικά μεταμεσονύκτια κατάλοιπα».
Ένας καταιγισμός από πολλαπλά σημαίνοντα και σημαινόμενα που συστρέφονται, αντιστρέφονται, εναλλάσσονται, αντιθέσεις εσωτερικές από τα βάθη της ψυχής του ποιητή, μια αιωρούμενη αμφιθυμία πάνω σε ένα υπόβαθρο γνωσιακό μιας εν τω βάθει διαλεκτικής κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης, ελεύθερου στοχασμού και φιλοσοφικής ενατένισης ενός υποκειμένου ποιητικού που μοιραία ενώνεται με το συλλογικό υποσυνείδητο μιας πραγματικής, ιερής, και πιο ανθρώπινης πόλης, όπως εκείνο ουσιαστικά την οραματίζεται. Ο Κώστας Κρεμμύδας ταλαντεύεται διαρκώς στο κάθε ποίημα της συλλογής «Σαντιγκάρ», δίνοντας μια μάχη αμφίρροπη με τον εσωτερικό του κόσμο αλλά και με τον πρωτόγνωρο περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο απ’ όπου με βαθιά ευαισθησία εξορμάται το ποίημα του. Αδυνατεί να ερμηνεύσει το νέο αυτό, ξένο και όξινο για τις ιδέες και τα όνειρα περιβάλλον με τα παραδοσιακά εργαλεία μιας αυστηρά ταξικής, διαλεκτικής, ιστορικής ανάλυσης, γι’ αυτό και κάθε ποίημα της δικής του «Σαντιγκάρ» δίνει μέχρι την τελευταία του λέξη πραγματικό αγώνα για να λύσει τους νέους αυτούς, ιδιότυπους γόρδιους δεσμούς και να απελευθερωθεί από τη δεινή θέση τού να παρατηρεί απλά τον κόσμο ή να αποδέχεται αμαχητί την ήττα του. Το ποίημα της κατά Κρεμμύδα «Σαντιγκάρ» μετατρέπεται μέσα από τον εσωτερικό πυρήνα των αντιθέσεών του και των αντιφάσεών του, αφού πρώτα σταθεί και πάλι όρθιο έπειτα από πτώση και παρ’ ολίγον συντριβή, σε ενεργό επαναστατικό εργαλείο στα χέρια του ποιητή. Φαίνεται πως σε αυτή την αγωνιώδη, εργώδη προσπάθεια ο ποιητής νικά στα σημεία, θεμελιώνοντας την καθαρά δική του «Σαντιγκάρ», χώρα ή χώρος όπου εκφράζεται πια σε απόλυτο βαθμό το συλλογικό ασυνείδητο μέσα από την αποκατεστημένη αξονική, σπειροειδή εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας, σώζοντας ή αναδομώντας ο ίδιος εντός της και τη δική του ανθρώπινη πλευρά, την ύπαρξή του, και τον κοινωνικό της προσανατολισμό. Η πόλη του Κρεμμύδα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, όπως ακριβώς τη δόμησαν οι χάρτες ανθρώπινης ανατομίας των ποιημάτων του, μέσα στο αίμα και στο άγχος της πρώτης βρεφικής τους ανάσας. Τα ποιήματά της πάντα θα «ασφυκτιούν κλεισμένα ανάμεσα σε λέξεις», αφού η ποίηση ΕΚΕΙ δεν θα εφησυχάζει ποτές.
«–Έχουμε πόλεμο, σας λέω, πιστέψτε με
–Σκάψτε λαγούμια με νύχια και με δόντια
ραντίζετε με αίμα ή με βροχή
για να γλιστράνε τα βράδια οι Ελπίδες μας στην άσφαλτο».
Η ανθρώπινη «Σαντιγκάρ» του Κώστα Κρεμμύδα, αντίδοτο στον εξανδραποδισμό της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, έρχεται να επιτελέσει τον καθολικό, τον αρχετυπικό και πανανθρώπινο προορισμό της ίδιας της τέχνης, εξαγνίζοντας ταυτόχρονα και τον δημιουργό της.
Σπύρος Γ. Μπρίκος
* Κώστας Κρεμμύδας, Σαντιγκάρ, Ποίηση, έργο εξωφύλλου Γιώργος Ξένος, εκδ. Μανδραγόρας, Νοέμβριος 2013, σελ. 48