Η Αντιγόνη κατέβασε το δεξί της πόδι στην άσφαλτο. Το αριστερό παρέμεινε στο μαρσπιέ της μοτοσυκλέτας. Νεκρά. Κόκκινο. Το πορτοκαλί το είχε δει από μακριά. Στην άκρη του πεζοδρομίου έστεκε μονάχα ένας άντρας με καρφωμένα τα μάτια στο φανάρι της διάβασης. «Ακόμη ένας στον κόσμο του», είχε σκεφτεί και επιβράδυνε προοδευτικά μέχρι που σταμάτησε λίγο πριν την οριζόντια γραμμή. Η φιγούρα του πεζού κινούνταν -περισσότερο από το συνηθισμένο – αργά. «Αντίσταση στην αμείλικτη ταχύτητα της σύγχρονης ζωής ή απλά κάποια αδυναμία;»διερωτήθηκε στιγμιαία, αλλά αυτή η σκέψη πέρασε σε δεύτερο πλάνο· η αντίστροφη μέτρηση για το πράσινο είχε γίνει πλέον το ζητούμενο. Ο διαβάτης κάπου στο βάθος εξακολουθούσε να κινείται με προσεκτικά βήματα.
Είχε κανονίσει να έχει χρόνο. Είχε μάθει να μη βιάζεται,όταν ήταν να επισκεφτεί μια τράπεζα. Είχε μάθει πια να μην μπλέκει τα πράγματα· ένα πράγμα κάθε φορά. Η Άνοιξη, ωστόσο, της απέσπασε την προσοχή. Εισέβαλε στη μισάνοιχτη ζελατίνα του κράνους της. Την ερχόμενη Κυριακή θα πήγαινε σίγουρα μια βόλτα, αν δεν έβρεχε. Θα έβγαζε ακόμη και την πίσω βαλίτσα για τις καθημερινές μετακινήσεις και έτσι γυμνή – με ένα μόνο tank bag[1]και με μόνο συνεπιβάτη τη φωτογραφική της μηχανή – θα άφηνε τα οχτακόσια της κυβικά να καλπάσουν στους φιδωτούς επαρχιακούς δρόμους.
Το κακόγουστο γρύλισμα μιας μηχανής την επανέφερε στη ρυπαρή πραγματικότητα της πόλης. Κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη. Μα πριν προλάβει να δει, κάπου ανάμεσα σε αυτήν και το διπλανό αυτοκίνητο πέρασε κάτι σαν σφήνα.Δεν ακούστηκε καν τρίξιμο από λάστιχα. Το σώμα παρασύρθηκε σαν πάνινη κούκλα. Μια άτσαλη πιρουέτα και σωριάστηκε κουρελιασμένο στην άσφαλτο. Πρέπει να τον ακούμπησε η μοτοσυκλέτα ανεπαίσθητα με το τιμόνι. Μετά από μια αγωνιώδη ταλάντωση το θεριό με την κοφτή ουρά κατάφερε να συνεχίσει τη θυμωμένη της πορεία εντείνοντας το βρυχηθμό της.
Στην Αντιγόνη, σαν να ενεργοποιήθηκε αυτόματος πιλότος.Έλεγξε γρήγορα την κίνηση των οχημάτων πίσω της· ήταν θέμα δευτερολέπτου να ανάψει πράσινο και ο δρόμος ήταν γεμάτος με αυτοκίνητα σε αναμονή. Υπήρχαν διερχόμενοι να βοηθήσουν. Κινήθηκε σβέλτα πάνω στη διάβαση. Τοποθέτησε τη μηχανή μπροστά από το πεσμένο σώμα, σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόσταση. Έτσι, πέτυχε με ασφάλεια την παράκαμψη της κίνησης.Η τράπεζα δεν έφυγε τελείως από την έννοια της. Είχε κάψει άδεια, για να κλείσει τέτοιες άχαρες τρύπες. Στεκόταν εκεί φρουρός· να κάνει σήματα στους οδηγούς των αυτοκινήτων. Έριχνε πότε-πότε γρήγορες ματιές πίσω της, στον πεσμένο άντρα. Ωστόσο, κόσμος όρθιος εμπόδιζε να καταλάβει τι γινόταν. Κάπου στα ενδιάμεσα, έβαλε το κράνος της στη βαλίτσα της μηχανής και πήρε μαζί της το φαρμακείο.
Επιτέλους, άναψε κόκκινο. Έτρεξε στον τραυματία. Το γνώριμο λαϊκό δικαστήριο είχε στηθεί. Κανένας δεν είχε καλέσει βοήθεια ή τις αρχές. Κανένας δεν είχε δει αν είχε πινακίδα η μοτοσυκλέτα. Κανένας, ευτυχώς, δεν τόλμησε να ακουμπήσει τον άντρα, που κείτονταν μπρούμυτα. Μέχρι να μάθουν αν ζει, στέκονταν σε απόσταση, μουρμουρίζοντας διάφορα για τους αλήτες μηχανόβιους.Η Αντιγόνη εξέτασε τις ζωτικές λειτουργίες του άντρα. Ανέπνεε. Θα μπορούσε να είναι συνομήλικός της – κάτι μεταξύ τριανταπέντε και σαράντα. Δεν είχε εμφανή αιμορραγία. Φορούσε άνετα ρούχα. Δεν είχε, όμως, τις αισθήσεις του. Κάλεσε ασθενοφόρο και την Τροχαία. Με αλουμινοκουβέρτα τον κράτησε ζεστό. Δεν επέτρεψε κανέναν να τον μετακινήσει, όσο και αν η κίνηση του δρόμου εμποδιζόταν.
Πρώτη φορά αντιμετώπιζε περιστατικό με απώλεια αισθήσεων. Μερικοί περίεργοι τράβηξαν φωτογραφίες με το κινητό τους και συνέχισαν το δρόμο τους. Τους ευχαρίστησε σιωπηλά. Ο άντρας και εκείνη χρειάζονταν αέρα – και όσο το δυνατόν ηρεμία. Η ίδια διψούσε, μα κανείς δε φαινόταν πρόθυμος να νοιαστεί. Με την εμφάνιση του ανακριτικού της Τροχαίας, ως δια μαγείας,εξαφανίστηκαν οι τόσοι μάρτυρες. Μέσα στο κέντρο της πόλης. Μέρα μεσημέρι. Μια καθημερινή. Η Αντιγόνη το είχε ξαναζήσει σαν σε dejavu. «Ναι, σίγουρα, όλοι αυτοί σε κάποια τράπεζα θα έπρεπε να σπεύσουν», σκέφτηκε με πικρή ειρωνεία.
Ουρλιαχτό σειρήνας πλησίαζε. Έλεγξε για μια ακόμη φορά την κατάσταση του άντρα. Ένας από τους αξιωματικούς διέταξε να ανοιχτεί ο δρόμος. Τότε ήταν που ένας νεαρός τροχονόμος άρπαξε τη μηχανή της και την έσυρε προς το πεζοδρόμιο. Η Αντιγόνη δεν πρόλαβε καν να κουνηθεί. Τα μάτια της ήταν πια μόνο πάνω στη μοτοσυκλέτα. Το είδε ότι δεν άνοιξε σωστά ο πλαγιοστάτης. Ο μεταλλικός γδούπος και ο σπασμένος καθρέφτης απλά επιβεβαίωσαν το αναπόφευκτο. Πόνεσε. Τα πράγματα εξελίσσονταν περίεργα. Επανήλθε με την άφιξη του ασθενοφόρου. Εν τάχει εξήγησε στο προσωπικό τα σχετικά με την κατάσταση του τραυματία. Δεν την αφήναν ωστόσο να φύγει. Έπρεπε να την εξετάσουν. Άρχιζε, πλέον, να χάνει την ψυχραιμία της. Τους ξεκαθάρισε ότι αυτή δεν είχε εμπλακεί στο τροχαίο. Προσπαθούσε να αναπνεύσει. Έψαχνε αέρα. Δεν της έφτανε.
Ελεύθερη πια, πλησίασε τη μοτοσυκλέτα της. Διαπίστωσε ότι έσπασε και το πίσω φλας. Έψαξε γύρω της για εκείνον, που της έκανε τη ζημιά. Όλοι οι ένστολοι ίδιοι έμοιαζαν. «Θα βοηθήσει κανείς σας;» τους φώναξε. Ακούστηκε κάποιος να λέει «Αν δεν μπορείς να τη σηκώσεις, τότε τι την καβαλάς; Αυτά είναι αγορίστικα παιχνίδια». Σαν σε αρένα την είχαν κυκλώσει. Έπρεπε να το σταματήσει όλο αυτό. Αναζητούσε το τηλέφωνο της ασφαλιστικής, όταν τη διέκοψε εκείνος που της φάνηκε πιο πριν ως υπεύθυνος. Της έδειξε το ανακριτικό βανάκι και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Εκείνη του έδειξε την πεσμένη μηχανή. Διαμαρτυρήθηκε. Ένιωθε να πνίγεται. Έτρεμε από τα νεύρα. Εκείνος της είπε να τη σηκώσει μετά – με την ησυχία της – και πρόσθεσε ότι «Δεν είναι δουλειά της αστυνομίας να προσφέρει οδική βοήθεια. Εξάλλου, εσύ την πάρκαρες παράνομα μέσα στο δρόμο. Εσύ εμπόδιζες την προσέγγιση του ασθενοφόρου».
Τα αυτιά της βούιζαν. Στο βανάκι επικρατούσε ζέστη. Το μπουφάν την έπνιγε. Το μυαλό της ήταν κολλημένο στη χτυπημένη μοτοσυκλέτα. Απάντησε μηχανικά τις τυπικές ερωτήσεις και έδωσε μια σύντομη περιγραφή του συμβάντος. Μετά ακολούθησαν και άλλες ερωτήσεις:
Πρώτη ερώτηση: «Γνωρίζεις τον αναβάτη της άλλης μηχανής;» Απορημένα, τους απάντησε αρνητικά.
Δεύτερη ερώτηση: «Αν κατάλαβα σωστά, έτσι όπως είχες σταματήσει, έδινες χώρο για να περάσει ανενόχλητη η άλλη μοτοσυκλέτα. Έτσι, δεν είναι;» Το κεφάλι της πλέον πήγαινε να σπάσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί της έκαναν αυτές τις άσχετες ερωτήσεις. Έγνεψε καταφατικά με κάποια καθυστέρηση.
Τρίτη ερώτηση: «Πώς είναι δυνατόν να μην είδες τον αριθμό του οχήματος; Από μπροστά σου πέρασε. Σίγουρα δε γνωρίζεστε; Εσείς δεν είστε σε κλαμπ και λέσχες;»
Η κούραση κατέβαλε την Αντιγόνη. Ζήτησε νερό και ένα παυσίπονο. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο·να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Έβγαλε το μπουφάν της και απάντησε.
– Και να προλάβαινα να δω το νούμερο, η θέση της πινακίδας συνήθως στο συγκεκριμένο τύπο μοτοσυκλέτας είναι κάτω από τη σέλα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τη δει κανείς. Τι σας είπαν οι άλλοι αυτόπτες μάρτυρες; Δεν τους ρωτήσατε;
– Το τι κάνουμε εμείς και το τι είπαν όλοι οι άλλοι είναι δική μας δουλειά. Εσύ γιατί έμεινες με το θύμα; Τον ξέρεις;
– Χρειάζεται να ξέρεις κάποιον, για να τον βοηθήσεις;
Το νερό δεν ερχόταν. Η ανάγκη του παυσίπονου είχε γίνει επιτακτική. Ζήτησε να διακόψουν, για να βγει να βρει το φαρμακείο της. Όμως, ο αξιωματικός επέμενε.
– Καταλαβαίνεις ότι μπορεί να σε μηνύσει ο άνθρωπος, αν και εφόσον ξυπνήσει; Ποιος μάς λέει ότι δεν τον έβλαψες; Εμείς οφείλουμε να δώσουμε το όνομά σου, εφόσον μάς ζητηθεί από τον μηνυτή.
– Έλεος! Χρειάζομαι αέρα.
Θολωμένη βγήκε από το όχημα. Το φαρμακείο της άφαντο. Ένας αστυνομικός την πλησίασε.
– Τι σας συμβαίνει, κυρία μου;
– Με κοροϊδεύετε κανονικά. Αυτό μού συμβαίνει! Τι είστε εσείς; Όπου σάς παίρνει, το παίζετε εξουσία. Και για ποιο λόγο, μου λες; Για πες μου!Για ποιο λόγο;
Πίσω της,ακούστηκε ο γαλονάς «Τελειώσαμε για σήμερα. Υπόγραψε εδώ. Θα σε καλέσουμε για συμπληρωματική κατάθεση μέσα στις επόμενες δεκαπέντε μέρες.» Το στομάχι της είχε σφιχτεί. Το κείμενο της κατάθεσης ήταν λίγες σειρές και ένα σκαρίφημα.
«… στις 10 Μαρτίου 2010 και στην πόλη της Θεσσαλονίκης στη συμβολή Μητροπόλεως με Κομνηνού και ώρα έντεκα περίπου πρωινή είχα σταματήσει πριν τη διάβαση επί της Μητροπόλεως λόγω ερυθρού σηματοδότη. Κινούμενη με μεγάλη ταχύτητα μοτοσυκλέτα, τον αριθμό κυκλοφορίας της οποίας δεν είδα, παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη και παρέσυρε άγνωστο προς εμένα άντρα, που κινούνταν πάνω στη διάβαση. Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας διέφυγε με το όχημά του.»
Το διάβασε και υπέγραψε στο γόνατο, κυριολεκτικά.
Αναζήτησε τη μηχανή της.Ήταν όρθια. Ανακούφιση. Κόσμος πηγαινοέρχονταν.
Από τη βαλίτσα έβγαλε ένα μισοάδειο μπουκαλάκι νερό. Θα χρειαζόταν χρόνο μέχρι να καταφέρει να ξαναβάλει το κράνος της. Αναρωτιόταν αν θα είχε κάποιο νόημα να δηλώσει τη ζημιά στην ασφαλιστική της. Ένιωθε βρόμικη. Στηρίχτηκε σε ένα στύλο. Το βλέμμα της χάθηκε στο πέρασμα των αυτοκινήτων. Δεν ήξερε ποιον να καλέσει.Τι να του πει. Τι να του ζητήσει. Ήθελε να τελειώσει όλο αυτό. Η Τροχαία έφυγε. Η κίνηση αποκαταστάθηκε πλήρως. Έδωσε μερικά λεπτά ακόμη. Εστίασε στα βήματα. Έβγαλε το σπασμένο καθρέφτη. Τον έβαλε στη βαλίτσα. Έκανε μια γύρα μήπως διαπιστώσει κάποια σοβαρή φθορά. Ευτυχώς, τίποτα το ανησυχητικό. Πλέον, ανέπνεε βαθιά και αβίαστα. Έβαλε κράνος και γάντια. Καβάλησε. Έβγαλε φλας. Κοίταξε μέσα από τον εναπομείναντα καθρέφτη. Έριξε μια γρήγορη ματιά πάνω από τον ώμο. Επιταχύνοντας, σήκωσε το δεξί της πόδι από την άσφαλτο. Στο επόμενο φανάρι άκουσε – κάπου πίσω της – τρίξιμο από λάστιχα.
[1]βαλίτσα ντεπόζιτου για μοτοσυκλέτα.