Ημερολόγιο ασημάντων 178: Αυτοθαυμασμός Τι είναι αυτό που σε κάνει ποιητή; | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

 

11.9.19 Tετάρτη. Ετοιμάστηκα να πάω στην Οφθαλμοϊατρική Κλινική του Γεννηματά. Να μου φύγει αυτό τα άγχος. Με πήρε όμως ο φίλος μου ο Φύσσας τηλέφωνο να συναντηθούμε, είναι ήδη στην περιοχή με το ποδήλατο. Πήγαμε στον Παντελή για καφέ. Έχει κακά και καλά νέα. Τι κακά βρε Δημήτρη; «Mε απέλυσαν από την Athens Voice . Τα καλά νέα: βγαίνει από την Εστία το βιβλίο μου με τα διηγήματα τον Δεκέμβρη». Πίνουμε καφέ, δεν δέχεται να τον κεράσω. Μισά μισά. Αυτής της άποψης είμαι κι εγώ, αλλά κάποια φορά θα μπορούσε να γίνεται και μια παρέκκλιση. Όμως ο Δημήτρης είναι περήφανος και διαλεκτικός μαζί. Πολύ δύσκολος συνδυασμός να επεξηγείς την περηφάνια σου και να υπερηφανεύεσαι για τη διαλεκτική σου. Αντιμετωπίζει ψύχραιμα τη νέα κατάσταση. «Έχω σπίτι, δεν πληρώνω νοίκι, δεν έχω πια υποχρεώσεις, έχω να φάω. Λογικό είναι ένας επιχειρηματίας όταν θεωρεί ότι δεν τον συμφέρει ένας υπάλληλος να τον απολύει. Έχω απολύσει κι εγώ. Άλλωστε θα συνεχίσω τη συνεργασία με το κομμάτι, την αγαπώ την εφημερίδα, όπως και το Φώτη τον διευθυντή. To πρόβλημα είναι ότι έληξε και η σύμβαση στο ραδιόφωνο!».

Αχ βρε Δημήτρη, εντάξει, έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός, αλλά κι εσύ παραμένεις πιονέρος στην πιο σκληρή γραμμή του φιλελευθερισμού μέσα σ’ αυτό το σύστημα σαν το ψάρι στο νερό, χωρίς να είσαι κανένα κανιβαλόψαρο προχωρείς αγέρωχος και λάμνεις. Εγώ γεννήθηκα στραβολαιμιασμένος εφταμηνίτης, σε μια ταράτσα στο Μεταξουργείο, πάνω από ένα βενζινάδικο Ψαρών 3 και περιμέναμε τον μπαμπά να γυρίσει από το εργοστάσιο όταν βγαίνανε τ’ αστέρια μυρίζοντας από πάνω μέχρι κάτω νικοτίνη. Επιμένω να μη γουστάρω τη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης σε λίγους, ενώ η πλέμπα σκοτώνεται για «τα απορρίμματα ενός φριχτού σκυλοφαγιού» (Σοπενχάουερ). Αυτό δεν είναι διαλεκτική, να σκυλοπνίγεσαι στο πέλαγος για μια «καλύτερη» ζωή, αυτό δεν είναι δίκαιος καταμερισμός τόπου και εργασίας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες έχουν δίκιο ο Σοπενχάουερ, ο Σικελιανός, ο Ελύτης και λοιποί αστοί φιλόσοφοι και καλλιτέχνες που δεν καταδέχτηκαν ποτέ να δουλέψουν, έχοντας βέβαια εξασφαλίσει την κάλυψη ισχυρών οικογενειακών πορτοφολιών.

Στις 12 το μεσημέρι μπαίνω στο Γεννηματά. Στο Γραφείο Πληροφοριών με αποπέμπουν ασυζητητί λέγοντάς μου να τηλεφωνήσω στον αριθμό 1535 του Νοσοκομείου για να κλείσω ραντεβού. Το πρώτο διαθέσιμο είναι από το Γενάρη του 2020 και πέρα, λέει σαδιστικά ο υπάλληλος. Kαλά, υπ’ αυτή την έννοια μπορεί να χάσω το μάτι μου, του λέω, φιλικά και εμπιστευτικά. Ε τότε πήγαινε στους γιατρούς δίπλα κι άμα σε πάρουν. Φυσικά θα πάω, θυμάμαι πριν 10 χρόνια τα έκτακτα δούλευαν ρολόι επί 24ώρου βάσεως.

Πολύς κόσμος τώρα στα έκτακτα, το περίμενα, έχω μαζί μου τον Γιώργο Μπράμο για να διαβάσω Το ψέμα του λύκου και θα δω και το ωραίο ματς Γαλλία-ΗΠΑ για τους προημιτελικούς αγώνες μπάσκετ, από την τηλεόραση που κρέμεται από το ταβάνι της αίθουσας αναμονής. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα: κι αν έχω αυτό τον ιό από την ψωριασική αρθρίτιδα και αν έχω καταρράκτη, ωχρά κηλίδα όπως ο Κουλούρης ή το χειρότερο γλαύκωμα που στραβώνεσαι στο τέλος. Μετά δεν γίνεται, πρέπει να βρεις τρόπο να αυτοκτονήσεις. Όμως η Χριστίνα, η τυφλή συνάδελφος στη δουλειά έπιανε πουλιά στον αέρα. Ήταν η καλύτερη υπάλληλος. Δούλευε με ειδικό πρόγραμμα στον υπολογιστή κι έκανε τα πάντα. Και οι άλλοι καλοί ήτανε, αλλά τούτη εδώ το κάτι άλλο. Να φανταστείτε πήδηξε από το αεροπλάνο με αλεξίπτωτο στο κενό, τυφλή Ακόλουθος ούσα.

Κι αυτή η καθυστέρηση παραείναι ψυχοβγαλτική, μία νοσοκόμα τσακώνεται με κάποιους ασθενείς που είναι όντως σπαστικοί. Ας διαβάσω λίγο Γιώργο Μπράμο:

«Η συναισθηματική προσέγγιση της πραγματικότητας είναι ανούσια και δεν ωφελεί. Η αποτυχία σκληραγωγεί τους ανθρώπους. Παλαιότερα πίστευα πως η συλλογικότητα βοηθάει να ξεπεραστούν τα προβλήματα. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι κομμουνιστές , οι καλόγεροι, οι πρόσκοποι, τα μέλη πολιτιστικών λεσχών, οι κυρίες φιλοπτώχων σωματείων και οι μαφιόζοι. Εγκατέλειψα εξαιτίας θλιβερού συμβάντος τη συλλογικότητα και επέλεξα το αντίθετό της την ατομικότητα που σ’ εμένα για την ακρίβεια εκφράζεται ως μοναχικότητα. Η πρώτη ενέργεια που υποχρεώνομαι να κάνω είναι ο σχεδιασμός της επιβίωσής μου. Δεν έχω όμως αυταπάτες. Το ψωμί, το νερό κι ένα παγκάκι χρειάζονται σκληρότητα και αντοχή. Το βράδυ πλησιάζει, η νύχτα είναι σκληρή η επιβίωση δύσκολη»

Τι καθιστά ένα συγγραφέα καλό συγγραφέα, που να αξίζει τον κόπο να διαβάσει ένας φανατικός αναγνώστης, την ώρα που περιμένει εναγωνιωδώς τη σειρά του σε μία καρέκλα της οφθαλμιατρικής κλινικής; Περιμένει μία στρωτή αφήγηση – όχι λεκτικούς ακροβατισμούς – με ζωντανούς χαρακτήρες και μια ιστορία με την οποία ο άλλος να συνδέεται ψυχικά, να αναγνωρίζει πράγματα, όπως στον Μπράμο που κουβαλάει και το πολιτικό στοιχείο και τη δυσεπιβεβαίωση γενεών και γενεών πλην γνωστών τρωκτικών και αεριτζήδων. Όλα του τα βιβλία λίγο πολύ είναι διαβαστερά, εκτός από τα δικά μου. Δεν μπορώ να γράψω στρωτά.

Αυτό δεν σημαίνει ότι έχω κακή άποψη για τον εαυτό μου, κανείς δεν νομίζω να έχει εκτός από αυτούς που αυτοκτονούνε. Ίσα ίσα, πιστεύω ότι αν και γράφω πεζά, αν και γράφω συνειρμικά, αν και δεν γράφω ποιήματα, είμαι ποιητής!

Αλλά είναι δύσκολο περιμένοντας μία κρίσιμη στιγμή τον κρατικό οφθαλμίατρο να ορίσουμε τι είναι ποίηση και τι ο ποιητής. Έχω υποστηρίξει πως δεν είναι ανάγκη να γράφεις ποιήματα για να είσαι ποιητής αρκεί να είσαι σε κατάσταση έκστασης ή και παραφοράς, σε διάθεση προσφοράς, να εκπλήσσεις και να εκπλήσσεσαι, μπορεί να είσαι γιατρός και να λες στον ασθενή πονάω μαζί σου, ακούω την καρδιά σου να χτυπάει μέσα από την καρδιά μου, αρκεί να μπορείς αγαπήσεις ένα διαλυμένο, έναν άρρωστο, έναν νάνο, ένα τρελό, έναν εγκληματία. Ποιητής ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος (κι ας διαφωνώ με το εθνικιστικό του παραλήρημα) που όπως είναι γνωστό μπήκε μέσα στο νερό στον Σκαραμαγκά με ένα άσπρο άτι και αυτοκτόνησε με ένα περίστροφο. Μπορεί να ήταν ακραία περίπτωση, μία σκηνοθεσία, μπορεί να ήταν dark performance, αλλά το παραλήρημά του ήταν ειλικρινές. Εντάξει ποιητής δεν είναι πάντα ο αλλόφρων και ο αυτόχειρ αλλά οποία Ποίησις! Και πόσο επιεικείς να είμαστε πια με το σύστημα δημοσίων σχέσεων των ποιητών;

Και τώρα στο ερώτημα γιατί ο Ελύτης είναι μεγάλος ποιητής; Πέστε μου ένα λόγο. Τι έχει η ποίησή του και του απενεμήθη το Νόμπελ; Να σας πω εγώ «Έχεις μία γεύση τρικυμίας στα χείλη», είπα σε μία κοπέλα προ αμνημονεύτων χρόνων και κατενθουσιάστηκε. Δεν το λέω εγώ, της είπα, το λέει ο Ελύτης . Ήταν πολύ βοηθητικό και τον ευχαριστούμε. (Την κοπέλα την είχαμε έτσι κι αλλιώς καπαρώσει, την παντρεύτηκα κιόλας) αλλά βοήθησε κι ο Αλεπουδέλης να εμπεδώσει την ποιότητα του νέου φύλου της. Οι Προσανατολισμοί ήταν μία δροσερή, ξέγνοιαστη συλλογή που τη διαβάζαμε μονορούφι. Αλλά αυτή η συλλογή δεν τον κάνει μεγάλο. Δεν λέω ότι ο Ελύτης δεν είναι ποιητής. Αλλοίμονο! Αυτή ήταν η δουλειά του άλλωστε.

Απλώς πείτε μου ένα λόγο γιατί ο Ελύτης είναι μεγάλος ποιητής. Τοπιογραφία κάνει, για τα νησάκια του Αιγαίου μιλάει, έχει μιλήσει πολύ καλύτερα ο Σεφέρης και πιο βαθιά (εντάξει όχι και πολύ βαθιά να μην πνιγούμε κιόλας – για την Κύπρο όμως τα έδωσε όλα και σαν διπλωμάτης κι ας μην τον αφήνανε στις Πλάτρες να κοιμηθεί τ’ αηδόνια).

Φωνάζουν τον αριθμό μου. Έτρεξαν γρήγορα. Αγαναχτήσανε φαίνεται και την κοπανίσανε οι περισσότεροι ασθενείς. «Ποια είναι η γνώμη σας γιατρέ για τον Ελύτη;» ψελλίζω.

Ο νεαρός με κοιτάζει, δηλαδή με εξετάζει αυταρχικά και αντιποιητικά, μου γράφει ένα κολλύριο και μου λέει εντάξει: είναι το μάτι σου. Τίποτε άλλο. Να μην το κουράζω; Να μην το κουράζεις.

Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς φιλολογικά με ένα γιατρό όταν περιμένει έξω μία στρατιά ταλαιπωρημένων οφθαλμών.

Αφού απελευθερώθηκα πήρα φόρα και πετάω μέχρι το Ελληνικό για μαγειρευτό φαγητό από τον Διογένη που συστήνω ανεπιφύλακτα. Είναι τώρα ένας τύπος λυμφατικός με κιθάρα στο μετρό και γλυκιά φωνή που αποδίδει όρθιος Σιδηρόπουλο στη διαδρομή Αργυρούπολη-Ελληνικό, τέλεια. «Να μ’ αγαπάς όπως κι εγώ σε αγαπώ». Μ’ αρέσει πολύ αυτό το άσμα όπως το λέει. Και δεν δίνει πολλή σημασία να μαζέψει λεφτά, βιάζεται να βγει από το μετρό, τον κυνηγάω. «Θα σε κυνηγάω;» του λέω και του δίνω ένα τάλιρο. Οκέι, ήταν μια κίνηση ενθουσιασμού, εντυπωσιασμού, κυρίως κίνηση αυτοθαυμασμού, όχι φιλανθρωπίας.

Περιμένοντας να περάσω απέναντι έχουν φρακάρει τα αυτοκίνητα που πάνε προς Βουλιαγμένη μεριά. Πού πάνε όλοι αυτοί; ρωτάω έναν κύριο σοβαρό, κοντόσωμο και φαλακρό μεταξύ Μπερνάρ Μπλιέ και Λουί ντε Φυνές. Μα πού πάνε όλα αυτά τα αυτοκίνητα στη φτωχευμένη Ελλάδα επιμένω, που δεν κατασκευάζει αυτοκίνητα που δεν βγάζει πετρέλαιο; βγάζω λόγο τώρα στη λεωφόρο απευθυνόμενος στον Μπερνάρ Μπλιέ δίπλα μου, χαρούμενος για τα υπέροχα μάτια μου. «Πτωχευμένη Ελλάδα, χμ αλλά όλοι είναι πλούσιοι», λέει ξινά ο Λουί ντε Φυνές…

«Εντάξει και στη Σόφια έχει τράφικ θα μπορούσατε να μου πείτε», του δίνω πάσα. «Όχι κύριε, εδώ είναι όλοι απατεώνες, δεν πληρώνουν γιατί δε υπάρχουν συνέπειες, το ξαναλέω δεν υπάρχουν συνέπειες».

Πω πω έχουμε πολύ κακή άποψη για τους συμπατριώτες μας!


Δημήτρης Τζουμάκας