Ημερολόγιο 131: Νύχτα ευτυχίας / Δύο ευρώ για έναν κουφό πατέρα | Δημήτρης Τζουμάκας

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras



17.5.19 Παρασκευή. Νύχτα ιδεών, νύχτα ευτυχίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο Nuit du Bonheur. Υπάρχει ένας φιλόσοφος των θρησκειών που θα κάνει τη διάλεξη «Πώς να μιλήσουμε για την ευτυχία;» και μετά ολονύχτιες λογομαχίες με πρώτη και καλύτερη «Η ευτυχία σε περίοδο κρίσης». Ο γνωστός γηγενής πληθυσμός των νεαρών γιάπηδων και των ευαίσθητων υπάρξεων. Διαβάζω απόσπασμα από το μικρό φυλλάδιο που κυκλοφορούν οι οργανωτές: «Και ετυμολογικά να το δούμε, η καταστροφή δεν συνιστά ένα δράμα αλλά μια ανατροπή. Η κρίση είτε είναι οικονομική είτε κοινωνική, ανθρωπιστική ή προσωπική, μπορεί πλέον να μη νοείται ως ένα τέλος αλλά ως η αρχή μιας ανατροπής».

Ωραία, πάμε για «ανατροπή» λοιπόν και μετά για μπύρες με φραγκόφωνες υπάρξεις, ακριβά άι πάντ και κοτσιδάκια στο διπλανό τραπέζι. Oι περιοδεύοντες αμπελοφιλόσοφοι ζούνε στον κόσμο της ευδαιμονίας και της αναισθησίας φίλε μου και δεν βλέπουν τον αφγανό που βρήκε τυλιγμένο σ’ ένα χαρτί, πεταμένο μπούτι κοτόπουλο, στον κάδο απορριμμάτων, χαμηλά στην οδό Σίνα και του δίνει να καταλάβει. Nuit du malheur. Νύχτα δυστυχίας και τίποτ’ άλλο.

Γυρίζω και καρφώνομαι στην τηλεόραση με τους υποψήφιους ευρωβουλευτές αφού πρώτα ετοίμασα ένα ζεστό ρόφημα. Έτσι θα αλλάξουμε την Ευρώπη: Ένας κοκαλοπωλητής υποψήφιος συνομιλεί με τη βασίλισσα του μακεδονικού αγώνα, η οποία στο διάλειμμα θα χορέψει το χορό της κοιλιάς.

Κλείνω Τιβί και κάθομαι στον υπολογιστή. Δεν νυστάζω. Παίζω σκάκι μέχρι τις τέσσερις το πρωί. Είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις την απελπισία και την ιδέα της αυτοκτονίας. Σταματώ όταν πέφτει το ιντερνέτ και είμαι σε κερδισμένη θέση. Αφιλόξενος τόπος ο κόσμος των πιθανοτήτων.

18.5.19 Σάββατο. Συνάντηση με το Βασίλη Τσαπαλιάρη στην πλατεία Βικτωρίας. Μου εγχείρισε ντροπαλά την πρώτη του συλλογή διηγημάτων. Ο Βασίλης είναι ένας άνθρωπος που αγαπώ πολύ αν και τον βλέπω δυο φορές το χρόνο. Κατόπιν εισερχόμεθα με το όχημα της Μπέμπας στην Καλών Τεχνών, επί της οδού Πειραιώς αφού προηγήθησαν πολλά παρακαλετά. Είμαστε τώρα σε κατάσταση για να πουλάμε μούρη;

Απίστευτη, άκρως εντυπωσιακή Έκθεση! Ένα σωρό ξένοι καλλιτέχνες, ένας βομβαρδισμός κινούμενων εικόνων, χρωμάτων και φωτισμού. Καλλιτέχνες που αλληλοφωτογραφίζονται και τρώνε τσιπς με βυσσινάδες. Βγάζουμε φωτογραφίες, είμαστε ενθουσιασμένοι, γελάει το χειλάκι μας, όταν όμως δούμε και το τελευταίο βίντεο όταν καταλαγιάζει πια η μεγάλη εντύπωση από τις καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις νιώθουμε ότι η γοητεία των οπτικών τεχνών μας παρέσυρε σε ένα παιχνίδι εξαπάτησης: Ότι όλα τα έργα ήταν έργα ψευδαίσθησης, εικονικής πραγματικότητας και …Ωιμέ: εφήμερα. Καθώς μπαίνουμε στο αυτοκίνητο βλέπουμε δύο κυρίες να μαζεύουνε μαύρα μούρα από μία καρπερή μουριά της Σχολής. Μαζεύουμε κι εμείς σ’ ένα κυπελάκι που μας δίνουν οι καλές κυρίες. Τρώμε στον Κεραμεικό και η Μπέμπα με εγκαταλείπει για τα παιδιά της.

Τώρα πάω στην Νομική που έχει Έκθεση ελευθεριακής Τέχνης. Έκθεση βιβλίων αφίσας και κονσέρτα. Είναι και το περιοδικό Τεφλόν. Παίρνω όσα βιβλία μπορώ να κουβαλήσω και περπατάω για το σπίτι μέσα από τα Εξάρχεια. Σταματάω για λίγο στο Nosotros για κάτι αφίσες. «Μισώ το έθνος». «Να πεθάνει η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς». Μπορεί να τα έγραψαν και ελληνοαλβανοί τα εν λόγω συνθήματα. Ή μπορεί να τα γράψαμε κι εμείς.

Έχει πολλά ασήμαντα έξω να δει κανείς. Για λίγο ο χρόνος αρχίζει να τρέχει πολύ γρήγορα. Ετοιμάζεται ένα κονσέρτο στο Πεδίον του Άρεως. Ποιοι το κάνουν; Οι «χαμένες πατρίδες» νομίζω. 

19.5.19 Είναι Κυριακή Στο γνωστό παζάρι όπου μάλλον συχνάζω και για τα βαθιά ντεκολτέ των θήλεων ρομά. Αγοράζω μια κούκλα για την Μπέμπα τη στιγμή που η νεαρή γυφτοπούλα κρατάει μία άλλη κούκλα. Κινείται είναι μωρό ολίγων ημερών αλλά μικροσκοπικό. Το πέρασα για κουκλάκι λέω . Είναι αληθινό, μου λέει, κύριε, πάρε και δυο ορχιδέες. Παίρνω κούκλα, ορχιδέες, όχι μωρό.

Βλέπω κοντά στον κάδο των σκουπιδιών ένα παλιό τεύχος του περιοδικού «Αέρα» εθνικιστικό παλιάς κοπής, καλό είναι να δούμε τι λέει, πάω να το πάρω αλλά με προλαβαίνει ένας μικρός το αίορνει σχεδόν μέσα από τα χέρια μου και το πετάει στον κάδο, το ν οποίο και αρχίζει να σπρώχνει προς άγνωστη κατεύθυνση. Αν το θες μου λέει δώσε ένα ευρώ. Μα το πέταξες στα σκουπίδια, του λέω. Εγώ δουλεύω εδώ στα σκουπίδια, μου απαντάει, για να φάει κι ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου είναι από το Ιράν και είναι κουφός. Ε τότε να σου δώσω δύο. Ένα ευρώ για τον «αέρα» τον πατριωτικό, που γίνονται δύο για έναν κουφό πατέρα.

20:40 το βράδυ και δεν έχουν ανάψει ακόμη τα φώτα της πόλης. Κι αυτό γίνεται συνέχεια.

 

 

Δημήτρης Τζουμάκας