19.4.19 Πού πάει όλη αυτή η φτωχολογιά από τις επτά το πρωί; Πάει στη δουλειά; Έχει δουλειά; Πάει στους γιατρούς όπως εγώ για ακτινογραφία στους αντίχειρες, πάει να πιάσει σειρά; Πάει στις τράπεζες να δει αν μπήκαν πενταροδεκάρες; Πάει, πού πάει; Η ζητιάνα να πιάσει θέση στη γωνιά, εγώ να αγοράσω νάρθηκα σκαφοειδούς, νάρθηκα -με δύο λάμες πηχεοκαρπικού με στήριξη αντίχειρος- αμφιδέξιο. Και μετά να μιλήσω για την Αμνησία μου στην ΕΣΗΕΑ. Δεν θα έχει κόσμο. Είναι κακό timing η Παρασκευή. Όλοι έχουν τα προβλήματά τους θέλουν να βγουν έξω στον ελεύθερο χώρο της άνοιξης να πάρουν αέρα να φάνε κανα ψητό δεν έχουν όρεξη για παρόλες, θέλουν να ανακαλύψουν καινούριους κόσμους. Στις 19 Απριλίου του 1770 ο κάπταν Τζέιμς Κουκ, ήταν τυχερός, αλλά τόψαχνε κιόλας : ανακάλυψε καινούριους κόσμους, κατάφερε να εντοπίσει την αυστραλιανή ήπειρο.
Μίλησα. Είπα αυτά που ήθελα να πω για τα βιβλία μου. Αυτά που είχα διαβάσει και αυτά που είχα γράψει και αυτά που είχα αντιγράψει. Τίποτα δεν είναι ορίτζιναλ πια στη λογοτεχνία. Γιατί τίποτα δεν είναι δικό μας. Ούτε εμείς είμαστε δικοί μας. Η εκδήλωση ήταν καλή. Και οι λοιποί ομιλητές λίαν ευπρεπείς. Η Μαρία Λουκά με αμεσότητα παιδική, μεταδοτική, ο Βέης στα καλύτερά του, ο Δικαιάκος βιωματικός. Κι εγώ απλώς …συγκλονιστικός! Χόρευα σαν παλιάτσος στην καρέκλα. Έβγαλα τα απωθημένα μου. Ε βέβαια! Γιατί γράφει ο ομογενής; Για να είναι συγκλονιστικός. Θα έχετε διαβάσει βέβαια συνεντεύξεις επωνύμων: γράφω για να στείλω μήνυμα, για να νικήσω τη μοναξιά κλπ. Ανοησίες. Δεν λένε γράφω για να φλερτάρω, για να επιβεβαιωθώ, για να συγκλονίσω και να αγαπηθώ. Αγαπηθήκαμε με πάθος λοιπόν μπορούμε να πάμε τώρα ησύχως στο σπίτι μας. Πάω όμως με τον ψυχίατρο ξάδελφο σε λαϊκή ψησταριά στα Κάτω Πατήσια. Στο διπλανό τραπέζι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι παραγγέλνει πατάτες τηγανιτές. Μόνο πατάτες. Ένα πιάτο. Τις τρώνε με το πιρούνι. Ο άντρας τσιμπάει που και πού καμία με τα δάχτυλα.
20.4 Σάββατο. Εκείνο που αξίζει είναι η μουσική. Η μουσική αυτή τη στιγμή. Η μουσική. Ένα τσάρλεστον. Ένας γρήγορος ρυθμός, ένας ζωντανός ρυθμός. Και μετά χιπ χοπ, ακόμη πιο ζωντανό. Ύστερα βλέπω στο you tube τον Don Andrea Gallo τον πρεσβύτερο της Τζένοβα (έχει πεθάνει) να τραγουδάει μαζί με το εκκλησίασμα το Μπέλα Τσάο. Ενθουσιάζομαι και θέλω να βγω να πάω στην αντιφασιστική συγκέντρωση που οργανώνουν στο Μοναστηράκι οι αναρχικές συλλογικότητες, αλλά δεν έχω δυνάμεις και παρέα. Πέφτει συνέχεια το Ιντερνέτ και εκνευρίζομαι. Τρώω μία τουλουμπίτσα και αποφασίζω να περιποιηθώ τις ορχιδέες μου αλλά από την πρώτη στιγμή τα παρατάω. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω καθόλου ψαλίδι και κανένα άλλο εργαλείο. Τώρα τι κάνουμε αφού δεν μπορούμε να εργαστούμε επαγωγικά στην κατοικία μας; Δεν θέλω να εμπλακώ σε διαδικτυακές συζητήσεις. Γεμίσαμε από υπερευαίσθητους ανθρώπους που δίπλα στη χαλασμένη Notre Dame των Παρισίων παρουσιάζουν υποσιτισμένα παιδιά της Αφρικής και δυστυχισμένα παιδιά της Υεμένης γεμίζοντας έτσι ενοχές όσους πόνεσαν για τον πυρπολημένο ναό. Είναι σημαντικό να προβάλλονται οι τραγωδίες του πλανήτη και κυρίως η άγρια εκμετάλλευση και οι ανισότητες. Αλλά επειδή αυτοί που έκαναν τέτοιου είδους «ευαίσθητες» αναρτήσεις είναι λίγο πολύ γνωστοί καταναλωτές, ξέρουμε πως δεν έχουν ποτέ συμμετάσχει σε ανατρεπτικό συμπόσιο, σε καμιά εκδήλωση συμπαράστασης στους καταπιεσμένους, σε καμία εκδήλωση διαμαρτυρίας, απεναντίας, άμα λάχει δίνουν και καμιά σπρωξιά στους παρίες, σε κανα «λαθρομετανάστη» και ασκούν την υψηλή κριτική τους στο ιντερνέτ. Άλλωστε οι γεμάτες καφετέριες, η τσίκνα στις ψησταριές, οι μάγειροι με τα τατουάζ και το ταμπού του αυτοκινήτου δείχνουν το δρόμο της χώρας προς την ανάπτυξη και την ανοικοδόμηση. Στα εργοστάσια τούβλου της Ινδίας όμως, της Κίνας και του Πακιστάν απασχολούνται οικογένειες σκλάβων κι όχι εργάτες, πεντάχρονα παιδιά κι εμείς κάνουμε τη διαδικτυακή μας επανάσταση στέλνοντας μηνύματα ακόμη και μέσα από το μετρό, με τον καφέ πάντα στο χέρι σαν λαμπάδα πασχαλινή, μην αποκοιμηθούμε όρθιοι ή καθιστοί. Ας καεί λοιπόν η κάθε Αγιά Σοφιά και τα καταστήματα Χόντου γενικά, αυτός ο πολιτισμός είναι σκατά.
Όχι. Αν καιγότανε ο Χόντος θα θρηνήσουμε ειλικρινά. Είναι στο DNA μας το καλό άρωμα. Σιγά μην κλάψω τώρα για την Παναγία των Παρισίων, την συνεσταλμένη Εσμεράλδα, τον φοβερό Κουασιμόδο και τη φοβερότερη λέξη Ανάγκη που την επινόησε ο τρελός Ουγκώ στα ελληνικά κιόλας.
«Μπορείτε αν θέλετε να μου πλύνετε τα πόδια. Μη το πάρετε κατάκαρδα». Jazra Khaleed (μετανάστης από την Τσετσενία που ζει στην Αθήνα και γράφει στα άγρια ελληνικά).
19.4.19 Πού πάει όλη αυτή η φτωχολογιά από τις επτά το πρωί; Πάει στη δουλειά; Έχει δουλειά; Πάει στους γιατρούς όπως εγώ για ακτινογραφία στους αντίχειρες, πάει να πιάσει σειρά; Πάει στις τράπεζες να δει αν μπήκαν πενταροδεκάρες; Πάει, πού πάει; Η ζητιάνα να πιάσει θέση στη γωνιά, εγώ να αγοράσω νάρθηκα σκαφοειδούς, νάρθηκα -με δύο λάμες πηχεοκαρπικού με στήριξη αντίχειρος- αμφιδέξιο. Και μετά να μιλήσω για την Αμνησία μου στην ΕΣΗΕΑ. Δεν θα έχει κόσμο. Είναι κακό timing η Παρασκευή. Όλοι έχουν τα προβλήματά τους θέλουν να βγουν έξω στον ελεύθερο χώρο της άνοιξης να πάρουν αέρα να φάνε κανα ψητό δεν έχουν όρεξη για παρόλες, θέλουν να ανακαλύψουν καινούριους κόσμους. Στις 19 Απριλίου του 1770 ο κάπταν Τζέιμς Κουκ, ήταν τυχερός, αλλά τόψαχνε κιόλας : ανακάλυψε καινούριους κόσμους, κατάφερε να εντοπίσει την αυστραλιανή ήπειρο.
Μίλησα. Είπα αυτά που ήθελα να πω για τα βιβλία μου. Αυτά που είχα διαβάσει και αυτά που είχα γράψει και αυτά που είχα αντιγράψει. Τίποτα δεν είναι ορίτζιναλ πια στη λογοτεχνία. Γιατί τίποτα δεν είναι δικό μας. Ούτε εμείς είμαστε δικοί μας. Η εκδήλωση ήταν καλή. Και οι λοιποί ομιλητές λίαν ευπρεπείς. Η Μαρία Λουκά με αμεσότητα παιδική, μεταδοτική, ο Βέης στα καλύτερά του, ο Δικαιάκος βιωματικός. Κι εγώ απλώς …συγκλονιστικός! Χόρευα σαν παλιάτσος στην καρέκλα. Έβγαλα τα απωθημένα μου. Ε βέβαια! Γιατί γράφει ο ομογενής; Για να είναι συγκλονιστικός. Θα έχετε διαβάσει βέβαια συνεντεύξεις επωνύμων: γράφω για να στείλω μήνυμα, για να νικήσω τη μοναξιά κλπ. Ανοησίες. Δεν λένε γράφω για να φλερτάρω, για να επιβεβαιωθώ, για να συγκλονίσω και να αγαπηθώ. Αγαπηθήκαμε με πάθος λοιπόν μπορούμε να πάμε τώρα ησύχως στο σπίτι μας. Πάω όμως με τον ψυχίατρο ξάδελφο σε λαϊκή ψησταριά στα Κάτω Πατήσια. Στο διπλανό τραπέζι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι παραγγέλνει πατάτες τηγανιτές. Μόνο πατάτες. Ένα πιάτο. Τις τρώνε με το πιρούνι. Ο άντρας τσιμπάει που και πού καμία με τα δάχτυλα.
20.4 Σάββατο. Εκείνο που αξίζει είναι η μουσική. Η μουσική αυτή τη στιγμή. Η μουσική. Ένα τσάρλεστον. Ένας γρήγορος ρυθμός, ένας ζωντανός ρυθμός. Και μετά χιπ χοπ, ακόμη πιο ζωντανό. Ύστερα βλέπω στο you tube τον Don Andrea Gallo τον πρεσβύτερο της Τζένοβα (έχει πεθάνει) να τραγουδάει μαζί με το εκκλησίασμα το Μπέλα Τσάο. Ενθουσιάζομαι και θέλω να βγω να πάω στην αντιφασιστική συγκέντρωση που οργανώνουν στο Μοναστηράκι οι αναρχικές συλλογικότητες, αλλά δεν έχω δυνάμεις και παρέα. Πέφτει συνέχεια το Ιντερνέτ και εκνευρίζομαι. Τρώω μία τουλουμπίτσα και αποφασίζω να περιποιηθώ τις ορχιδέες μου αλλά από την πρώτη στιγμή τα παρατάω. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω καθόλου ψαλίδι και κανένα άλλο εργαλείο. Τώρα τι κάνουμε αφού δεν μπορούμε να εργαστούμε επαγωγικά στην κατοικία μας; Δεν θέλω να εμπλακώ σε διαδικτυακές συζητήσεις. Γεμίσαμε από υπερευαίσθητους ανθρώπους που δίπλα στη χαλασμένη Notre Dame των Παρισίων παρουσιάζουν υποσιτισμένα παιδιά της Αφρικής και δυστυχισμένα παιδιά της Υεμένης γεμίζοντας έτσι ενοχές όσους πόνεσαν για τον πυρπολημένο ναό. Είναι σημαντικό να προβάλλονται οι τραγωδίες του πλανήτη και κυρίως η άγρια εκμετάλλευση και οι ανισότητες. Αλλά επειδή αυτοί που έκαναν τέτοιου είδους «ευαίσθητες» αναρτήσεις είναι λίγο πολύ γνωστοί καταναλωτές, ξέρουμε πως δεν έχουν ποτέ συμμετάσχει σε ανατρεπτικό συμπόσιο, σε καμιά εκδήλωση συμπαράστασης στους καταπιεσμένους, σε καμία εκδήλωση διαμαρτυρίας, απεναντίας, άμα λάχει δίνουν και καμιά σπρωξιά στους παρίες, σε κανα «λαθρομετανάστη» και ασκούν την υψηλή κριτική τους στο ιντερνέτ. Άλλωστε οι γεμάτες καφετέριες, η τσίκνα στις ψησταριές, οι μάγειροι με τα τατουάζ και το ταμπού του αυτοκινήτου δείχνουν το δρόμο της χώρας προς την ανάπτυξη και την ανοικοδόμηση. Στα εργοστάσια τούβλου της Ινδίας όμως, της Κίνας και του Πακιστάν απασχολούνται οικογένειες σκλάβων κι όχι εργάτες, πεντάχρονα παιδιά κι εμείς κάνουμε τη διαδικτυακή μας επανάσταση στέλνοντας μηνύματα ακόμη και μέσα από το μετρό, με τον καφέ πάντα στο χέρι σαν λαμπάδα πασχαλινή, μην αποκοιμηθούμε όρθιοι ή καθιστοί. Ας καεί λοιπόν η κάθε Αγιά Σοφιά και τα καταστήματα Χόντου γενικά, αυτός ο πολιτισμός είναι σκατά.
Όχι. Αν καιγότανε ο Χόντος θα θρηνήσουμε ειλικρινά. Είναι στο DNA μας το καλό άρωμα. Σιγά μην κλάψω τώρα για την Παναγία των Παρισίων, την συνεσταλμένη Εσμεράλδα, τον φοβερό Κουασιμόδο και τη φοβερότερη λέξη Ανάγκη που την επινόησε ο τρελός Ουγκώ στα ελληνικά κιόλας.
«Μπορείτε αν θέλετε να μου πλύνετε τα πόδια. Μη το πάρετε κατάκαρδα». Jazra Khaleed (μετανάστης από την Τσετσενία που ζει στην Αθήνα και γράφει στα άγρια ελληνικά).
Δημήτρης Τζουμάκας