Σεπτέμβρης
Πρωτομηνιά
Μόλις ήλθε ο Οδυσσέας ο Αλβανός, κι είδε την Πυροσβεστική απ’ έξω το πρώτο που σκέφτηκε είναι να ζητήσει αποζημίωση κι όπως φαίνεται θα την πάρει. Έλειπε κι είχε αφήσει ανοιχτό το παράθυρο και μπήκαν αποκαΐδια, σκέπασαν την μαλλιαρή καπότα και τη στάμνα. Ανεβαίνει μία κυρία από τον πρώτο όροφο και περιγράφει την άθλια συμπεριφορά του υπαλλήλου της ΔΕΗ στο τηλέφωνο που την έβρισε. Παίρνω τηλέφωνο, έχεις να κάνεις με ένα μικρό Φωτόπουλο. Δώσατε πάλι ρεύμα στον κοινόχρηστο χώρο μετά την πυρκαγιά, αλλά δεν δώσατε στους ένοικους, λέω. Δώσαμε ρεύμα σε όσους ήσουνταν εκεί. Μα εδώ είμαστε. Όσοι ήσουνταν εκεί πήρανε. Μα χριστιανέ μου εδώ είμαστε, εγώ τηλεφώνησα στην Πυροσβεστική, εδώ «ήσουνταν» όλοι. Δεν ξέρω τίποτα να βρείτε τους υπεύθυνους έχουν έλθει στην πολυκατοικία σας. Μπορείς να μιλήσεις με ένα Φ. που έχει εξουσία; Τον θυμάστε πώς έμπαινε με φόρα στο Γραφείο του Πρόεδρου και πώς μιλούσε. Κι ο πρόεδρος με τ’ άσπρα μαλλιά σούζα. Αντί να του πει άντε γαμήσου κωλόπαιδο και στο κάτω κάτω να παραιτηθεί.
Έφυγα χωρίς ρεύμα να μιλήσω σε παρουσίαση ποιητικής συλλογής στην Έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο και ιδού:
Μπούρας Κωνσταντίνος. Ακόμη μία ποιητική συλλογή, Είκοσι και πέντε “προσευχές” ταπεινών και αδύναμων όντων (το καθένα προς τον δικό του “θεό”). Δεν είμαι ειδικός της ποίησης, μάλιστα είμαι και λίγο αρνητικός, «κουμπωμένος» θα έλεγα (παρά τον καύσωνα), απέναντι στους ειδικούς της ποίησης κι ο Μπούρας τώρα μου βάζει δύσκολα, να μιλήσω εγώ, ένας εκ πεποιθήσεως άθεος για προσευχές. Πιστεύω ακράδαντα πως πέρα από τις υψιπετείς αναλύσεις ένα ποίημα κρίνεται αν σου μιλάει στην καρδιά ή δεν σου μιλάει. Έχει να κάνει με τη στιγμή, με αυτόν που το έγραψε αλλά και με σένα, προπάντων μ’ εμένα που το δέχομαι και με βρίσκει ευάλωτο αυτή η συγκινητική, η αφοπλιστικά ειλικρινής προσευχή.
Εσείς θεοί, αθάνατοι, αιώνιοι, που ζείτε πάνω από σαράντα οκτώ ώρες προστατέψτε κι εμάς, βάλτε ειδικά σήματα με φτερά πεταλούδας στον Κώδικα Αιθερικής Κυκλοφορίας και πείτε – σας εκλιπαρούμε, σας παρακαλούμε, σας ικετεύουμε ταπεινά– πείτε, αν θέλετε, στους οδηγούς λεωφορείων και φορτηγών να φρενάρουν όταν μας βλέπουν (αν μας βλέπουν) να μη λερώνουμε κι εμείς – τα ταλαίπωρα ζωντανά – παρμπρίζ, τζάμια κι υαλοκαθαριστήρες με τα λιωμένα κορμιά μας. Υπάρχουν κι άλλοι πιο αξιοπρεπείς τρόποι να τελειώσει κανείς.
Βρίσκω αυτό το ποίημα εξαιρετικό. Είναι το πρώτο ποίημα στη συλλογή. Ο ποιητής Μπούρας ως πεταλούδα τι σκέφτεται; Σκέφτεται πώς θα πεθάνει αξιοπρεπώς. Πώς δεν θα καταλήξει στο μπαρμπρίζ ενός αυτοκινήτου που τρέχει ιλιγγιωδώς.
Από το πρώτο ποίημα, όπως και σε όλη τη συλλογή, διαβάζουμε ένα οικολογικό σχόλιο, μία ποιητική καταγγελία χωρίς τη βαναυσότητα της καταγγελίας («ταπεινά» λέει ο Μπούρας). Ξέρουμε πώς έχει επέμβει ο άνθρωπος στη φύση. Αυτό το εγωιστικό πλάσμα, των χιλίων καρδιναλίων -να μη τα λέμε τώρα. Πώς έχει απλωθεί πέρα από το πάπλωμα του, πώς έχει μπαζώσει τα ρέματα, έχει αφανίσει τα δάση, έχει βάλει χέρι ακόμη και στη ζούγκλα του Αμαζονίου για να φτιάξει ολόκληρες οδικές αρτηρίες, όπου θα τρέχει ένα αυτοκίνητο ενός τόνου, χίλια κιλά δηλαδή, που θα μεταφέρει ένα πλάσμα 70 κιλών που θα σκοτώνει πεταλούδες, κατά την ποιητική άποψη Μπούρα. Είναι οικολογικό σχόλιο, έμμεσο, πλάγιο, ύπουλο, επίκαιρο, αφού ξέρουμε καλά ότι ένα τροχαίο ατύχημα αποτελεί σήμερα ένα ήσσονος σημασίας γεγονός το οποίο περνά στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων ή δεν δημοσιοποιείται καν. Φανταστείτε να διαβάζαμε ότι διαλύθηκαν στο μπαρμπρίζ ενός αυτοκινήτου είκοσι ας πούμε, αθώες πεταλούδες. Λέμε τώρα. Αυτό κι αν δεν θα ήταν είδηση. Αλλά για να γυρίσω στο ποίημα, που όπως είπα το θεωρώ μικρό οικολογικό μανιφέστο και πάλι νομίζω ότι το αδικώ, ότι είναι μία άτσαλη παρεμβατική ανάγνωση αυτή που κάνω, γιατί υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία θα μπορούσε να μιλάει κανείς πολλές ώρες και πάλι θα το περιόριζε. «Και ξέρετε πώς απεχθανόμεθα εμείς οι ψυχάρες (πεταλούδες) τη βρώμα, τη λάσπη, τη μούχλα και τον κουρνιαχτό». Ο ποιητής θέλοντας να βιώσουμε μαζί τους τις έξοχες ψυχικές καταστάσεις προτείνει στην ουσία μία ομοιοπαθητική θα έλεγα ανάγνωση, η οποία τρέφεται από τον ρομαντισμό.
Η προσευχή της πεταλούδας. Η προσευχή του τζιτζικιού .Η προσευχή του προβάτου Η προσευχή τού μυρμηγκιού. Η προσευχή τού γλάρου Η προσευχή τής χαρτορίχτρας και πάει λέγοντας (η παρουσίαση).
Παίζουν οι μπέμπηδες του Παναθηναϊκού κι εγώ δεν έχω ρεύμα σπίτι. Αφήνω το πάνελ των επαϊόντων κι άντε βρες ηλεκτρολόγο μες τη νύχτα. Βρήκα
2.9.18. Κυριακή. Ένα δάκρυ για το Νίκο Τσιατσούλη στο μνημόσυνο στην αγία Γλυκερία στο Γαλάτσι. Είδα συναδέλφους καλούς. Την Ντίνα και τον Πέτρο που είχα καιρό να τους δω. Όλοι λέγανε για τον άνθρωπο. Ποτέ δεν είχε πει κακή κουβέντα για συνάδελφο. Εγώ ναι, πολλάκις. Ο Νίκος ήταν λαϊκός τύπος, συνεργάσιμος, εύχαρις, φανατίλα όμως Ολυμπιακός, άρρωστος προβοκατέρ, πολιτικοποιημένο φουλ άτομο, σε στιλ χούλιγκαν, πάντα σκληρό ΠΑΣΟΚ, μετά σκληρό ΣΥΡΙΖΑ και πάλι σκληρός Γιωργάκης! Άρπαξε τη σκληρή κατάρα στα πνευμόνια κι όσο κι αν το πάλεψε λύγισε.
Επιστρέφω πεζή Κυριακή με 35 βαθμούς. Παντού ξένοι τηλεφωνούν στα κινητά πάνω σε βαρέλια, στις μπάλες πεζοδρομίων που έχει φυτέψει ο Άχρηστος δήμαρχος, τηλεφωνούν από παγκάκια, από καφετέριες, από μπαλκόνια, τηλεφωνούν από την Ερυθρό Σταυρό. Έξω από τον ΟΤΕ η πιο θλιβερή εικόνα μπροστά στη στάση των λεωφορείων. Mέσα στη ζέστη της Πατησίων γυμνά από τα μέση κι απάνω τα πρεζόνια σε κατάσταση απόλυτης εξαθλίωσης σκυμμένα πάνω από καμινέτα τρυπιούνται παντού. Τους έκαναν έξωση από τον παράδεισο του Πεδίου του Άρεως και τρυπιούνται στις βιτρίνες των καταστημάτων, στις στάσεις των λεωφορείων.
490 π.Χ.: Οι Πέρσες εισβάλουν στην Ελλάδα και οι Αθηναίοι προ του κινδύνου στέλνουν το Φειδιππίδη στη Σπάρτη να ζητήσει βοήθεια. Σύμφωνα με το Ημερολόγιο έχουμε σαν σήμερα πολλούς θανάτους: 1969 Χο Τσι Μινχ, ήρωας του Βιετνάμ,1984: Μάνος Κατράκης, Έλληνας ηθοποιός, 2001: Κρίστιαν Μπάρναρντ, Νοτιοαφρικανός χειρουργός.
8.9.18 Πήγαμε για ένα ακόμη μπάνιο κι η Μπουμπού βλέπει μία μαύρη γυαλιστερή μερσεντές 4 wheel drive, ένα τέτοιο αμάξι θα ήθελα να έχω, λέει. Όχι, αυτά είναι για τους παλιανθρώπους και τους κομπλεξικούς. Θα ήθελες παιδί μου να γυρνάς με ένα τέρας, με μία τέτοια νεκροφόρα, ενώ γύρω σου άνθρωποι ψάχνουν στα σκουπίδια;
Σαν σήμερα το 1944 εκτελείται από τους Γερμανούς η Λέλα Καραγιάννη, αρχηγός της αντιστασιακής Οργάνωσης «Μπουμπουλίνα»
9.9.18 Στο κυριακάτικο παζάρι ένα μάτσο τσιγγάνων έξω από το σταθμό του Ελαιώνα κοιτάνε ένα χτυπημένο σκυλί. από σπίτι.
–Είσαι ωραίος, μου λέει μία μικρή γύφτισσα, θέλεις το τηλέφωνό μου;
–Όχι.
–Γιατί δεν είμαι ωραία;
–Γιατί έχω τηλέφωνο.
–Όχι βρε, τηλέφωνο να μου κάνεις να βρεθούμε.
–Δεν χρειάζεται.
–Δέκα ευρώ μόνο.
–Φύγε.
–Η αδελφή μου είναι πιο ωραία.
–Φύγε.
-Παίρνει είκοσι και της δώκανε κι ένα κολιεδάκι.
Όλη αυτή την ώρα η ανήλικη γυφτοπούλα ερχόταν από πίσω μου σαν αλογόμυγα, ίσως επειδή της μιλούσα χαμογελώντας. Το παζάρι έχει απλωθεί σε όλο τον Ελαιώνα.
«Έχει σαβούρα», λέει ένας πωλητής σε μία ξανθόμαυρη πωλήτρια. Την άλλη φορά θα πάμε Μοναστηράκι. Μου κάνανε παζάρι για μισή δεκάρα.
Ψωνίζω για να ψωνίσω τις «Φωτογραφίες» του Βασιλικού που είχα λατρέψει στην εφηβεία, τρεις Λέξεις αυτές που μου λείπανε από τη σειρά και δύο τενεκεδάκια κασσίτερου (pewter) από τη Μαλαισία έναντι τεσσάρων ευρώ, το μεγάλο μου πάθος κι ένα δενδρύλλιο. Ξαφνικά νιώθω πλήρης, ότι έχω ζήσει πολλές «πραγματοποιήσεις».
Περιμένουμε ένα λεωφορείο μια ώρα, δεν περνάει και ταξί, το λεωφορείο είναι τίγκα καροτσάκια με ψώνια και μικρά παιδιά εξ Αραβίας κι εγώ μ’ ένα δενδρύλλιο μπονζάι καταλαβαίνω ότι τα δάχτυλα μου είναι πρησμένα. Μπαίνει κι ένας τύπος με καφέ στο χέρι που έχει πάρκισον! Κάποιον θα τσουρουφλίσει. Τσουρουφλίζει έναν ξινό και το λεωφορείο της γραμμής Πέτρου Ράλλη-Ομόνοια γίνεται άνω κάτω.
10.9.18 Δευτέρα. Όμορφο κείμενο του Λευτέρη Κουγιουμτζή στη Συντακτών, με τίτλο «ενενήντα τεσσάρων», δείχνει αυτό που αντιστέκεται στην ελληνική κοινωνία, αυτό που υπάρχει ακόμη, μέχρι να εξαφανιστεί τελείως. Τον άνθρωπο της υπαίθρου, της παραδοσιακής κοινωνίας, τον άνθρωπο των βασικών αρχών και ιδιοτροπιών, που ξέρει να αγαπάει τη ζωή, και που στο τέλος αυτής της ζωής ασφυκτιά κλεισμένος σε ένα διαμέρισμα της πρωτεύουσας μπροστά σε μία τηλεόραση που γαυγίζει. Η Αθήνα έχει γίνει ασφυκτική όχι μόνο για τον υπερήλικα των ορέων αλλά για όλους τους κατοίκους, οι οποίοι έχουν αφηνιάσει από την κρίση και τις συνθήκες τσιμεντένιου θερμοκηπίου, έχουν διαλυθεί οι ανθρώπινες σχέσεις και οι μόνοι που λειτουργούν με χωροκατακτητική διάθεση είναι οι πρόσφυγες. Και σαν το ψάρι στο νερό, στο βράχο μας τον Ιερό οι τουρίστες πάνε κι έρχονται.
Guardian: The German chancellor, Angela Merkel, has expressed anger after far-right demonstrators chanted Nazi slogans as they marched over the death of a German man following a fight with two Afghans.
2.500 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν σε μία ακροδεξιά διαδήλωση στην ανατολική Γερμανία (Koethen) μετά το περιστατικό, όπου ένας 22χρονος Γερμανός πέθανε μετά από συμπλοκή με Αφγανούς. Η αστυνομία και οι εισαγγελείς δήλωσαν ότι το 22χρονο θύμα υπέστη οξεία καρδιακή ανεπάρκεια μετά από συμπλοκή σε μία παιδική χαρά στην πόλη Koethen, αργά το Σάββατο. Ο θάνατος του Γερμανού άνδρα «δεν συνδέεται άμεσα» με τους τραυματισμούς που υπέστη στη φιλονικία, αναφέρουν αρχές, ενώ τα ΜΜΕ σπεύδουν να επισημάνουν προϋπάρχον καρδιακό πρόβλημα. Το περιστατικό αναμένεται να προκαλέσει εντάσεις και να πυροδοτήσει αντιδράσεις κατά των μεταναστών.
Le Monde: «Les passeurs sont le plus souvent des fonctionnaires et non de mystérieux criminels ». Οι διακινητές μεταναστών είναι συνήθως δημόσιοι υπάλληλοι κι όχι μυστηριώδεις εγκληματίες
Για τον Jean-Hervé Bradol, των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, η μαζική εμπλοκή των κρατών στη διαχείριση των προσφύγων εξηγεί γιατί οι διακινητές δεν συλλαμβάνονται ποτέ. Διακινητής είναι ένας όρος που αξίζει να ξεκαθαριστεί: Για να ανοίξει ένα σύνορο σε έναν υποψήφιο μετανάστη πρέπει έως τώρα κάποιος να έχει τον έλεγχό του. Σε συνοριακές ζώνες συχνά αμφισβητούμενες και επικίνδυνες, τις no man’s land, έλεγχος δεν υπάρχει και συχνά τον αναλαμβάνουν δυνάμεις με οπλισμό. Ποιες είναι αυτές; Οι συνήθεις δυνάμεις ασφαλείας (τελωνεία, αστυνομία, στρατός) ή μη επίσημες δυνάμεις (παραστρατιωτικά τμήματα, ή οπλισμένες ομάδες, στην περίπτωση για παράδειγμα της Λιβύης, όπου το κράτος είναι αδύναμο). Συγκρινόμενοι όμως με τους εκατοντάδες χιλιάδες που παίρνουν τους δρόμους που ελέγχονται από τις αρχές, αυτές οι τελευταίες οδοί αποτελούν την μειοψηφία. Πώς γνωρίζουμε ότι οι διακινητές είναι συνήθως υπάλληλοι και όχι κάποιοι μυστηριώδεις εγκληματίες; Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα εμπλέκονται στη διαδικασία εδώ και περισσότερα από σαράντα χρόνια. Ποτέ δεν διασχίσαμε τα σύνορα χωρίς την έγκριση ή την παρουσία αρχών και δυνάμεων ασφαλείας. Κατά συνέπεια το πέρασμα των συνόρων αποτελεί δραστηριότητα για την οποία υπάρχει αγορά. Συχνά οι ενδιάμεσοι, που από λάθος θεωρούνται διακινητές, προτείνουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης, ανάμεσα στους ταξιδιώτες και στους πραγματικούς διακινητές. Οι υπηρεσίες των ενδιάμεσων έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα της μεσιτείας. Δεν αρέσει στον Matteo Salvini, αλλά είναι κυρίως οι ιταλικές αρχές που φέρνουν στην Ιταλία την πλειοψηφία των μεταναστών που διασχίζουν την Μεσόγειο. Και είναι οι Ιταλοί υπάλληλοι που διευκολύνουν, στις Άλπεις για παράδειγμα, τις αναχωρήσεις προς την Γαλλία. Το παράδειγμα του 2015 είναι σε αυτό τον τομέα το πιο ενδεικτικό. Όταν οι πόρτες από την Τουρκία προς την Ευρώπη έκλεισαν πρώτα από την Τουρκία μετά για τις χώρες μετάβασης των Βαλκανίων, μετά για τα κράτη που αποτελούσαν τελικούς προορισμούς, ανέλαβαν οι διαπραγματευτές κι οι μεσίτες. Η μαζική εμπλοκή δημοσίων υπαλλήλων στη διαχείριση των κυμάτων μεταναστών εξηγεί γιατί οι διακινητές δεν συλλαμβάνονται σχεδόν ποτέ. Ακόμα και όταν ένα δίκτυο εξαρθρώνεται γρήγορα αντικαθίσταται κι άντε πάλι η ροή. Οι πραγματικοί διακινητές, δηλαδή οι δυνάμεις ασφαλείας, γρήγορα αντικαθιστούν έναν μεσολαβητή με κάποιον άλλο. Διπλή εκμετάλλευση βλέπει σε αυτό ο αρθρογράφος: οικονομική και πολιτική. Σε ό,τι αφορά την πολιτική, η δημαγωγική χειραγώγηση των μεταναστεύσεων είναι ένα καλό μέσο για να γίνει κανείς ηγέτης κράτους. Οι χαμένοι είναι όσοι… χάνονται στη διαδρομή. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης ανάμεσα στον Ιανουάριο του 2014 και τις 30 Ιουλίου 2018, 11.089 άνθρωποι χάθηκαν στην Μεσόγειο.
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post