Ο επιζητούμενος σκοτεινός λυρισμός
Και συ θα φύγεις και θα με προδώσεις
Και θα σκορπίσεις με τις διαδόσεις
Του λίγου κόσμου που βουβά υπομένει
Γιατί του δισταγμού οι πονεμένοι
Με προσκαλούν αχνά μα μένω πίσω
Μέχρι να γίνω τέφρα να σαπίσω
(«Μ’ ένα φεγγάρι παγωμένο»)
Όπως σημειώνει στο εισαγωγικό σημείωμα ο Ηλίας Κεφάλας τα περισσότερα των ποιημάτων ήταν κατάλοιπα παλαιότερων συλλογών που καθώς συνέθεταν εντέλει μια ενιαία ενότητα είτε ως είδος σονέτου είτε ως περιεχόμενο, με κεντρικό άξονα τη βροχή, βρήκαν τη θέση τους στη νέα έκδοση. Τρία ποιήματα «Η τελευτή», «Πρωινό άλγος», «Η λεύκα» από τη συλλογή Λόγος για την αβεβαιότητα, επαναδημοσιεύονται λόγω της μορφικής και θεματικής συνάφειάς τους.
Όπως παρουσιάζονται και στον τίτλο το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες στα Σκοτεινά σονέτα με 11 ποιήματα και 27 τα Άλλα βροχερά ποιήματα.
Η ποίηση του Κεφάλα, ιδίως εδώ, συνταιριάζει με το ήπιο του χαρακτήρα του. Μια απαλή γλυκιά και ελαφρώς τεθλιμμένη εκροή ήχου και γραφής «κλείνοντας τον κόσμο στη ρωγμή του ναού». Δεν έχει σημασία ο τόπος όσο η εν γένει φύση που τον εμπεριέχει τόσο ετούτον εδώ τον μισό όσο και τον υπόλοιπο άλλο κόσμο που στην ποίησή του φανερώνεται ως ενιαίο σύνολο: Άλαλά μου χείλη που όλο προσπαθούν/ Μέσα στη σιωπή τους να μη μαραθούν. Και στο ποίημα «Πρωινό άλγος»: [ ] Θολό και ανεξιχνίαστο είμαι λήμμα/ Σε μαύρο λεξικό που φυλλορροεί/ Μέχρι τα φύλλα του όλα να χαθούνε/ Κι οι νάρκισσοι στο φως να μαραθούνε.
Ποιήματα ομοιοκατάληκτα με μια μείξη ανάπαιστου με τρισύλλαβο μέτρο και ίαμβου με δισύλλαβο: Λαμπερά μου μάτια τρυφεροί βλαστοί/ απ’ τη μάυρη λάμψη ποιος θα κρεμαστεί, αλλά και τροχαίο: πρέπουν μόνον ύμνοι, του ανέμου να σε ράνει.
Ποίηση ωραία παιγνιώδης χαριτωμένη και απαλή ακόμα κι όταν αναφέρεται σε απουσίες που τον θλίβουν όπως η συνομιλία με τον Χρίστο Ρουμελιωτάκη («Επειδή ταξίδεψε πρώτος στα νησιά με τρένο»). Παρά τη βαριά περιρρέουσα ατμόσφαιρα που είναι έκδηλη ανεπαισθήτως η φύση που συντροφεύει τα ποιήματά του προσδίδει την αρμονία ενός όλου εκεί οπού χλωρίδα και πανίδα αλλά και τα ουράνια συμπλέουν αρμονικά με τα επίγεια: ο κυπρίνος στον Αώο, τα φύλλα του λωτού, το κλάμα της ροδακινιάς. Είναι αλήθεια πως η σκέψη του Ηλία Κεφάλα ολοένα μέσα από τα ποιήματα αυτά οδηγείται στην αναπόφευκτη στιγμή του τέλους. Δεν βαραίνει πουθενά ωστόσο παρά τον μελαγχολικό διάκοσμο του βιβλίου. Τα πάντα περιμένουν τη σειρά τους. Για την ώρα η ποίηση είναι μια απαντοχή αλλά και μια επανασύνδεση με τους απόντες και τις απουσίες.
Κλείνω με το ποίημα «Τρένο στα νέφη»: Τ’ όνομά μου χαράζω και ραίνω/ Καθισμένος σ’ ολόλευκο τρένο/ Την ζωή φυγαδεύω στα ύψη/ Ν’ αποφύγω για πάντα τη σήψη// Ω εδώ που κανείς δεν με φτάνει/ Φορεμένος το μαύρο καφτάνι/ Συγχωρώ την ψυχή που λυγίζει/ Σαν φιγούρα από έργο του Γύζη// Μ’ ένα γρήγορο τρένο προφταίνω/ Τον ουράνιο ν’ ακούσω τον αίνο/ Ν’ απλωθώ στων νεφών τις αψίδες/ Να μην κάνεις ξανά πως δεν μ’ είδες.
Κώστας Κρεμμύδας