«Χριστούγεννα»· μία λέξη, της οποίας η ετυμολογική ανάλυση παραπέμπει σε συναισθήματα αισιοδοξίας, δεδομένου ότι σηματοδοτεί την ελπιδοφόρο γέννηση του Θεανθρώπου. Ωστόσο, κατά έναν τρόπο οξύμωρο, τροφοδοτεί ταυτόχρονα την ανθρώπινη ψυχή και με μία αίσθηση μοναξιάς, απαισιοδοξίας, ψυχικής φθοράς. Οι αρνητικές αυτές εκφάνσεις γίνονται πιο έντονες, όταν το άτομο έχει ήδη χάσει αγαπημένα του πρόσωπα.
Έτσι, η περιπλάνηση στην άβυσσο του παρελθόντος, αυτή η μη συνειδητή και απολύτως ριψοκίνδυνη-εύθραυστη ψυχική καταβύθιση ανασύρει μνήμες, βιώματα από στιγμές οικογενειακής ευτυχίας και θαλπωρής· από ασήμαντες −κατ’ εκτίμηση, τη χρονική στιγμή που εκτυλίσσονται− αποχρώσεις παροδικής ευφορίας που προκαλεί η εμφάνιση ορισμένων συμβάντων, εκδηλώσεων αόρατων, σχεδόν άχρωμων, απαρατήρητων, ανάξιων ιδιαίτερης προσοχής. Μετέπειτα, ο Χρόνος (με τις καταλυτικές του υποδιαιρέσεις, οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως παρελθόν, παρόν και μέλλον) προσδίδει αξία σε κάθε στιγμή· συχνά, με έναν τρόπο τραγικό, αφού ήδη έχουν χαθεί για πάντα ανθρώπινες παρουσίες, παραστάσεις, αντικείμενα, άψυχα στοιχεία που πλαισίωσαν και διαμόρφωσαν την ανθρώπινη ζωή. Όλα πλέον έχουν ριζικά αλλάξει· συνήθως, προς το χειρότερο.
Ο Χρόνος που έχει διανύσει το άτομο, καταχωρείται ως «χαμένος χρόνος» ή “temps perdu” σύμφωνα με τον Γάλλο διανοούμενο και συγγραφέα Albert Camus, δεδομένου ότι συνοδεύεται μοιραία από προσωπικές διαψεύσεις και αυταπάτες. Τα ίδια τα κτίσματα (όπου ο άνθρωπος έχει κατοικήσει και διαμορφώσει την προσωπικότητά του) είναι ήδη αλλοιωμένα από την ισοπεδωτική μανία του Χρόνου· ή –ακόμη χειρότερα– κατεστραμμένα, θυσιασμένα στον βωμό του υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού, παραχωρώντας αναγκαστικά τη θέση τους σε μια επιβλητική, τσιμεντένια, ακαλαίσθητη πολυόροφη πολυκατοικία.
Στον χώρο, όπου βρισκόταν άλλοτε η γερασμένη μονοκατοικία, περιφέρονται βασανιστικά-χωρίς κανέναν σκοπό, χωρίς καμία προοπτική, θαμπές σκιές χαμένων αγαπημένων προσώπων, προστατευμένες από το αραχνοΰφαντο σκοτεινό πέπλο της νύχτας· αντανακλάσεις λαμπερών κάποτε παρουσιών, με την ελπίδα να αποδειχθούν τελικά ανώτερες του Χρόνου· με την κρυφή προσδοκία να μην παρασυρθούν από την ορμητική δίνη της Λήθης, να μην ξεχαστούν· με την ψευδαίσθηση ότι εξακολουθούν να επιβιώνουν σε ένα περιβάλλον ημι-οικείο, αφιλόξενο, αφού –εκ των πραγμάτων– δεν ανήκουν πλέον σε αυτό.
Αυτή η νοσηρή, καταθλιπτική ατμόσφαιρα οδηγεί σταδιακά τον άνθρωπο σε μία αυτοκριτική και εν τέλει, σε μία αυτογνωσία σχετικά με τον χρόνο που κατασπαταλήθηκε άλογα· σχετικά με αγαπημένα πρόσωπα στα οποία δεν κατάφερε ή δεν πρόλαβε να εκφράσει όλα του τα συναισθήματα· σχετικά με πράξεις και αποφάσεις που δεν έλαβε κατά τη διάρκεια της επίγειας διαδρομής του.
Οι ημέρες των εορτών (και ιδιαίτερα των Χριστουγέννων και της ελπιδοφόρου Πρωτοχρονιάς) πλημμυρίζουν με αληθινή χαρά τις αθώες παιδικές ψυχές. Ωστόσο, για την πλειονότητα των ενηλίκων, όλη αυτή η εορταστική ατμόσφαιρα που τις συνοδεύει, καλλιεργεί μία τεχνητή ευφορία, μία κομφορμιστική ευδαιμονία σύμφωνα με τα πρότυπα της σύγχρονης δυτικής, καπιταλιστικής κοινωνίας του υλισμού και του ακραίου καταναλωτισμού.
Βέβαια, η εικόνα της πραγματικότητας είναι εντελώς διαφορετική, δεδομένου ότι συνεχείς και μακροχρόνιοι πόλεμοι, πολυετείς πανδημίες, θάνατοι, αρρώστιες, απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες φυσικές καταστροφές κατακλύζουν την ανθρωπότητα. Η Τεχνολογία (αποποιούμενη τον αρχικό, ελπιδοφόρο της ρόλο) χρησιμοποιείται συχνά από τον άνθρωπο ως μέσον καταστροφής και εξόντωσης.
Στη σύγχρονη δυτική κοινωνία, όλες αυτές οι ποικίλες απεικονίσεις του ζοφερού παρόντος (και του παρελθόντος) καλλιεργούν ένα πνεύμα μελαγχολίας, απαισιοδοξίας, μοναξιάς. Ο Χρόνος, ως μία άχρονη επιβλητική-αήττητη παρουσία (που εκτυλίσσεται υπό τους φρενήρεις ρυθμούς της απαιτητικής κομφορμιστικής πραγματικότητας), περνά εντελώς απαρατήρητος, αναξιοποίητος από τον άνθρωπο· μοιάζει να είναι παγωμένος στην ίδια πάντοτε στιγμή. Τίποτε δεν αλλάζει προς το καλύτερο. Ακόμη και οι εορτές των Χριστουγέννων (τις οποίες προσδοκούν τα παιδιά με μεγάλη ανυπομονησία, μέσα από μια ατμόσφαιρα μαγείας), στους ενήλικες, αποβάλλουν αυτό το πέπλο λαμπρότητας και υπόσχεσης για ένα καλύτερο μέλλον, γεμάτο αλλαγές, απαλλαγμένο από την ανιαρή, απαιτητική καθημερινότητα.
Η ανθρωπότητα οδεύει πλέον στη βαρβαρότητα, στην πολιτισμική οπισθοδρόμηση, προς πλήρη διάψευση της οπτιμιστικής ιδεολογίας των διανοούμενων του Νεοελληνικού και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, δεδομένου ότι η αλληλεγγύη, η αληθινή φιλία, η ενσυναίσθηση μεταξύ των ανθρώπων (ορισμένες βασικές αρχές των διαφωτιστών) τείνουν πλέον να εξαφανιστούν.
Οι εορτές των Χριστουγέννων που ζέσταιναν κάποτε τις παιδικές μας ψυχές, που διατηρούσαν κάτι μαγικό, ξεχωριστό, πλέον, στην πολύπαθη και γεμάτη αρνητικές εμπειρίες ζωή μας ταυτίζονται με την ανιαρή, σύγχρονη κομφορμιστική καθημερινότητα. Μάλιστα, η οδυνηρή απουσία αγαπημένων προσώπων εντείνει αυτό το συναίσθημα μοναξιάς και απογοήτευσης.
Κινούμενος σε αυτό το πλαίσιο υποκρισίας και τεχνητής συμπεριφοράς, ο σύγχρονος δυτικός πολίτης –ως παθητική, άψυχη μαριονέττα– προσποιείται ότι απολαμβάνει το τελετουργικό των εορταστικών ημερών. Στην πραγματικότητα, καλύπτει έντεχνα την ψυχική του κενότητα, μη συνειδητοποιώντας ότι υπάρχει –έστω και τώρα– ελπίδα για διάσωση της ύπαρξής του· για ανάκτηση του «χαμένου χρόνου», με αντάλλαγμα έναν «χρόνο επανακτημένο» (“temps regagné” κατά τον Camus), σωστά δομημένο, θεμελιωμένο στην αγάπη, στην αλληλεγγύη και στη λατρεία της ανεξίτηλης ομορφιάς της Φύσης.
Με αυτή την ανατροπή, θα κατορθώσει τελικά να εξέλθει από την παγίδα, από αυτή την καλοφτιαγμένη επίγεια φυλακή των τεχνητών, κομφορμιστικών απολαύσεων και του ασύστολου εγωκεντρισμού και θα απελευθερωθεί, κερδίζοντας εκ νέου την απολεσθείσα ευτυχία του. Θα είναι τότε σε θέση να μετριάσει τις αρνητικές συνέπειες του παρελθόντος χρόνου, λειτουργώντας πλέον ως ενεργός πρωταγωνιστής-διαμορφωτής της ίδιας του της ζωής.
Και τότε, ίσως, αυτή η χαμένη μαγεία των Χριστουγέννων να καταφέρει και πάλι να αγγίξει την τραυματισμένη-αλλοιωμένη ψυχή του, ως μία νότα ευχάριστης ανάπαυλας, ψυχικής ανάτασης, απρόσμενης αναγέννησης και αληθινής ευδαιμονίας.
Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά