Ευάγγελος Αυδίκος ‘Δρολάπι’ * Κριτική

In Κριτική by mandragoras

 

Το ανεμοβρόχι και οι ταλαντώσεις παλαιού και νέου κόσμου 

Το βιβλίο μας εισάγει αίφνης στο τοπίο της Ιστορίας, της ελληνικής Ιστορίας. Της ενδοχώρας, των συνόρων της, αλλά και έξω από αυτά. Στους πληθυσμούς των Ελλήνων της διασποράς, από την Αμερική έως τους πολιτικούς πρόσφυγες των κρατών των πρώην σοσιαλιστικών κρατών. Έως τον φράχτη του Έβρου και τους αντικατοπτρισμούς των απέναντι πληθυσμών. Το παράδοξο με την ελληνική ιστορία είναι ότι είναι γκρίζα και ομιχλώδης, όπως η πυκνή ομίχλη του κεφαλαίου «Σύθαμπο» στο καινούριο μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου Δρολάπι, σε αντίθεση με τον ήλιο και το φως του ελληνικού εν γένει τοπίου. Οι έννοιες που πραγματεύεται εδώ ο συγγραφέας απλώνουν και αναπτύσσονται σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος. Λειτουργεί όμως και ως σταυροδρόμι το έργο αυτό, όπου τα προηγούμενα μυθιστορήματα επανέρχονται. Το ίδιο και τα ονόματα. Η Μίκα και η σκιά της, ο αντάρτης, ο πολιτικός πρόσφυγας από το έργο Η κίτρινη ομπρέλα, που στο τέλος της ζωής του επιστρέφει για να ταφεί στο γεφύρι της Πλάκας. Η γέφυρα της Πλάκας δεν είναι μόνο το ιστορικό γεφύρι που καταρρέει, που σπάζει στο μέγιστο της ταλάντωσής του από τα ορμητικά νερά του ποταμού. Είναι το όριο ανάμεσα στον νέο και τον παλιό κόσμο. Είναι το σημείο, το σημαίνων, όπου γίνεται η γεφύρωση αλλά και κατάρρευση των χρόνων, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος των προσώπων του μυθιστορήματος, των τριών ζευγαριών. Τα πρόσωπα αυτά δεν λειτουργούν, δεν δρουν εκτός του ιστορικού πλαισίου. Ο Αυδίκος δεν ενδιαφέρεται για ψυχογραφήματα άχρονα, στη σφαίρα του φανταστικού ή του φαντασιακού. Όλα τα πραγματολογικά δεδομένα που έχει συλλέξει, επεξεργαστεί και ενσωματώσει μέσα στην αφήγηση, η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας, των ραγδαίων πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων, δημιουργούν ακριβώς αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο δράσης των προσώπων. Η μνήμη, η ιστορική μνήμη που αφορά και όλα τα προηγούμενα έργα του, επανέρχεται ως βασική θεματική αλλά κάπως παραλλαγμένα, διαφοροποιημένα αυτή τη φορά. Για πρώτη φορά ο συγγραφέας αναφέρεται στη βιολογική μνήμη. Έτσι η απώλεια της μνήμης του παρελθόντος σε ένα ζευγάρι μετά το αυτοκινητιστικό δυστύχημα οδηγεί και σε απώλεια της ταυτότητάς τους. Δεν γνωρίζουν ποιοι είναι και κανείς δεν τους θυμάται. Βυθίζονται σε ένα ιστορικό κενό. Αρχίζουν να μαθαίνουν την πραγματικότητα από την αρχή και να προσαρμόζονται σε νέες ζωές με αφετηρία το τραγικό συμβάν. Εδώ ο Αυδίκος αναπτύσσει και πραγματεύεται εννοιολογικά το αντίθετο της μνήμης. Την απώλειά της. Με ψυχαναλυτικό τρόπο όλα παραπέμπουν στο τραύμα, την τραγωδία, την κατάρρευση του παλαιού κόσμου, των παλαιών ζωών. Σε περιστατικά που δεν μπόρεσαν να αποφευχθούν από τα ίδια τα άτομα και που οδήγησαν σε διάρρηξη του εσωτερικού τους κόσμου. Όπως τα γεγονότα που συνέβησαν σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή σε συλλογικό επίπεδο στις ζωές των ανθρώπων στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας. Η κατάρρευση της γέφυρας εκφράζει σε συμβολικό επίπεδο αυτή την καταστροφή, τη ρήξη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Κατάρρευση και των σταθερών, των ιδεών, του κοινωνικού εποικοδομήματος. Η Αρσινόη μετά το αυτοκινητιστικό δυστύχημα με πλήρη απώλεια παρελθοντικής μνήμης σε ότι αφορούσε τα γεγονότα της ζωής της πριν το συμβάν, κάθε πρωί ξυπνά εφιαλτικά με την επανάληψη του ήχου της πρόσκρουσης, ο οποίος ομοιάζει με τον έντονο κρότο κατά την πτώση της γέφυρας. Η καταβύθισή της μέσα στα όνειρα που βλέπει δίνουν στο υποσυνείδητό της την ευκαιρία να δώσει λύσεις στα κενά και στα ερωτηματικά της πραγματικότητας. Ο συγγραφέας χειρίζεται με μοναδικό τρόπο την ιατρική σημειολογία και ορολογία έτσι που τα πραγματολογικά δεδομένα να αποτυπώνονται στην αισθητική του έργου με γόνιμο και ευφυή τρόπο. Η τέχνη του είναι καθαρή χωρίς να χάνεται ο αινιγματικός χαρακτήρας του έργου -όπως οφείλει άλλωστε- καθώς και ο καταιγισμός συνειρμών και πολλαπλών νοημάτων από τις συνδέσεις των μερών με το όλον του μυθιστορήματος. Συνυπάρχει το τραγικό, το δραματικό και το θεατρικό στοιχείο, με τον αυτοσαρκασμό, αλλά και το κωμικό, το κωμικοτραγικό θα έλεγε κανείς. Μου έρχονται στη σκέψη οι Βάκχες του Ευριπίδη, όχι ως προς το περιεχόμενο του έργου, αλλά ως προς τον τρόπο που ο Ευριπίδης χειρίζεται τον «νευρολογικό αλγόριθμο» της Αγαύης που κρατάει ως τρόπαιο το κεφάλι του γιου της Πενθέα που η ίδια διαμέλισε πάνω στην έκστασή της. Μπροστά στον πατέρα της Κάδμο η Αγαύη –ως μαινάδα– συνέρχεται σταδιακά –νευρολογική κλίμακα– από την επήρεια της διονυσιακής μέθης συνειδητοποιώντας το αποτρόπαιο έγκλημά της. Ο Αυδίκος στο Δρολάπι ξετυλίγει αυτό το νήμα του ιατρικού ιστορικού των ηρώων του με έναν by the book ανατομικό τρόπο.

Το μυθιστόρημα εξελίσσεται αριστοτεχνικά μέσω εγκιβωτισμών, flash back, μέσα από τις συμπτώσεις της ζωής που φέρνουν τα τρία ζευγάρια της σύγχρονης Ελλάδας σε επαφή και επικοινωνία. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο η Ηπειρωτική, όχι μόνο τα Τζουμέρκα όπου ο συγγραφέας επιλέγει να τοποθετήσει το σταθμό συνάντησής τους, ως μια ρίζα που συνδέει τους ανθρώπους. Το μυθιστόρημα εδράζεται σε ένα στιβαρό ιστορικό πλαίσιο διεθνές, παγκόσμιο, και πραγματεύεται έννοιες και ζητήματα σε γλώσσα πανανθρώπινη. Η επιστήμη μεγάλης κλίμακας που είναι η Ιστορία συναντά τον ψυχαναλυτικό, τον εξατομικευμένο συγγραφικό λόγο που ανήκει στη μικρή κλίμακα, όχι πως τα όνειρα της Αρσινόης μπορούν να έχουν τη φροϋδική κατ’ ανάγκη ερμηνευτική, αλλά να αποτελούν καταβυθίσεις στην νέα πραγματικότητα, να είναι αντικατοπτρισμοί της. Το γενικό συναντά με λίγα λόγια το ειδικό στην αφήγηση. Η επιστροφή του Κώστα Κρυστάλλη μέσα από τον Κριστ που γράφει και εκδίδει ποίηση, η Μίκα που επανέρχεται με το ιστορικό της αποτύπωμα και όχι μόνο με τη σκιά της, ακόμα και η Παργινόσκαλα που συνδέεται με το οικογενειακό δέντρο του Ελληνοαμερικανού Κριστ, δείχνουν πως ο Ευάγγελος Αυδίκος αγωνιά να μιλήσει για τις νέες ταυτότητες μέσα σε ένα περιβάλλον ρευστό, μετέωρο, οριακό, μέσα σε συνθήκες ιστορικές που ολοένα αλλάζουν στη σύγχρονη Ελλάδα. Σύμφωνα με τον σουρεαλιστή ποιητή και θεωρητικό Νικόλα Κάλας οι δομές και οι μεταβολές των μορφών σε ένα έργο τέχνης βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με την ύλη. Άρα η πραγματικότητα διαμεσολαβημένη μέσω των αναπαραστάσεων του ψυχικού οργάνου σε ένα έργο τέχνης καθιστά ζωντανή την τέχνη διαμέσου του δυναμισμού των μορφών, των μεταβολών, των μεταμορφώσεων, των λειτουργιών, μέσω μιας πάλης που ανατρέπει τις συνήθειες, κάνει τις καρδιές να χτυπούν, και στο αίμα δίνει μια ακαταμάχητη γεύση ηδυπάθειας (Εστίες Πυρκαγιάς, Νικόλας Κάλας). Τα ζωντανά στοιχεία των εικόνων που αναδύονται στο μυθιστόρημα Δρολάπι του Ευάγγελου Αυδίκου, άλλοτε μέσα από το όνειρο, την πραγματικότητα, αλλά και τις παραισθήσεις κάποτε των ηρώων, των τριών δηλαδή ζευγαριών, καθιστούν την αφήγηση ζώσα προσδίδοντας πλαστικότητα στους χαρακτήρες. Οι συμφύσεις ενός λυρικού λόγου, σχεδόν ποιητικού σε ορισμένα σημεία, με τον πεζογραφικό άξονα του έργου είναι άλλη μία απόδειξη των μεταμορφώσεων –της δυναμικής των μορφών– που απογειώνουν την αισθητική του μυθιστορήματος αυτού.

 Το γεφύρι της Πλάκας τελικά γκρεμίζεται, μεγάλα κομμάτια του παρασέρνονται στα ορμητικά νερά και μαζί με αυτά και η ψυχή του πρωτομάστορα. Τα έργα των ανθρώπων έχουν μία παράδοξη διαλεκτική διαρκείας, τα φαινόμενα της φύσης άλλωστε είναι και φαινόμενα του πνεύματος. Έτσι το γεφύρι φτιάχνεται πάλι, αναστηλώνεται και η Αρσινόη αλλά και ο αγαπημένος της, μέσα στην τυχαιότητα και στο καπρίτσιο των αλλαγών βρίσκουν τη χαμένη τους ταυτότητα, το νήμα με το παρελθόν. Έχει πραγματικά η Αρσινόη την ευκαιρία να επιστρέψει στην παλιά της ζωή. Όμως το αρνείται. Συνεχίζει να ζει με το νέο της ημερολόγιο, όπου το τραγικό συμβάν θεωρείται από την ίδια και η «πραγματική» κατά μία έννοια ημερομηνία γέννησής της.

Σπύρος Γ. Μπρίκος

[Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι, Μυθιστόρημα, εκδ. Εστία, Αθήνα 2023, σελ. 296]