στη μνήμη του φίλου μας Λάμπρου Σπιριούνη
που πριν ένα χρόνο, την …έκανε κι αυτός
Τα είχε όλα τα ποιήματα στο μυαλό του έτοιμα. Ταχτικά παραταγμένα με τίτλους, αριθμούς και στίχους συγκεκριμένους. Ομάδες και κατηγορίες. Ολόκληρη η λίστα των ποιημάτων της ζωής του έτοιμα να βγούνε στο φως. Το θέμα ήταν μόνο ν’ ανοίξει η τρύπα. Εκείνη η γαμημένη τρύπα! Να πεταχτούνε λέξεις, στίχοι, ποιήματα, έξω εκεί που σφαδάζει ο άλλος, εκεί που στέκεται η κάμερα και ο κόσμος ο απέραντος. Και να κυλήσουν μετά οι λέξεις στρογγυλές, οι στίχοι γυαλιστεροί, αστραφτεροί βόλοι της Τραχήλας. Έτοιμα η πείρα κι ο καημός, η ομορφιά κι η πίκρα, η ανοησία και το τραγούδι. Όλα μέσα στα ποιήματα, έτοιμα στην άκρη.
Λυγμός στη νύχτα, φίλε, κραυγές στο σκοτάδι, αόρατη μυρωδιά απ’ το ουίσκι. Ποίηση πουτάνα! Πανάθεμά σε! Λύτρωση και βάσανο!
Είχαμε μαζευτεί στο γραφείο για το μνημόσυνο. Πρόσχημα τα μνημόσυνα. Πρόσχημα και προφάσεις. Τι να τα λέμε πάλι. Απουσίες που πληθαίνουν. Αλλά ας μην έχουμε και παράπονο. Τέσσερα δωμάτια βιβλιοθήκες. Κλειστές με τζάμια, γυαλισμένα, καθαρά και τα βιβλία χωρίς το κιτρίνισμα της νικοτίνης. Κυρίως ποίηση. Παλιότερη αλλά και μοντέρνα. Επαγγελματικός χώρος σοβαρός, με καθαρή προσωπικότητα που σε κάνει αυθόρμητα να θέλεις – με τρόπο μάλλον ανίερο κι εγωιστικό – να συμφωνήσεις με τον γέρο ποιητή και να σταθείς χωρίς τα παρακάλια των δειλών, αλλά κατά πως ταιριάζει σε που αξιώθηκες να τον γνωρίσεις.
Μελετούσε, εμβάθυνε κι αποτιμούσε. Απόψεις, προφορικά κυρίως εκφρασμένες, σαφείς και τεκμηριωμένες, που αποτελούσαν εγγύηση. Μόνο για τους φίλους του όμως. Τους λίγους επιστήθιους και πιστούς φίλους. Αυτούς που δεν υπολόγιζαν τις αντιφάσεις του, δεν συνεριζόντουσαν τις εκρήξεις του.
Νομίζω πως ήρθε μια νύχτα μαζί με την απρόσμενη «εγκατάσταση».
Αστερία, έτσι την είχαν ονομάσει. Ήταν μια γυναίκα μέσα σε ένα πλέγμα που καθώς στριφογύριζε την έβλεπες απ’ όλες τις μεριές και δεξιά κι αριστερά και μπρος και πίσω και πάνω και κάτω και διαγώνια κι ενδιάμεσα και πλαγίως και καθέτως και σε κάθε δυνατή κι αδύνατη – αυτό έδινε την εξαιρετική ιδιαιτερότητα – διάσταση. Μια γυναίκα με δύναμη μυθική σαν εκείνη την πρωτεϊκή μορφή, που ήταν ογκώδης και ικανή να γεννήσει νέα ζωή και την θαύμαζαν και την λάτρευαν και δεν ήξεραν πια τι να την κάνουν και την είπανε θεά, που σήμερα τη θαυμάζουμε στα μουσεία του κόσμου. Στη Βιέννη, στην Άγκυρα και γω δεν ξέρω πού αλλού. Έχει πολύ φουσκωμένη κοιλιά και πολύ μεγάλα στήθη. Τα άλλα μέρη δεν έχουν τονιστεί, δεν τα θυμόμαστε καν.
Αυτός με τα μεγάλα φτερά του πετούσε και χαμογελούσε στο όνειρο. Είχε τα μάτια ανοιχτά και το σώμα ζωντανό και παρόν. Ένα μέρος απ’ την ψυχή του – τώρα πια, τόσοι φίλοι χώμα και λάσπη, δεν αμφιβάλλω για την ύπαρξή της – ήθελε να με πείσει ότι στέκονται ποιήματα στην άκρη της τρύπας, και ο καιρός των δέντρων γίνεται, αργά- βασανιστικά, παρελθόν.
Πρόσεξε την αλυσίδα όμως, μου φώναζε. Στάσου μακριά και κοίτα μόνο το πρόσωπο. Αυτό που είναι ζωντανό, κοιμάται, κατουράει, κλαίει, πονάει, γελάει, γεννάει, τρώει, διαβάζει, σκέφτεται, κάνει έρωτα, ερωτεύεται, σκοτώνει, αγκαλιάζει. Μη νοιάζεσαι για τα άλλα, τη βιομηχανία, που παρουσιάζεται τάχα σπουδαία. Χέσε τον φωτογράφο με την κάμερα, τους φακούς, τα τριπόδια, τα φίλτρα, το πρόγραμμα, τα ψηφιακά τεχνάσματα και τις δυνατότητες. Ξέχνα και τον άλλο άνθρωπο με την άλλη κάμερα που απαθανατίζει το δρώμενο και το σχολιάζει και το «διαμεσολαβεί», όπως νομίζει. Μη δίνεις σημασία στους διάφορους περαστικούς που διέρχονται αδιάφοροι ή στέκονται και παρατηρούν όλη τη σκηνή, ούτε στο κοινό που, ακόμη κι αν είναι φανταστικό, όμως γίνεται αποδέκτης του πράγματος, για το οποίο τώρα πράγμα, χρειάζεται άλλη μια αλυσίδα από σχολιαστές, αλλά και επιχειρηματίες, και διοργανωτές.
Στάσου απέξω, φώναζε, απ’ τη βιομηχανία και βυθίσου σ’ εκείνο το υπέροχο βύθισμα που το λένε «ροή»! Κόσμοι γεμάτοι απουσία περιμένουν. Εκκρεμότητες της ζωής. Όχι του θανάτου, όχι. Δεν υπάρχει θάνατος, όσο η μνήμη δουλεύει.
Χαμογελούσε στον ύπνο μου. Ο θάνατος, μια παραίσθηση σκέφτηκα, όπως και η δόξα.
Ελένη Γούλα