αφιερωμένο σε όσους ζητούν την ψήφο μας
Το πρόσωπο του Τύραννου τρομαγμένο – φο-βα-μαι! φο-βα-μαι! όπως η ανάσα, η αναπνοή, το βήμα και το κομματιασμένο του βλέμμα. Είναι το στόμα του ανοιχτό, η τραγική μάσκα και η κραυγή του Munch. Πόλεμος! νεκροί! κομματιασμένοι!
Κινείται στη σκηνή με απόγνωση και ο χορός αναρωτιέται πάλι με την ανάσα, πάλι κομματιαστά, πάλι όπως αέναα το κύμα σκάει στην ακτή. τι-δη-τα-χρη-δραν! τι-δη-τα-χρη-δραν! Παραλογισμός, απόγνωση, καταστροφή!
Ο άστεγος έχει σκύψει στην άκρη της πλατείας και σκουπίζει τον ποπό του! Είναι ακόμη πρωί, ο ήλιος όμως λάμπει στα τζάμια των κτιρίων και τα αυτοκίνητα περνούν κι όλο περνούν βιαστικά. Ένα βανάκι με τον λογότυπο και τα χρώματα της μεγάλης εταιρίας (μπλε και πράσινες φωτεινές λουρίδες με λατινικά μεγάλα γράμματα ορατά από παντού), έχει σταθμεύσει στη στροφή του πολυσύχναστου δρόμου, μπροστά ακριβώς από τον άστεγο που στέκεται σκυμμένος – κάτω το κεφάλι, ψηλά, όσο ψηλά μπορεί ο πισινός. Ένας γυμνός αντρικός πισινός, μάλλον νεαρού άντρα, σε κοινή θέα.
Ο οδηγός του βαν, φορώντας τα χρώματα της εταιρίας – αυτόν κοίταζα περνώντας όχι τον σκυμμένο άντρα με τον βρώμικο, πόσο βρώμικο πισινό! – μιλούσε στο τηλέφωνο και σημασία δε φαινότανε να δίνει στην πράξη που συντελείτο δίπλα του ακριβώς, στο πεζοδρόμιο.
Χάνω λίγο το βλέμμα μου, τα μάτια μου σαν του ήρωα που φοβάται φο-βα-μαι! φο-βα-μαι! μεγάλα γουρλωμένα πίσω από τα γυαλιά ηλίου – τα ακριβά μου γυαλιά με δόσεις αγορασμένα απ’ το κατάστημα οπτικών, τα δικαιούμαι πια τόσα χρόνια δουλεύω και τα μάτια μου απ’ τα πιο πολύτιμά μου, διαβάζω, βλέπω, κινούμαι, μπορεί να τα βλάψουν οι ακτίνες του ήλιου αλλά και κάποια φτηνιάρικα γυαλιά: τι-δη-τα-χρη-δραν! τι-δη-τα-χρη-δραν!
Ο άστεγος – άστεγος θα ήταν τι άλλο; άστεγος και ναρκομανής και παρατημένος από όλους κι από το κράτος, (ποιο κράτος θεέ μου!), πιο πέρα τα στρώματα στη σειρά στην εσοχή στο υπόστεγο της πλατείας – συνέχιζε τη δουλειά του, σαν κάτι ανοϊκούς ηλικιωμένους, οι οποίοι επαναλαμβάνουν μηχανικά μια κίνηση, που για κάποιο λόγο έχουν ξεκινήσει. Κρατούσε ένα βρώμικο κουρέλι και το κουνούσε πάνω κάτω στον ανοιχτό πισινό του! Μηχανικά, επαναλαμβανόμενα, εξακολουθητικά. Ένα κουρέλι, που έτσι όπως το έβλεπα χωρίς τους φακούς της μυωπίας μου, έμοιαζε να είναι από κείνα τα στουπιά που χρησιμοποιούν οι μηχανικοί, να σκουπίσουν τα λάδια της μηχανής απ’ τα χέρια τους, κάτι βρώμικα χιλιοχρησιμοποιημένα στουπιά. Εκείνες οι χοντρές σταχτιασμένες κλωστές, σκοινιασμένες λουρίδες για να απορροφούν τα λάδια της μηχανής, τα μηχανόλαδα, που δεν κάνει ούτε η γη να τα ρουφήξει. Τα στουπιά λιγδιασμένα όπως και τα χέρια τους, κάτι χέρια μαυρισμένα, χωμένη η λίγδα – γλίτσα – μέσα στα νύχια. Ούτε με ζεστό νερό ούτε με σαπουνάδα βγαίνει, μαυρισμένα νύχια, λερωμένοι οι πόροι των χεριών ως μέσα βαθιά.
τι-δη-τα-χρη-δραν! τι-δη-τα-χρη-δραν!
Ο οδηγός ατάραχος, το βανάκι απαστράπτον, ο δρόμος κεντρικός, πολύ κεντρικός και τα στρώματα των αστέγων στη σειρά λίγο πιο πέρα, εκεί που η τράπεζα αφήνει άπλα στο πεζοδρόμιο.
Και στη Ρώμη, παντού άστεγοι! παντού στη Ρώμη άστεγοι!
Αυτή τώρα δεν είναι η Ρώμη, είναι η Αθήνα, το μαλακό της υπογάστριο, όπως έχω ακούσει να το λένε, η πλατεία Βάθης (μπορεί και του Βάθη ή Βάθια σε παλιότερες αναφορές), που ζέχνει, ενώ οι (επίδοξοι) δήμαρχοι ξελιγώνονται σε κορώνες και ανταγωνίζονται ποιος θα τάξει τα περισσότερα στους απελπισμένους δημότες. τι-δη-τα-χρη-δραν! τι-δη-τα-χρη-δραν! τι-δη-τα-χρη-δραν!
Ελένη Γ.
*Τί δῆτα χρὴ δρᾶν; (Και τι πρέπει λοιπόν να κάμω;): Είναι ο 1099 στίχος της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή και λέγεται από τον Κρέοντα, όταν τρομαγμένος από την πρόβλεψη του Τειρεσία, αποφασίζει να αλλάξει γνώμη και να υπακούσει στους θεϊκούς αιώνιους νόμους, τους οποίους έχει καταπατήσει αφήνοντας άθαφτο τον Πολυνείκη και καταδικάζοντας την Αντιγόνη σε θάνατο. Αυτόν τον στίχο τον άκουσα συγκλονιστικά να εκφέρεται στη σκηνή του θεάτρου Άττις, την Δευτέρα, 20-5-2019, κατά την (τελευταία) παράσταση της Αντιγόνης από την ομάδα Σημείο Μηδέν, σε σκηνοθεσία Σάββα Στρούμπου.
** φωτογραφία : πλατεία Βάθη 24-5-2019