Εικόνες | για το νερό

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras


ανθρώπων



6/8/18

Μιλούσε με στόμφο. Η μασέλα του κουνιόταν στο στόμα αλλά το μυαλό του δούλευε γερά. Διάβαζε εφημερίδες και βιβλία ιστορικά. Μεγάλωσε ορφανός. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον εμφύλιο.

–Όσο τραβάμε το νερό από όλο και μεγαλύτερο βάθος, κάνουμε υπεράντληση του υδροφόρου ορίζοντα, και το χώμα στεγνώνει. Τα δέντρα και τα φυτούδια όλα, δε βρίσκουν υγρασία εκεί που ψάχνουνε με τις βαθιές τους ρίζες. Όσο και να τα ποτίζουμε εμείς, δεν ωφελεί. Το νερό, το επιφανειακό, εξατμίζεται γρήγορα. Εκείνο που χρειάζεται το δέντρο και όλα όσα φυτρώνουνε στη γης είναι να έχει υγρασία μέσα, το χώμα. Να κυλάει το νερό σε υπόγεια αυλάκια, να μουσκεύει το υπέδαφος, να ρουφάνε οι ρίζες. Όταν το χώμα διψάει, όταν ο υδροφόρος ορίζοντας κατεβαίνει και το νερό της γης λιγοστεύει, βλέπουμε την επιφάνεια του εδάφους να σκάει όπως το καρβέλι στο φούρνο, να γένεται φρύγανο, ξεραίνεται και τρίβεται σαν τη φρίσσα το ψωμί.

Αν δεν υπάρχει νερό, θα πεθάνουν τα πάντα. Ακόμη κι αν αφαλατώσουμε τη θάλασσα – εμείς που την έχουμε κοντά – και ποτίσουμε τις καλλιέργειες, το υπέδαφος δεν πρόκειται να το ποτίσουμε. Όλη η περιοχή θα ερημοποιηθεί»

 

Είχα δει εικόνες ερημοποίησης σε ντοκιμαντέρ. Κάτι καχεκτικά δέντρα, το χώμα ξερό σαν πέτρα και σκόνη, πολλή σκόνη παντού. Είχα δει και κάτι ζώα σκελετωμένα να στέκονται κάτω από τον δυνατό ήλιο κι άλλα ψόφια από την πείνα. Σαύρες, φίδια, ασβοί, πουλιά, όλα πεθαμένα. Οι άνθρωποι κονβόι μετανάστες.

Είχα δει επίσης και πώς μπορεί να ζωντανέψει μια τέτοια περιοχή στο ντοκιμαντέρ – υπέροχη ποιητική ταινία – του Βιμ Βέντερς «Το αλάτι της γης». Προσεκτική μελετημένη φύτευση, σχεδιασμός μακρόπνοος και πράξη ευθύνης. Εκεί που πριν ήτανε σκόνη, είδα την εικόνα μιας καταπράσινης έκτασης. Έργο ανθρώπων.

Ξεκίνησα να μιλήσω γι αυτά. Ήταν κι άλλοι μπροστά. Θέλησα να περιγράψω μια θετική στάση, μια πρόταση, ένα σχέδιο εναλλακτικό. Καθόμασταν κάτω από τη σκιά της μουριάς με ένα μπουκάλι παγωμένο νερό και γυάλινα ποτήρια που ίδρωναν μέσα στο ζεστό απόγευμα.

–Αυτά, που λες, δε γένονται εδώ. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Έχω ζήσει τόσα χρόνια και ξέρω τι σου λέω. Ο καθένας για την πάρτη του σ’ αυτή τη χώρα. Αν μου έλεγες για άλλες χώρες, θα σου έλεγα μπορεί. Αλλά εδώ δε γένεται τίποτα. Ακόμη κι αν κάποιος δοκιμάσει να κάνει το καλό, να ευεργετήσει το σύνολο, θα τον πατήσουνε χάμου, θα τον σταυρώσουνε. Δεν γένεται τίποτα.

Ήτανε ογδόντα και κουρασμένος πολύ. Είχε δουλέψει τη γη με την αξίνα πρώτα, με τη σκαφτική μηχανή μετά, και τώρα, στα γεράματα είχε αγοράσει ένα τρακτέρ, με κοινοτική επιδότηση. Φόρτωνε τα τσουβάλια με τις ελιές το φθινόπωρο, την άνοιξη ράντιζε τα ελαιόδεντρα με φάρμακα για τις αρρώστιες και το καλοκαίρι κουβαλούσε νερό για να γεμίζει τις δεξαμενές των Ευρωπαίων τουριστών. Αυτών, που ερχόντουσαν στα ιδιόκτητα σπίτια τους, για να απολαύσουν τον ήλιο και τη θάλασσα της πατρίδας μας.

Άγγιξα το παγωμένο ποτήρι και το έφερα στο στόμα μου. Κοίταξα το μπουκάλι με τη μάρκα τυπωμένη γαλάζια. Στα ελληνικά και στα αγγλικά. Ερχότανε από μακριά – απ’ τα ψηλά βουνά της Κρήτης – κλεισμένο σε πλαστικά μπουκάλια με ημερομηνία εμφιάλωσης και ημερομηνία λήξης.

Τα αγοράζουμε 1.20 ευρώ την εξάδα. Άλλες ακριβότερες μάρκες, τις πουλάνε μέχρι και 2.40 στο τοπικό σούπερ-μάρκετ.

 

Ελένη Γ.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία