Στις οχτώ έβαλε αέρα και ξαφνικά άρχισε να φυσάει δυνατά. Πάνω στη ράχη που ήμουνα πήρε το καπέλο, πήρε τα γυαλιά, πήρε και το κέφι μου.
–Δεν θα προλάβω ούτε σήμερα να ψεκάσω τα λέιλαντ. Τώρα πρέπει πάλι να περιμένω.
Δε μου απάντησε. Είχε ανέβη στο ψηλό δέντρο ξυπόλυτη και με το πριόνι χρατσ-χρατς έκοβε τις μεγάλες κλάρες τις γεμάτες αμύγδαλα. Κάτι καρποί ευμεγέθεις. Πράσινο περικάλυμμα, σκληρό τσόφλι και γλυκιά νόστιμη ψίχα. Κανένα πανί σήμερα, μάζευα διπλωμένη στα δυο με τα δάχτυλά μου μέσα στα ξερόχορτα. Να διακρίνω τα στρουμπουλά αμύγδαλα να τα βάλω στον κουβά μου μετά να τα αδειάσω στο τσουβάλι, να τα φορτώσουμε στο αμάξι και να τα απλώσουμε στον ήλιο να στεγνώσουν καλά πριν τα κρύψουμε για τον χειμώνα στην αποθήκη.
Χτες – μαζί με τον εργάτη – μαζέψαμε τη μεγάλη αμυγδαλιά της αυλής, δυο μικρά τσουβαλάκια. Κι ας μην είχανε καλά γίνει, ας μην είχανε ακόμη «σκάσει» στα «μπουχάδια».
Εκείνος – ένας ψηλός γερός άντρας με πλάτες δυνατές – είχε με τη σκάλα σκαρφαλώσει ψηλά στο δέντρο κι έκοβε τους χοντρούς κορμούς με τη μαυρισμένη φλούδα. Το αλυσοπρίονο βούιζε δυνατά και σύριζε μέσα στο πρωινό.
Τόβρισκε δύσκολο να τα κουμαντάρει τα μεγάλα κλαδιά με δυο γυναίκες εμάς από κάτω. Εκείνη όμως ήτανε αποφασιστική και ήξερε να διακρίνει τις ανάσες των φύλλων απ’ τα τριξίματα του κορμού. Ετούτο δω κόψε! Να το δέσω πρώτα με την τριχιά! Φέρ’ τη από τ’ αμάξι. Τράβα το από δω. Να τύλα το έτσι το χέρι σου όμως πρώτα, μη σε κόψει η τριχιά. Εγώ θα τα λιανίζω με το κλαδευτήρι, εσύ τράβα τα στην άκρη.
Είχαμε στρώσει πριν τις εφτά τα πανιά – αυτά τα ραβδιστόπανα τα πλαστικά, τα πέντε μέτρα – κατά μήκος του κήπου του δικού μας το ένα και το άλλο στου γείτονα. Δε στρώσαμε στα κεραμίδια της αποθηκούλας. Εκεί ανέβηκα και περπάτησα προσεκτικά. Αλλά όσο κι αν προσπαθούσα – θα πατάς στην άκρη στο κεραμίδι όχι στη μέση – δυο παλιά μαυρισμένα κεραμίδια, ξεραμένα βρύα και κάτι άσπρα σημάδια σαν ασβέστης ξερός, σπάσανε κάτω από το βάρος μου. Το κρατς του αρχαίου πηλού και το αχ το δικό μου δεν της ξέφυγε, παρόλο το θόρυβο από τη δέμπλα της – το μακρύ λεπτό κοντάρι το ξύλινο με τη λειασμένη επιφάνεια που χτυπούσε τον αέρα πριν ακουμπήσει με δύναμη στο δέντρο.
–Σου είπα να προσέχεις!
Δε στρώσαμε ούτε πάνω στη σκάλα του σπιτιού ούτε στη βεράντα ούτε στο δρόμο.
–Θα ραβδίσουμε τις κλάρες. Θα μαζώξουμε και από κάτου με τα χέρια μας.
Άειντε! Ράβδα καμιά κλάρα τώρα! Άιντε γλήγορα, θα μας πιάσει η ζέστη.
Δεν πρόλαβα να βγάλω φωτογραφίες ούτε να σημειώσω τις λέξεις. Στη μνήμη μου μόνο ο αέρας στη ράχη του χωραφιού και η βιασύνη του εργάτη να κόψει με το αλυσοπρίονο τις μεγάλες θεριακωμένες ψηλές άγαρμπες κλάρες, που γέρνανε και πέφτανε βαριές πάνω στο χώμα.
Τις προάλλες όμως – τώρα ήταν μια φωτεινή χειμωνιάτικη μέρα του Ιανουαρίου, ο ήλιος έλαμπε πάνω από τα πράσινα βρεγμένα χωράφια – την άκουσα να λέει κοιτάζοντας προσεκτικά την αμυγδαλιά, αυτή που όπως μου εξήγησε μετά, ανθίζει πρώτη απ’ όλες στην περιοχή.
Αγρικάει χειμώνα. Ακόμα να μπουμπουκιάσει.
Ελένη Γ.