Εικόνα | 8 Μάρτη

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras

στους πατεράδες με αγάπη

–Όταν τον άκουγα πετούσα στον ουρανό. Ζωντανεύανε τα λόγια του κόσμους καινούριους. Δεν ήξερα πως υπήρχαν.

Αυτά, τα λόγια του, γίναν μια μέρα γροθιά και μαχαίρι. Δεν ήθελα παρά να πεθάνω, να καθαρίσει ο τόπος από την άχρηστη μύξα μου.

Είχα ανοίξει αμέσως την πόρτα να φύγω – δεν υπήρχε πια ουρανός, μόνο η δική μου ντροπή.

Η φωνή του άγρια – κάλεσμα στο παιχνίδι της εξουσίας, που φοράει τη μάσκα του πόθου – με γύρισε πίσω. Μια αγκαλιά και μαζί, μακρινή υπόσχεση ουρανού πάλι. 

*

–Εμένα, ήταν τα χέρια του – κάτι μεγάλες παλάμες – που χαϊδεύανε μαγικά. Μόνο να με άγγιζε έλιωνα. Δεν είχε πιο πέρα ομορφιά. Ήμουνα η βασίλισσα, το αστέρι που έλαμπε στον ουρανό. Τον ήλιο τον έβλεπα μόνο στα μάτια του, θεός μου.  

Όταν τα σήκωσε πρώτη φορά πάνω μου – εκείνα τα θαυμάσια χέρια – έσκυψα απλώς το κεφάλι. Το ήξερα πως δεν ήταν αποδεκτό, ακόμη και διδακτορικό είχα, γνώριζα όλες τις συμβουλές φίλων και ειδικών, όμως ποιος υπολογίζει επιστήμονες και σοφούς, αν μπορεί να βρεθεί στον παράδεισο, έστω κι αν βουτάει στην κόλαση βαθιά. Όσο πιο πολύ το σκοτάδι, τόσο ψηλότερα μετά. Το δικό μας κρυφό μυστικό. Ο δικός μας, κατάδικός μας κόσμος.

*

–Εμένα ούτε λόγια ούτε χέρια. Μόνο το χτύπημα της σιωπής κάτω απ’ τη ζώνη.

***

 Όταν ήρθε ο πατέρας για να με πάρει – δεν ξέρω ποιος τον είχε ειδοποιήσει, μπορεί η μεγάλη του αγάπη, μπορεί η δυνατή του διαίσθηση (όπως τότε, την άλλη φορά, που απ’ το τηλέφωνο του είχα ζητήσει το μεγάλο ποσόν – τέσσερις κρύους εφιαλτικούς μήνες στην αφιλόξενη χώρα του Βορά – κι αυτός χωρίς ούτε μια ερώτηση ούτε ένα κόμπιασμα μικρό· πάω αμέσως να σου τα στείλω αγάπη μου) – ήμουν γεμάτη μελανιές, έκλαιγα διπλωμένη στα δύο. Δυστυχισμένη.

–Αυτός είναι; Ούτε κέρατα ούτε χοντρές τρίχες και δόντια σουβλερά.

Μου είχε ρίξει τη ζακέτα στην πλάτη, μου είχε σκουπίσει τα μάτια και χωρίς άλλη κουβέντα ή έστω ένα μικρό μορφασμό, με είχε πάρει μακριά απ’ το διαμέρισμα που μύριζε καπνούρα και υγρά της ηδονής.

Τον αγαπάω πατέρα…

Πόνος, ντροπή και θυμός. Πιο πολύ απ’ τις μελανιές, πονούσε η επίγνωση. Δεν υπήρχε για μένα παράδεισος πια. Μόνο η φριχτή βεβαιότητα για την κόλαση που κρύβεται από πίσω.

Ελένη Γ.