Λίγο μετά την διάσπαση του ΚΚΕ, ένα ηγετικό στέλεχος της «άλλης πλευράς», ο σ. Δωρόθεος, επισκέφτηκε τη Σόφια της Βουλγαρίας. Σκοπός του ήταν να βολιδοσκοπήσει την εκεί οργάνωση των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων κατά πόσο ήταν διατεθειμένοι να προσχωρήσουν με το μέρος τους. Όλες οι προετοιμασίες της συνάντησης, όπως και οι μετέπειτα συζητήσεις έγιναν με απόλυτη μυστικότητα, Μπορούμε μοναχά να εικάζουμε για το τι ειπώθηκε. Διέρρευσαν όμως πληροφορίες για οξύτατους διαπληκτισμούς, που φτάσανε στα όρια της χειροδικίας!!!
«Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά!» μουρμούρισε δυσαρεστημένος ο πρόεδρος της Οργάνωσης, ο σύντροφος Κίσαβος. Είχε σμίξει τα τσακίρικα του φρύδια. Με τον αντίχειρα χάιδευε νευρικά το λεπτό του μουστάκι. Ομολογούμενος ήταν εμφανίσιμος άντρας. Ψηλός, με τα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και τα πράσινα μάτια του να κοιτάζουν διαπεραστικά.
«Μήπως να του ρίξουμε ένα μπερντάκι;» πρότεινε ο υπεύθυνος νεολαίας, ο σύντροφος Βασιλάκης. Τι θα μας κάνουνε. Αφού για την ενότητα του Κόμματος πασχίζουμε!»
«Κάτσε κάτω, Βασιλάκη! Θα πάς να τον υποδεχτείς στο αεροδρόμιο!»
«Εγώ;» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο μελαχρινός υπεύθυνος και μια ατίθαση σπίθα άστραψε στα μάτια του.
«Ναι, εσύ!» τον αποπήρε ο πρόεδρος. «Δεν γίνεται εγώ, κοτζάμ ηγεσία να τρέχω στο αεροδρόμιο για να προϋπαντήσω έναν οπορτουνιστή;»
«Θα μπορούσατε να στείλετε κάποιους άλλους!» σχεδόν κλαψούρισε ο νεολαίος, μα ο πρόεδρος θύμωσε για τα καλά:
«Σιγά μην τον περιμένει ολόκληρη αντιπροσωπεία! Πρέπει να τον υποδεχτεί κάποιο χαμηλόβαθμο στέλεχος. Κατάλαβες;! Για να σε αναγνωρίσει θα κρατάς, την εφημερίδα μας, την «Λευτεριά». Θα πάρεις το φύλο με τις θέσεις για τη διάσπαση!!!» στο σημείο αυτό, μειδίασε μοχθηρά. «Ο λεγάμενος είναι λιγάκι γεματούλης, μακρυμάλλης και με γυαλιά. Θα του φερθείς ψυχρά, για να του σπάσουμε τον τσαμπουκά! Μην τολμήσεις να του κουβαλήσεις την βαλίτσα! Σε έφαγα! Μέχρι το ξενοδοχείο θα τον πας με το λεωφορείο, όχι με ταξί! Με το λεωφορείο είπα! Δεν υπάρχει φράγκο! Ο τύπος, έχει κάνει κράτηση στο «Balkan». Θέλει πολυτέλειες βλέπεις!»
«Κι αν δεν έχει λεωφορείο;»
«Τότε να πάει με τα πόδια!»
Ο σύντροφος Βασιλάκης ξεροκατάπιε: «Θα γίνει όπως το είπατε!»
Ήταν ο πιο έμπιστος συνεργάτης του προέδρου! Για την υποδοχή όμως του οπορτουνιστή, φαινόταν ανυποχώρητος:
«Αφού δε θα του ρίξουμε μπερδάχι, γιατί να κουβαληθώ μέχρι το αεροδρόμιο;!»
«Μα, για να τον ελέγχουμε, ρε Βασίλη! Θέλω κάποιον να τον έχει συνεχώς από κοντά. Για να δούμε με ποιους θα κάνει επαφές!»
Ο νεαρός χάζεψε με θαυμασμό τον προϊστάμενο του:
«Είστε πανούργος, πρόεδρε! Δεν το είχα σκεφτεί!»
«Ε, ρε Βασιλάκη!» αναστέναξε ο σύντροφος Κίσαβος. Συμπαθούσε τον νεαρό. Θα μπορούσε να κάνει λαμπρή, κομματική καριέρα! «Και κάτι ακόμη: Αυτός ο Δωρόθεος, που θα υποδεχτείς, είναι γόνος παλιάς, αστικής οικογένειας. Καταλαβαίνεις τώρα! Μεταξωτά βρακιά! Ο πατέρας του υπήρξε ναύαρχος του βασιλικού ναυτικού, ενώ ο παππούς του μέχρι και υπουργός έχει διατελέσει! »
«Σοβαρά! Κι έρχεται εδώ, να μας διδάξει την κομματική ενότητα!» αγρίεψε και πάλι ο νεαρός. «Ε, ρε μπερντάκι που του χρειάζεται!»
Στο αεροδρόμιο είδε από μακριά τον «επισκέπτη». Φαινόταν άτσαλος με τη λεπτή, αδιάβροχη καμπαρντίνα. Φορούσε τζιν – καμπάνα και αθλητικά παπούτσια. Ήταν η τελευταία τάση της μόδας – κατευθείαν από το Παρίσι. Καμιά σχέση με το σεμνό καφετί κουστούμι του υπευθύνου νεολαίας και τη μαύρη γραβάτα του, δεμένη με λαστιχάκι. Ο ξένος ήταν ψηλολέλεκας, με κοιλίτσα, γυαλιά και μακρύ μαλλί – κλασικός, δυτικός διανοούμενος. Πόσο τους σιχαινόταν κάτι τέτοιους! Σκόπιμα του γύρισε την πλάτη, τάχα πως δεν τον αναγνώρισε, μα ο τύπος είχε ήδη προσέξει την «Λευτεριά».
«Εσύ είσαι, ρε μαλάκα!» φώναξε χωρίς καμία συνωμοτικότητα και βρόντηξε στα πόδια του μια βαριά, δερμάτινη τσάντα. Ο σύντροφος Βασιλάκης τον κοιτούσε ανέκφραστος. Ο άλλος σαν να μπερδεύτηκε: «Αφού κρατάς την «Λευτεριά», ρε! Δεν είσαι της υποδοχής;»
«Είσαι ο Δωρόθεος;»
«Ε, ποιος θέλεις να είμαι!» του φαινόταν να ανυπομονεί. «Έλα, πιάσε να βοηθήσεις, γιατί έχω και την βαλίτσα!» δίπλα του κρατούσε μια πελώρια βαλίτσα, με πολύχρωμα αυτοκόλλητα.
«Είμαι ο υπεύθυνος της νεολαίας, δεν είμαι βαστάζος!» απάντησε ασυγκίνητος ο Βασιλάκης.
«Ρε, άσε τα χαζά!» θύμωσε ο ξένος, μα εκείνη τη στιγμή ένας επαγγελματίας αχθοφόρος άρπαξε με δουλοπρέπεια τις αποσκευές του:
«Ταξί; Ταξί;» τον ρώτησε μορφάζοντας
«Όχι ταξί! Με το λεωφορείο!» προσπάθησε να τον σταματήσει ο υπεύθυνος της υποδοχής και μάλιστα πήγε να πάρει πίσω τη βαριά, δερμάτινη τσάντα, μα ο αχθοφόρος δεν την άφηνε με τίποτα. Τραβώντας ο ένας τον άλλον, φτάσανε μέχρι την πιάτσα των ταξί. Ο μελαμψός βαστάζος παρέκαμψε ολόκληρη την ουρά και ξεφόρτωσε στο πορτμπαγκάζ του πρώτου αυτοκινήτου. Δεν χρειάζεται καν να επισημάνουμε πως ο οδηγός, δέχτηκε ευχαρίστως τον ξένο επισκέπτη με τον σκυθρωπό συνοδό του.
«Πάνε μας στο ξενοδοχείο «Balkan» διέταξε ο σύντροφος Βασιλάκης και μετά απευθύνθηκε στον φιλοξενούμενό: «Θα πρέπει εσείς να το πληρώσετε, σύντροφε! Σε μας ξέρετε, δεν υπάρχει φράγκο!»
Ο άλλος γέλασε χοντροκομμένα:
«Καλά, δεν στέλνει λεφτά η Σοβιετία;»
«Σας παρακαλώ!» διαμαρτυρήθηκε ο Βασιλάκης. Μέσα του ήδη είχε ξεσπάσει θύελλα: «Ώστε τέτοιοι είναι, όλοι αυτοί του Εσωτερικού!» Τον κοίταξε λοξά –ο ξένος χάζευε με περιέργεια την λεωφόρο:
«Τι μαύρα σκοτάδια είναι έξω!» σχολίασε, μα δεν έλαβε απάντηση. Λίγο αργότερα προσπάθησε ξανά να του πιάσει κουβέντα: «Δηλαδή, ήσουν κι εσύ στο αντάρτικο;».
«Όχι, τότε ήμουν μικρός. Ήμουν οργανωμένος στα αετόπουλα!»
«Α, είσαι από το παιδομάζωμα!» μα, ο συνεπιβάτης του αντέδρασε αμέσως:
«Έτσι το βάφτισε η αστική προπαγάνδα! Κι οι δυο γονείς μου ήταν στο βουνό. Θα έπρεπε δηλαδή να με αφήσουν στα στρατόπεδα της Φρειδερίκης;»
«Σ’ αυτό έχεις δίκαιο.» μουρμούρισε ο Δωρόθεος και συνέχισε να χαζεύει στο σκοτάδι.
«Ούτε καν μου ζήτησε συγγνώμη!» σκέφτηκε με πικρία ο Βασιλάκης, ενώ ο άλλος έβγαλε από την τσέπη του φιστίκια και τα μασουλούσε αφηρημένος. Κάποια στιγμή θυμήθηκε να του προσφέρει από την χούφτα του:
«Θες;» αντιμετώπισε όμως, περήφανη άρνησή.
Το ταξί σταμάτησε μπροστά στην κεντρική είσοδο. Ο πορτιέρης που μέχρι εκείνη τη στιγμή επιτηρούσε τον χώρο βλοσυρός, με ύφος στρατάρχη, ξαφνικά μεταμορφώθηκε: Κατέβασε ταπεινά το πηλήκιο κι άνοιξε την πόρτα με υπόκλιση. Αμέσως έτρεξε το πίκολο για τις αποσκευές, ενώ ο σύντροφος Δωρόθεος μοίραζε απλόχερα φιλοδωρήματα σε δολάρια!!!
«Το μπαξίσι είναι ταπεινωτικό για όλους!» του παρατήρησε ο Βασιλάκης. Παντού στα κουρεία, πάνω από τον καθρέφτη, υπήρχε αυτή η επιγραφή, πως το φιλοδώρημα είναι ταπεινωτικό τόσο για αυτόν που το προσφέρει, όσο και για τον άλλον που το δέχεται. Μα, ο σύντροφος Δωρόθεος φαινόταν να το διασκεδάζει με όλα αυτά:
«Έλα, ρε μαλάκα! Να πάρουν κανένα φράγκο οι άνθρωποι!»
Αφού ευχαριστήθηκε τις υποκλίσεις και τις κωλοτούμπες του έγνεψε:
«Αύριο το πρωί να περάσεις να με πάρεις!» μετά χάθηκε στην φωτισμένη από τα κρυστάλλινα πολύφωτα είσοδο…
Την άλλη μέρα ο σύντροφος Βασιλάκης παρουσιάστηκε στο ξενοδοχείο. Του είπανε να περιμένει, επειδή ο καλεσμένος έπαιρνε το πρωινό του στην χλιδάτη τραπεζαρία.
«Δεν πρέπει να τον χάσω απ τα μάτια μου!» θυμήθηκε τις οδηγίες του προέδρου, μα τα γκαρσόνια με τίποτε δεν τον αφήναν μέσα: «Είναι μονάχα για τους ξένους!» τον αποπαίρνανε με περιφρόνηση. Για να περάσει, χρειάστηκε να αποταθεί στον αρχισερβιτόρο (chef de sale!!!), που ήταν βέβαια συνεργάτης της Ασφάλειας. Βρήκε τον σύντροφο Δωρόθεο αραχτό, να αποτελειώνει μια πιατέλα τηγανιτά αυγά με μπέικον. Δίπλα του υπήρχε παραγεμισμένος δίσκος με λογιών, λογιών λιχουδιές. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού μια παρέα χίπηδων ανταλλάσσανε μαζί του αστεία.
«Mon ami camarade Basil!» τον παρουσίασε με χαμόγελο στην παρέα του, μα οι μακρυμάλληδες ούτε που γύρισαν να τον κοιτάξουν.
«Καλά, αυτούς πως τους άφησαν εδώ μέσα;»
«Εγώ τους κάλεσα – είναι συμφοιτητές μου απ τη Σορβόννη.» απάντησε με βαρεμάρα ο Δωρόθεος. Ύστερα μειδίασε: «Επιστρέφουν από προσκύνημα στο Μπαγκλαντές.» Τράβηξε από το μανίκι τον σαστισμένο υπεύθυνο νεολαίας: «Κάτσε, καημένε! Θες καφέ;»
Άκουσε όμως ένα ξερό «Όχι!». Μετά τα αυγουλάκια, ο ξένος ήπιε μερακλίδικα το εσπρεσάκι του. Σα να θυμήθηκε κάτι, πρότεινε στον σύντροφο Βασιλάκη κέικ.
Το πρώην αετόπουλο, που είχε μεγαλώσει με φτωχά γεύματα σε σκοτεινές τραπεζαρίες ιδρυμάτων, σούφρωσε τα χείλη:
«Δεν τρώω αποφάγια, σύντροφε!»
Ο άλλος για μια στιγμή μπερδεύτηκε:
«Δεν είναι αποφάγια, ολόκληρο κομμάτι κέικ είναι, πάρε κι από τα τυροπιτάκια!» μα, βλέποντας την σταθερή του άρνηση, τα πάσαρε στους πειναλέους χίπηδες, που τα καταβρόχθισαν ευχαρίστως.
Τα γραφεία της Οργάνωσης ήταν κοντά, οπότε δεν χρειάστηκε να πάρουν ταξί.
Περπατήσανε σιωπηλοί.
Ο σύντροφος Κίσαβος τους περίμενε στο γραφείο του. Πάνω από το κεφάλι του υπήρχε ο γνωστός πίνακας με τον Λένιν που από το τεθωρακισμένο απευθύνεται στους επαναστάτες. Τεράστιος φίκος δημιουργούσε κάτι σαν αψίδα. Χωρίς να σηκωθεί από την θέση του, αρκετά ψυχρά, ο πρόεδρος ένευσε στον επισκέπτη:
«Κάτσε!» και του έδειξε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο. Σ αυτή την θέση έμοιαζε σαν να τον είχαν στήσει για ανάκριση. «Φαντάζομαι ήπιες καφέ, στο ξενοδοχείο. Μπορώ να σου προτείνω από το γάργαρο νερό της Σόφιας.»
¨Όπως ήταν με την καμπαρντίνα, ο Δωρόθεος απλώθηκε στην μικρή καρεκλίτσα:
«Χαίρομαι που μου μιλάς στον ενικό! Επειδή ο υπεύθυνος νεολαίας, όλο με το «σεις και με το σας» μου φερόταν.»
Ο σύντροφος πρόεδρος έριξε μια άγρια ματιά στον Βασιλάκη που μαζεύτηκε ντροπιασμένος:
«Από ευγένεια σου μίλησε στον πληθυντικό!» Μετά αργά, μα σταθερά ανέπτυξε στον αντιπρόσωπο του «Εσωτερικού» τις θέσεις τους για την διάσπαση:
«Το αν μια παράταξη είναι μαρξιστική-λενινιστική ή οπορτουνιστική, συμπεραίνουμε από την προσήλωση της στο μεγάλο κόμμα της Σοβιετικής ένωσης…»
«Θα έπρεπε να την κρίνεται από την αφοσίωση της στους αγώνες του Ελληνικού λαού!» σχολίασε ο Δωρόθεος.
«Άσε τις εξυπνάδες! Κι εμείς πατριώτες είμαστε!»
«Μάλλον ξεχνάτε πως αυτή την στιγμή, στην Ελλάδα έχουμε χούντα;!»
Ο πρόεδρος χαμογέλασε αμυδρά:
«Οι μόνοι που δεν το ξεχνάμε είμαστε εμείς. Και μάλιστα, ετοιμαζόμαστε για ένοπλο αγώνα!»
Εντυπωσιασμένος ο Δωρόθεος γούρλωσε τα μάτια.
«Σοβαρά;! Τι εννοείτε;»
«Ο νεαρός που σε υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο, μαζί με άλλους της ηλικίας του, πέρασαν εξάμηνη στρατιωτική εκπαίδευση!»
Ω, πως καμάρωνε ο υπεύθυνος νεολαίας! Ο εκπρόσωπος του «Εσωτερικού» τον κοιτούσε έκπληκτος.
«Και δεν είναι μονάχα αυτό!» συνέχισε χαιρέκακα ο πρόεδρος. Από του χρόνου, όλα τα δικά μας παιδιά, θα πηγαίνουν κανονικά στο στρατό!»
«Μα, είναι δυνατόν!;…»
«Θα υπηρετούν δύο χρονάκια, όπως όλοι οι εδώ συνομήλικοι τους!»
«Τα καημένα τα παιδιά! Είναι σαν να τους κάνετε γενίτσαρους!» προβληματίστηκε ο εκπρόσωπος.
«Δεν σου το επιτρέπω!» έβαλε τις φωνές ο σύντροφος Κίσαβός. «Πρέπει να βλέπεις τα πράγματα σε μεγαλύτερη κλίμακα!»
«Πάλι θα θυσιάσετε την χώρα για τους άλλους!»
«Βλακείες! Τι ξέρεις εσύ από γεωπολιτική!»
«Δεν είναι βλακείες!» ούρλιαζε πια κι ο Δωρόθεος. Είχε σηκωθεί από τη θέση του και χειρονομούσε επικίνδυνα. Τρεις κάθετες ρυτίδες αυλακώνανε το πλατύ του μέτωπο. Είχε κοκκινίσει από την οργή του.
Από τη στιγμή που ο «εσωτερικάκιας» πετάχτηκε όρθιος ο Βασιλάκης βρισκόταν σε εγρήγορση. Είχε λάβει θέση πίσω του, σαν μαφιόζος που καραδοκεί με τη γκαρότα. Τι κι αν είχε το μισό μπόι του κρεμανταλά. Μέσα του παλλόταν το θάρρος κι η ορμή του «αετόπουλου». Μόλις έπιασε το κρυφό σινιάλο, όρμησε σαν αίλουρος στην πλάτη του Δωρόθεου. Έπιασε τα χέρια του για να μην μπορεί να αμυνθεί. Τότε ο πρόεδρος κατάφερε να του ρίξει μερικές μπουνιές. Η μύτη του Δωρόθεου μάτωσε. Μια τεράστια φλέβα πρόβαλε στο χοντρό του σβέρκο. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί σαν να τον έπνιγαν! Με μια γρήγορη κίνηση αποτίναξε από την πλάτη του τον αίλουρο. Ανταπέδωσε τις γροθιές. Σαν παγοθραυστικό κατάφερε να ανοίξει δρόμο. Έσπρωξε στην άκρη τον σύντροφο Κίσαβο κι έτρεξε προς τις σκάλες.
«Πιάστε τον!» ούρλιαζε ο πρόεδρος που μάλλον είχε παραπατήσει και βρέθηκε στο πάτωμα.
«Επάνω του!» βόγκηξε κι ο υπεύθυνος νεολαίας, που είχε προσγειωθεί άτσαλα και χτύπησε τα πλευρά του.
Μα… ο «εσωτερικάκιας» ήδη είχε εξαφανιστεί.
«Να καλέσουμε τη μιλίτσια!»
«Να τον τσακώσουν στο αεροδρόμιο!»
«Στο σταθμό του τραίνου!»
Μόλις καθαρίσανε τα αίματα τρέξανε να τον προλάβουν στο ξενοδοχείο.
Ο Δωρόθεος ήταν άφαντος.
«Δεν μπορεί να την κοπάνησε, χωρίς να πάρει τα πράγματά του!» υπέθεσαν. Με την βοήθεια του αρχιθαλαμηπόλου, που ήταν κι αυτός της Ασφάλειας, εισβάλανε στο δωμάτιο του «επισκέπτη». Οι αποσκευές του ήταν εκεί. Τις ψάξανε σχολαστικά. Δεν ανακάλυψαν κάτι το ιδιαίτερο, εκτός από μερικά κόμικς με τον Ιζνογκουντ.
«Αν είναι δυνατόν! Κοτζάμ στέλεχος να διαβάζει Μίκη Μάους!» σχολίασε το αετόπουλο.
Στο κομοδίνο, βρήκαν την «Λευτεριά», με επιμελώς υπογραμμισμένο το κείμενο για την διάσπαση.
«Ώστε μπήκε στον κόπο να το μελετήσει!» μουρμούρισε συνοφρυωμένος ο πρόεδρος. «Έχουμε κανένα νέο από την μιλίτσια;»
«Δεν εμφανίστηκε ούτε στο αεροδρόμιο, ούτε στον σιδηροδρομικό σταθμό!»
«Πού στο διάολο κρύφτηκε; Δεν γίνεται να εξαφανιστεί!»
Την ίδια ώρα μια παρέα χίπηδων με ένα παμπάλαιο Citroen 2CV διέσχιζε τα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας γεματούλης μακρυμάλλης, κάτοχος γαλλικού διαβατηρίου –ο σύντροφος Δωρόθεος.
Χρήστος Χαρτοματσίδης