Κολωνός

Δημήτρης Τζουμάκας | Ημερολόγιο 25: …Και το φέρον σε φέρει

In Λογοτεχνία, Πεζογραφία, Χρονογράφημα by mandragoras


Χρονογράφημα


25.7.17  Περιμένοντας το καραβάκι στο λιμάνι της Αστυπάλαιας να μας πάει ένα tour σε ακατοίκητα νησάκια τηλεφωνώ στην Αυστραλία.

Τα νέα είναι εξαιρετικά, η λαίδη Ναυσικά βρήκε την άκρη με τη σωστή αγωγή και τώρα πέφτει στις μπίζνες με τα μούτρα, λέει η Αρετή. Δηλαδή; Ανοίγει ιατρείο, πολυιατρείο, στην περιοχή Maroubra Sydney! Νοίκιασε χώρο. Πού τα βρήκε τα λεφτά; της τα έδωσε ο αδελφός της. Τώρα πρέπει να επιπλώσει.

 

Πετάω, θα φιλήσω όποιον βρω μπροστά μου και σαλτάρω στο καΐκι του καπτάν Γιάννη για την Ατόλη Κουνούπα και μετά στον Κουτσομύτη με τα μαγικά νερά. Εν συνεχεία κολύμπι από τον Κουτσομύτη στη βραχονησίδα Τηγάνι. Μη νομίζετε δεν είναι καμία απόσταση. Περπατήσαμε στο Τηγάνι σε φτωχή βλάστηση και τηγανιστήκαμε. Μπάνιο αριθμός 34

 

Αέρας, ήλιος, θάλασσα, βραχονησίδες. Έχουμε φυσικό πλεονέκτημα και θα μπορούσαμε να είμαστε πρώτοι σε παραγωγή ενέργειας, διότι είμαστε και ενεργητικοί τύποι χωρίς να καταστρέψουμε τον τόπο μας. Επίσης έχουμε εγκαταλείψει τη γη και τη γεωργία. Οι ξένοι προχωρούν στη παραγωγή ενέργειας από τη βιομάζα ενώ εμείς φυτεύουμε ανεξέλεγκτα κολώνες.

 

Στην Ατόλη, ενώ το καΐκι του μπάρμπα Γιάννη έχει παρκάρει για τα καλά και ψήνουνε μπιφτέκια.. Βουτάω, ξαναβουτάω σε γαλανοπράσινα νερά και ξαναβγαίνω, μπάνιο αριθμός 35. Πιάνουμε κουβέντα με ένα ζευγάρι που έχουν βρει κατάλυμα με 80 ευρώ. Ας είναι καλά ο Τέρυ και η Σούλα που μας άφησαν το δωμάτιο στα είκοσι και αναπροσάρμοσα το μπάτζετ. Η γυναίκα είναι αρχαιολόγος θέλω να μιλήσω μαζί της για τα εγχυτρισμένα βρέφη και γκρινιάζω για τα μουσεία που είναι κλειστά, αλλά αυτή δεν είναι σαν την κυρία Κόλλια, τα μαλλιά της είναι σαν τρελής και μιλάει για το ταξίδι τους στη Μάλτα και την κόρη τους που είναι σε κατασκήνωση. Ο σύζυγος έχει ένα τικ και είναι σκυμμένος στο κινητό, δουλεύει σε Εταιρεία ενεργειακή. Ωχ. Στη συγκεκριμένη Τέρνα που έχω μετοχές! Μου μαθαίνει πράγματα: Η Τέρνα προχώρησε στη λειτουργία μίας μονάδας βιομάζας στην Κεντρική Μακεδονία όπου πραγματοποιείται παραγωγή βιοαερίου από αναερόβια χώνευση οργανικών αποβλήτων (κοπριά από μονάδες βουστασίων) και οργανικών καλλιεργειών. Είναι επανάσταση λέει, καθώς το παραγόμενο βιοαέριο χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη στις μηχανές εσωτερικής καύσης της μονάδας για την παραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας. Επί πλέον κατά τη διάρκεια της χώνευσης του βιοαερίου προκύπτει κλάσμα χωνεμένης βιοϊλύος το οποίο διατίθεται για τη λίπανση των εδαφών. Αυτό είναι πολύ καλό οικολογικά σκέφτομαι, αλλά η καύσιμη ύλη χρησιμοποιείται για δικές σας ανάγκες, με όσα ο ίδιος μου λέτε. Όχι μόνο. Από τα έργα της βιομάζας θα παράγεται ηλεκτρική ενέργεια όπως είπα και θερμική, καθώς επίσης και οικολογικό λίπασμα το οποίο θα διατίθεται στην τοπική παραγωγή, σύμφωνα με τις ορθές γεωργικές πρακτικές. Μιλάει πολύ για την «παστεριοποίηση» των εισερχόμενων αποβλήτων, κουράζομαι, να τον ακούω, χωρίς να τον πολυκαταλαβαίνω. Λύσαμε το ενεργειακό με τη βιομάζα σκέφτομαι στον Κουτσομύτη.

 

Αρχίζω να ξεχωρίζω κορμιά στην τουριστική βιομάζα, ιδίως τα στήθη που προσφέρονται τόπλες από την καραβίσια ανθρωπομάζα. –Εμείς οι κατοχικοί, οι εμφυλιακοί, οι μεταπολεμικοί είμεθα πεινασμένοι γι’ αυτό στρεφόμαστε στον πλούτο των μαστών. Καλά, πως κάνεις καλέ έτσι; λέει μία κυρία από την Καλαμάτα, καθώς το χέρι βοηθείας που της έδωσα στα κατσάβραχα έφτασε θυμίζοντας λίγο Μάριο Χάκκα μέχρι το στήθος της. Ψάχνουμε να βρούμε μια σπηλιά στον Κουτσομύτη, δεν έχουμε χρόνο, της λέω, το καραβάκι θα φύγει σε μια ώρα. Η κόρη της σπουδάζει γλωσσολόγος στο Λονδίνο και η ίδια είναι ιδιοκτήτρια ιστορικού κομμωτηρίου στο κέντρο της πόλης. Ταξιδεύει με την υπάλληλό της που θα την κάνει συνέταιρο γιατί η ίδια κουράστηκε τόσα χρόνια, πόσα χρόνια; Η υπάλληλος έμεινε τώρα στο ξενοδοχείο γιατί αισθάνεται εξαντλημένη. Ας καθίσουμε εδώ, μέσα στο νερό, της λέω, το βλέπω δύσκολο, να φτάσουμε στη θαλασσινή σπηλιά και δεν θα βρούμε κανέναν Σεφέρη. Εάν το φέρον σε φέρει, έλα πιο κοντά, έτσι, φέρε και φέρου.

–Καλέ, πώς κάνεις έτσι θα μου σκίσεις το μαγιό, κύριε ελέησον λες και δεν έχεις πάει με γυναίκα.

–Ει δ’ αγανακτείς και σ’ αυτόν λυπείς…

–Καλέ θα με σκίσεις.

–..Και το φέρον σε φέρει.

–Οκέι, οκέι.

Συμπεριφέρομαι σαν τον Λούη σε μία έμπειρη κομμώτρια στην Ατόλη Κουτσομύτη, ντροπή μου!

 

Ξέπνοοι στην ταράτσα των Αυστραλών, όπου ο Τέρυ αφού σφουγγάρισε όλα τα δωμάτια, γιατί περιμένουν πελάτες, δείχνει φωτογραφίες των παιδιών τους, ουχί εγχυτρισμένων, αλλά αυστραλωμένων, στο κινητό και διηγείται τη ζωή του πεθερού του: Βλέπεις αυτό το νησάκι απέναντι Dimitris; Υπήρχαν κατσίκια απάνω, τότε. Ο πεθερός μου ήταν 12 χρονών παιδί το 1935, γέμιζε ένα βαρέλι νερό και κολυμπούσε σπρώχνοντάς το για να πάει να ποτίσει τις αίγες. Φαντάσου ένα παιδί τι δουλειά έκανε! Ύστερα απόχτησε μάντρα κι έφτιαχνε ασβέστη. Όταν έφαγε όλα τα δέντρα του νησιού πήγε στην Αυστραλία. Εκεί δούλευε δυο δουλειές μέρα νύχτα κι έκανε εφτά παιδιά. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ δυνατός, ακόμη ζει ο χριστιανός, σου ’σφιγγε το χέρι και στο έλειωνε. Άρχισε να αγοράζει το ένα κτίριο μετά το άλλο στην Αδελαΐδα. Έφτασε τα πενήντα, σταμάτησε. Έχει και 700 στρέμματα βουνό στην Αστυπάλαια. Και τσακώνονται τώρα τα παιδιά του.

–Όχι Τέρυ, αν δεν μου τα γράψει τα κτήματα εμένα ο κωλόγερος, θα τον αφήσω εκεί. Τους ξεσκάτωσα όλους εγώ για να κάνει κουμάντο η αδελφή μου με αντιπρόσωπο τη Σιχαμένη. Αμ δε! Να πα να ψοφήσει. Βέβαια μου είπε να τον φέρω από την Αυστραλία να μου τα γράψει. Αμ δεν είναι εύκολο, με μισό πόδι. Εισιτήρια, νοσοκόμες, θέλουμε 40.000 minimum.

 

Ο Τέρυ προσπαθεί να φτιάξει την ψηφιακή τηλεόραση. Τον βοηθάει κι ένας γείτονας ηλεκτρολόγος αλλά και πάλι τίποτα, δυσκολεύονται και να συνεννοηθούν οι δύο τους. Έρχεται η Θεοδώρα, η γυναίκα του ηλεκτρολόγου και του λέει τον κώλο σου να χτυπάς κάτω δεν πρόκειται να τη φτιάξεις εφόσον σου γράφει «κακό» και «μέτριο» σήμα. Και μιλώντας άπταιστα αγγλικά στον Τέρυ του λέει «να πας να αγοράσεις αύριο είκοσι μέτρα καλώδιο και να βάλετε κεραία στην ταράτσα, όχι πιάτο».

–Πώς είναι η ζωή εδώ, ρωτάμε την εντυπωσιακή και νευρική Θεοδώρα που έχει έλθει από την Πάτρα στην Αστυπάλαια κι έχει κάνει τέσσερα αγόρια με τον ηλεκτρολόγο.

–Στην αρχή ήταν δύσκολα. Ήθελες να πάρεις ταμπόν και δεν μπορούσες. Παλιά όταν είχε τη μεγάλη κακοκαιρία είχε να πιάσει καράβι 15 μέρες. Τώρα όμως άλλαξαν τα πράγματα. Νομίζω ότι το Ιντερνέτ έκανε τη διαφορά. Μπορείς να παραγγείλεις τα πάντα. Δεν είναι ανάγκη να πας στην Αθήνα. Όλα είναι στο Ιντερνέτ. Ναι, βοηθάει και μένα, λέω. Η γεωργία είναι υποτυπώδης, η γη εγκαταλειμμένη στην τύχη της και υπάρχει μία σαρανταποδαρούσα η λεγόμενη σκωλόπετρα που τσιμπάει άσχημα. Αλλά η μελισσοκομία είναι καλή.

 

  1. Τετάρτη. Τυρόπιτα με χλωρή. Πιο χαλαρά από το χτεσινό τρέξιμο. Μπάνιο νούμερο 36 στο λιμάνι. Ένας ηλικιωμένος με καλάμι και κιάλια. Τι κοιτάζει; Άγνωστο. Είναι χαμηλού εισοδήματος από τα Άνω Πατήσια. Πληρώνουν 10 ευρώ μόνο το δωμάτιο με τη γυναίκα του. Αλλά τους ξέρουν έρχονται χρόνια και κάθονται ένα μήνα. Να μην κολυμπήσουμε στην αριστερή πλευρά στα βράχια εκεί που καθαρίζουν οι ψαράδες τα ψάρια γιατί εμφανίστηκε σμέρνα με μικρό κεφάλι και δόντια που κόβουν λαρύγγι, μας λένε

 

Ακολουθεί μια βόλτα στο αναρριχητικό πεδίο Φτερά, που μπορεί να μην είναι Κάλυμνος αλλά έχει το ενδιαφέρον του. Χωρισμένο σε δύο κομμάτια έχει χαραγμένες 20 διαδρομές εξοπλισμένες με ανοξείδωτα βύσματα Μ10 με ρελέ στο τέλος τους. Ο βράχος είναι ασβεστολιθικός και σε γενικές γραμμές ικανός για αναρρίχηση. Εμείς δεν είμαστε ικανοί με αρθριτικά και υψοφοβία για τέτοιου είδους αθλοπαιδιές. Η ζωή είναι χυδαίο αστείο. Αλλά δεν μπορεί να μένεις και αδρανής. Κάνε τι κινήσεις που λέει κι ο Στάινμπεκ. Μπορείς να φτάσεις μέχρι ένα υψηλό σημείο. Πιο πέρα δεν πας. Είναι ο θάνατος. Το μόνο που μπορεί να κάνεις είναι να λάβει νόημα ο θάνατός σου. Μαζεύω κι από δω πέτρες, να δω πώς θα τις κουβαλήσω.

 

27.7.17. Ξυπνητήρι 03:25 για να πάρεις το λεωφορείο από τη Χώρα Αστυπάλαιας για να σε πάει να πάρεις το καράβι που φεύγει για Πειραιά στις 05:15. Σκότος βαθύ. Το λεωφορείο ήλθε στη Χώρα στις 04:15 με τους νέους επισκέπτες που μάζεψε από το λιμάνι φορτωμένους ακόμη και στη σκεπή, όπως στα τρένα στις Ινδίες. Το ίδιο ημιλεωφορείο με τον ίδιο οδηγό ανεβοκατέβαινε στα βουναλάκια για το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος με κόσμο σαν ακρίδες.

Μπροστά από το λεωφορείο κινείται μία μερσεντές με δύο ιερείς μέσα. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν τίποτα από κρίση. Και στο μπαρ του φεριμπότ πίνουν τα καφεδάκια τους ατσαλάκωτοι μιλώντας για κάποιες παρτίδες μυζήθρα. Οι επιβάτες άυπνοι ή διπλωμένοι σε κατάσταση εμβρύου προς το θάλαμο αερίων του Πειραιά.

 

Το βράδυ η λιτανεία της εικόνας του Αγίου Παντελεήμονος στο μπουλβάρ της Αχαρνών, κάτω από το μπαλκόνι. Πιστοί, θρησκόληπτοι, όλη η αντίδραση και η καθυστέρηση υπό την υψηλή προστασία του κράτους. Δεν έχει ελπίδα αυτός ο τόπος.

Αργότερα στην τηλεόραση το Κεφάλαιο του Γαβρά. Αν πετυχαίνει κάτι ο Γαβράς μ’ αυτή την μάλλον κακή ταινία είναι να μισήσουμε τις τράπεζες χάρη στον πεινασμένο για χρήμα τραπεζίτη που υποδύεται ο Γκαντ Ελμαλέχ. Παραείναι προβλέψιμο, εμμονοληπτικό, χολιγουντιανό από αριστερή πλευρά.

 

  1. Παρασκευή. Αθήνα οδός Δεριγνύ, θυρωρείο. Ψάχνουν τον Ιμαμούρ. Καλείται στο Πλημμελειοδικείο κι όχι στο Κακουργιοδικείο κατηγορούμενος ότι πουλούσε 500 κοσμήματα μικρής αξίας (βραχιόλια και δαχτυλίδια μπρούτζινα) καθώς και 34 ζεύγη γυαλιών χωρίς άδεια στη Ζάκυνθο. Ωπα, στα κάτεργα επειδή πουλούσε παρανόμως σαχλαμαρίτσες κι όχι μπριγιάντια και όπλα και μαύρα πετρέλαια. Βρείτε τον και σιδηροδέσμιο στο μπουντρούμι ρίχτε τον. Φοβερούς εγκληματίες είχαμε στην πολυκατοικία. Εικοσαετή φυλάκιση μαζί με την Ηριάννα που άφηνε αποτυπώματα στο σπίτι του φίλου της.

 

Το βράδυ αργά στην τηλεόραση Παρατζάνοφ, Ο Ασίκ Κερίμπ ο φτωχός ασίκης. (1988). Η μέθοδος του υπνωτισμού μέσω της μαγείας των εικόνων. Όργιο χρωμάτων, εθνογραφία, λαογραφία, παραδόσεις, ποίηση. Το ψωμί ζυμωμένο με τα δάκρυα της μητέρας, το ψωμί ψημένο στο κόρφο της κλπ. Ποιος ατίμασε το σπιτικό μου; Ποιος έσβησε τις φωτιές; Ανοίξτε να προσευχηθώ κλπ. κλπ. Χιόνια, φωτιές, ξίφη, άλογα, πρόβατα, γαλοπούλες, οδαλίσκες και υπηρέτες και κοχύλια στην υπηρεσία ενός θεατρίνου σουλτάνου. Τρελή κίνηση της κάμερας, ονειρικός κινηματογράφος, τρελή χορογραφία και σουρεαλισμός κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι του Κρεμλίνου, μπροστά μας ένας μεγάλος σκηνοθέτης που μπορεί να κάνει τέχνη όπως ο ίδιος λέει μέσα από τα σκουπίδια και από τη φυλακή. Πίνακες ανθρώπων και ζώων που αλληλοσπαράζονται, μοιρολόγια και μουσική από σάζι, μια ομορφιά που εξοντώνει μετά τα μεσάνυχτα. Άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός στο απέναντι γαμημένο μαγαζί του γαμημένου Αφγανού.

 

  1. Κυριακή. Όλα άριστα. Η θυγατέρα Ναυσικά πάει καλά στις μπίζνες. Οπότε κι εγώ απενοχοποιημένος πλέον μπορώ να διαπραγματευθώ το μαυρισμένο μου κορμί με αιθέριες υπάρξεις. Πούντες, πούντες; Νάτε, νάτες! Μπα έχουν πάει όλες στα γαμονήσια σε μήνα μέλιτος με τις μαμάδες τους.

Prêt à me faire hurler de plaisir? Τι είναι τούτο; –Όχι ρε κοπέλα μου «δεν είμαι έτοιμος να σε κάνω να ουρλιάξεις από ηδονή». Ετοιμάζομαι να ξεφυλλίσω Ανδρουλάκη και να παρουσιάσω ένα οικονομικό πλάνο κηδείας.

 

 Ανδρουλάκης Μίμης με το Μ στη ν στις εκπτώσεις βιβλιοπωλείου των Εξαρχείων. Τον πουλάνε δεύτερο χέρι σε εξευτελιστική τιμή, μαζί με ένα ντε Σαδ κι έναν Νίτσε. Τον ξεφυλλίζω γιατί δεν θα έδινα ποτέ χρήματα για ένα βιβλίο με τέτοιο εξυπνακιδίστικο τίτλο και γιατί είμαι προκατειλημμένος με το Μίμη που από αγωνιστής του Πολυτεχνείου και στέλεχος του Κουκουέ εξελίχτηκε σε κονφερασιέ του συστήματος χάρη στην ευφράδεια του. Στο βιβλίο που ξεφυλλίζω γράφει «Δώρο της μητερούλας μου 8/3/200/ Ευχαριστώ μανούλα». Από πάνω γκράφιτι-κατάρα: Να μη σου σηκωθεί ποτέ.

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία