Δημήτρης Τζουμάκας | Ημερολόγιο τέλος (τ’ αστεία)

In Λογοτεχνία, Χρονογράφημα by mandragoras


Χρονογράφημα

Δημήτρης Τζουμάκας | Ημερολόγιο τέλος (τ’ αστεία)

27.2.17 Είναι Καθαρά Δευτέρα δεν αμολάω αετό, ποτέ μου δεν αμόλησα. Είμαι σταθερά στον υπολογιστή. Δίπλα είναι η Λουσιάνα. Δεν της έχω μιλήσει από τότε που γύρισα από την Αυστραλία. Δηλαδή έχω να τη δω από τότε που έφυγα, αρχές Δεκέμβρη. Βάζει τηλεόραση και την ακούω καθώς γράφω. Δεν είναι δυνατά, δεν ενοχλεί, αλλά ακούγεται. Αντίθετα ενοχλεί ένας συναγερμός αυτοκινήτου που έχει λυσσάξει. Το απόγευμα  η Λουσιάνα ανέχεται  τις δικές μου μουσικές. Οι άνθρωποι είναι πλέον σε ποντικοπαγίδα. Πριν  λίγα χρόνια έχασε τον άντρα της είχαν γνωριστεί στον πόλεμο όταν καταλάβαμε την Ιταλία. Όχι, είχε έλθει πριν τον πόλεμο εδώ, φυγάς παιδίσκη από οικογένεια αντιφασιστών. Μα κι εδώ φασισμό είχαμε! Ο άντρας της βρέθηκε στις φωτιές της Πελοποννήσου, είχε πάει να δει τον αδερφό του και κάηκε ζωντανός.  Μία δουλεύει το ασανσέρ, μία όχι. Μία δουλεύει ο ηλεκτρικός, μία το μετρό. Όλοι τόσο μόνοι. Νικημένοι από το χρόνο και τις διαψεύσεις. Πρέπει να είναι στην ηλικία της μάνας μου αλλά κρατιέται, είναι κομψή. Την πειράζω και ανταποκρίνεται. Δεν έχω απολύτως τίποτα, μου έλεγε πριν από ένα χρόνο, είμαι υγιεστάτη, αλλά την τσάκισε μία γρίπη, δεν έχουμε και κεντρική θέρμανση στην πολυκατοικία. Και μετά είχε κάποιο πρόβλημα με το μάτι της, ήταν να κάνει εγχείρηση αλλά  μάλλον δεν την έκανε. Την αποφεύγω, δεν της έφερα και ’κανα δωράκι, είμαι γάιδαρος αλλά τι να κουβαλάς τώρα;  Η αλήθεια είναι ότι δεν την σκέφτηκα, είναι και λίγο στριμμένη. Αλλά σε μια συζήτηση είπε ότι ψηφίζει «πιο αριστερά». Και τι κερδίσαμε πιο αριστερά; Αυτή είναι η πρόταση; Δεν υπάρχει πρόταση. Είμαστε αιχμάλωτοι των δανειστών και των Ελλήνων καπιταλιστών. Οι εφοπλιστές δεν πληρώνουν φόρους, οι παπάδες πληρώνονται και από το δημόσιο και από το θρησκευόμενο λαό,  ψάλλοντας με τρόπο αναίσχυντο, οι δικαστικοί δεν έχασαν και πολλά από την κρίση. Η ιεραρχία ζει και βασιλεύει και την Καθαρά Δευτέρα. Αυτά δεν τα γράφει ο καλογράφος και ευαίσθητος Στεφανίδης. Ποια είναι η πρόταση  λοιπόν;  Όσα δεν φτάνει ο αστός τα κάνει ουτοπία;  Η πρόταση είναι η δημιουργία.

 

Είμαι τριάντα επτά ετών πλέον. Εδώ και καιρό έχω παρατήσει κάθε πεποίθηση ότι μπορεί να είμαι χαρταετός (Κωνσταντίνος Τζήκας Κομμένα διηγήματα)

Δημιουργία αυτή τη στιγμή είναι να καταστρέψεις, αλλιώς είσαι συστημική και αντιερωτική. Θα καταστρέψουμε τον παλιό κόσμο και θα χτίσουμε τον καινούριο. Αυτή είναι η  αριστερή, η αναρχική, η πρόταση. Πώς; Πολύ απλό. Καταστρέφοντας τον παλιό εαυτό μας. Αυτόν το χυδαίο καταναλωτή.

 

Νιώθω εξάψεις και μετράω την πίεση μου. Φτούσου, είναι στα ύψη. Μασουλάω ένα σκόρδο, τσουρουφλίζονται χείλη και γλώσσα, βάζω τα πάνινα παπούτσια και βγαίνω  να περπατήσω στην πόλη. Οι Αθηναίοι μάλλον την έχουν  εγκαταλείψει και πάνε για κούλουμα στα πέριξ. Οι δήμοι βγάζουν εορταστικό συσσίτιο  με καλύτερη πελατεία τους μετανάστες.  Λαγάνες, ταραμάδες και φασολάδα καζάνι, το αποκριάτικο γλέντι  στη Σκύρο μετέδιδε η τηλεόραση τις προάλλες. Τα προσφερόμενα δωρεάν εδέσματα, σαρακοστιανά ξεσαρακοστιανά, είναι θεϊκά.

 

Να δούμε τι γίνεται στα καθ’ ημάς. Εδώ λοιπόν τίποτα, μηδέν. Ούτε μια ελιά που σου ανεβάζει την πίεση. Στο Παρίσι τρώγαμε στο φοιτητικό εστιατόριο με δύο φράγκα. Στο Σύδνεϋ τρώγαμε τζάμπα στους Χάρι Κρίσνας. Όχι και το καλύτερο φαγητό, όχι και οι καλύτερες αναμνήσεις. Γι αυτό μιλάω λίγο για την εποχή στο Παρίσι, ακόμη λιγότερο για τα πρώτα χρόνια στο Σύδνεϋ. Εδώ τώρα η Εκκλησία θα μας σώσει και τα συσσίτια της χρυσής ορδής.

 

Στην πλατεία Βικτωρίας στην  οδό Ελπίδος εκεί που πετάξανε από το παράθυρο της Ασφάλειας το βασανισμένο κορμί της νεαρής ελασίτισσας κάθονται δύο ολόλαμπροι Δίες με τις μηχανές  τους και συζητούν με γηραιά κάτοικο της περιοχής.

–Τι θα γίνει μ’ αυτούς εκεί; ρωτάει η κάτοικος και δείχνει στην πλαϊνή είσοδο του κέντρου υποδοχής μεταναστών δύο εξαθλιωμένους τυλιγμένους στα κουρέλια.

–Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, λένε οι άντρες των σωμάτων άμεσης δράσης.

–Ναι αλλά βρωμάνε.

–Δεν είναι παράνομο αυτό.

 

Κινούμαι προς το πεδίον του Άρεως. Ολίγοι ναρκομανείς απλώνουν  τα σάπια τους πόδια με τα εκζέματα στον ήλιο.  Πλέμπα,  λούμπεν, βλέννα αδέσποτοι τουρίστες και οδηγοί στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας που τρέχουν σε ράλι. Αν κάποιος απρόσεκτος, κάποιος «ταξιδεμένος» περάσει θα τον κάνουνε πίτα. Δεν περνάει κανείς, κάποιοι πιτσιρικάδες τους θαυμάζουν που αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες. Στην αρχή της Λεωφόρου δεσπόζει ο Μίδας διδάκτωρ του Κέντρου Μεταφυσικών Εργασιών Μαύρη άμπελος. Στην οδό Ρεθύμνου ανάμεσα στους αριθμούς 7 και 9 ένα Καρπενησιώτικο έλατο βγάζει το κεφάλι του και προσπαθεί να δει το Μουσείο. Ένα έλατο στριμωγμένο μέσα στα τσιμέντα. Προχωρώ προς την πλατεία Εξαρχείων. Πωλείται διαμέρισμα 180 τετραγωνικών στη γαλάζια πολυκατοικία που έχει γίνει φάντασμα. Ανεβαίνω  προς την Καλλιδρομίου που γίνεται η ωραία  λαϊκή το Σάββατο. Θα ήθελα  να έμενα στην Καλλιδρομίου, γιατί δεν το φρόντισα;  Προτιμώ τον αριθμό 58. Ένα μπαλκόνι στο ύψος του κάργα στο λουλούδι. Γιατί λατρεύω τόσο αυτή την άσχημη πόλη;  Στοπ στην Καλλιδρομίου 74, υπάρχει κατάληψη, δεν τόξερα. Δεν υπάρχει όμως κανένας μέσα, μόνο ένα μαύρο πανί από το δεύτερο όροφο. Μία κοντέσα σέρνει μία λουλού απ’ το λουρί. Η κατάληψη ως εστία αντίστασης και πόλος συνεύρεσης θα έπρεπε να αγγίζει ευρύτερα εξεγερσιακά κομμάτια, ακυρώνοντας τις υπάρχουσες κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις,  χτίζοντας ξανά με νέους όρους, αντιθετικούς προς τα επιβαλλόμενα κοινωνικά μοντέλα. Θα έπρεπε να σφύζει από ζωή.

 

Ένας προς δέκα για ένα άδειο τσαντάκι Εξάρχεια, 4 παρά ξημερώματα Πέμπτης 2/2, καθώς είχα χάσει το λεωφορείο και είπα να κάνω μια βόλτα στα Εξάρχεια μέχρι να περάσει η ώρα -φυσικά ακόμα και οι χαλαρές βόλτες είναι αντρικό προνόμιο- σε κάποια στιγμή περπατώντας στην Εμμανουήλ Μπενάκη και Τζαβέλας είδα δέκα τύπους, δέκα άντρες να κάθονται και να συζητάνε. Η πρώτη επίθεση ήταν αρχικά λεκτική λέγοντάς μου πού πάει το τραβέλι; και αποκαλώντας με πούστη.  Εγώ το αγνόησα και συνέχισα να περπατάω μέχρι που κάποιος από αυτούς με πήρε από πίσω με έσπρωξε και αποκαλώντας με τραβέλι μου είπε να του δώσω το κινητό μου και άρχισε να μου το τραβάει από τα χέρια εγώ αντιστάθηκα και του έκοψα μια μπουνιά, μετά ήρθαν άλλοι τέσσερις από αυτούς κρατώντας μου τα χέρια και σπρώχνοντάς με, τραβώντας μου τα ρούχα εγώ συνέχισα να αντιστέκομαι όσο μπορούσα ρίχνοντας στον έναν μια κλωτσιά.

Εν τέλει μου έσκισαν το τσαντάκι από τον ώμο και όταν άρχισα να φωνάζω απομακρύνθηκαν προς τα πίσω, εγώ κατευθύνθηκα προς τα πάνω τους, φωνάζοντάς τους να μου δώσουν πίσω το τσαντάκι μου, και αυτοί βγάζοντας μαχαίρι μου είπαν πως αν τους πλησιάσω θα με σκοτώσουν οπότε απλά απομακρύνθηκα και τους άφησα στην ησυχία τους να συνεχίζουν να αράζουν.

Ωστόσο δεν το εξέλαβα σαν μια δική τους νίκη καθώς δεν κατάφεραν ούτε να με τραυματίσουν σωματικά ούτε να μου κλέψουν κάτι σημαντικό πέρα από το τσαντάκι μου το οποίο ηταν σχεδόν άδειο αλλά πέρα από την κίνηση του ψειρίσματος, δεν πρέπει να εστιάζουμε σε αυτά, αλλά στα κίνητρα που τους έκαναν να επιτεθούν συγκεκριμένα σε ’μενα, όντας άτομο ορατό ως τρανς θηλυκότητα ευάλωτη στους αρσενικοούς μηχανισμούς, ως «τραβέλι» σύμφωνα με τους ίδιους, μια πράξη επιβολής του κυρίαρχου προς το «Άλλο» γιατί φυσικά στην πατριαρχία τα τρανς γυναικεία σώματα και τα μη cisgender σώματα που είναι καταγεγραμμένα ως αντρικά δέχoνται συνεχώς δαιμονοποίηση και στιγματισμό, γιατί διαβαζόμαστε ως θηλυκά σώματα που σύμφωνα με το πατριαρχικό σύστημα προδώσαμε την αντρική ταυτότητα που αποτελεί το κέντρο της υπεροχής, την κυρίαρχη ταυτότητα.

Να σημειώσω ότι τους περισσότερους από αυτούς τους ξέρω, πρόκειται για «συντρόφους» άτομα που βλέπω σε πορείες και καταλήψεις. (Αφίσα σε τοίχο της Καλλιδρομίου και της Στουρνάρη).

 

Η κατάληψη είναι μέσο πίεσης και διεκδίκησης, φιλοξενεί ένα πλούτο ταυτοτήτων από αυτές που περισσεύουν και ενοχλούν τη σημερινή ελληνική αποικία, την ορθοδοξία, την πατριαρχία, τον καπιταλισμό, το γενικευμένο κομφορμισμό.  Παράλληλα η  κατάληψη απελευθερώνει νέες δυναμικές δημιουργίας και έκφρασης και πρακτικές που όταν γίνουν καθημερινό βίωμα την μεταλλάσσουν σε μία ολοκληρωμένη μορφή κοινότητας, σε μία μικρογραφία του μελλοντικού φαντασιακού των εξεγερμένων.

Αλλά πού πήγαν λοιπόν οι καταληψίες; Μη μου πεις ότι πήγαν να αμολήσουν αετό; Ότι συμμετέχουν σε οικογενειακές συναθροίσεις, γαμώτο μου. «Η αγία οικογένεια, η ελληνική, βρωμάει καταπίεση σε κάθε της πτυχή», άλλο σύνθημα τούτο. Λέτε να είναι αλήθεια ότι «Η Οικογένεια μας εξαγριώνει;»

 

28.2.17 Τρίτη. Κλείνει ο μήνας και το «Ημερολόγιο» με λιακάδα που μόνο στην Αττική υπάρχει. Θα βρεθούμε πάλι στους αγώνες, στα μπαρικάντ και στα μπαράκια. Βόλτα στο Καβούρι με 22 βαθμούς.  Επίτιμος διδάκτωρ θα αναγορευτεί ο Βασίλης Αλεξάκης στις αρχές Μαρτίου. Το Τελωνείο του Αεροδρομίου Αθηνών εντόπισε, σε αποσκευή επιβάτιδας προερχόμενης από την Αίγυπτο, δύο νεκρές μαϊμούδες.  Η επιβάτιδα συνελήφθη και προσήχθη στον αρμόδιο εισαγγελέα. Το σέλινο κάνει καλό σε όλους όσοι  εργάζονται διανοητικά. Για την υπέρτασή μας να δούμε τι θα κάνουμε. Τα μάτια μου καίνε. Κι αν έχει βγει ο υπερτασιολόγος ντόκτορ Ανδρεάδης σε σύνταξη; τη βάψαμε. Οι εξεγέρσεις καταστέλλονται: Εφευρέθηκε στην Κίνα το αντιεπαναστατικό ρομπότ που μπορεί να γίνει ο εφιάλτης των διαδηλωτών. Νεαροί άντρες και νεαρές γυναίκες το φωτογραφίζουν σε Έκθεση στο Πεκίνο.  Η κατάθλιψη έχει συνοσηρότητα με ένα ευρύ φάσμα από ασθένειες και σύνδρομα.  Όμως έρχεται η άνοιξη. Τα αναπάντεχα ποιήματα είναι η ελπίδα μας, το φάρμακό μας.  Συμπληρώθηκε ένας χρόνος του Ημερολογίου των λαθών και των ασημάντων. Δεν μπορέσαμε να γράψουμε τελικά το πρώτο μας ποίημα αλλά δεν έχει και τόση σημασία, άξιζε η προσπάθεια.  Έρχεται η άνοιξη, η νέα ποίηση όπου κάποιες στιγμές νιώθουμε ψηλότεροι από τα δέντρα, το αληθινό έαρ. Γυμνασμένο σκυλί χασάπικου/πρώτος στο γαύγισμα/ πρώτος να γλείφει το αίμα στους δρόμους (Πρόδρομος Μάρκογλου. Έσχατη υπόσχεση). Έρχεται η μουσική. Μ’ αρέσει ο αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος στις πρόβες όταν διευθύνει, κρίμα που δεν έμαθα πιάνο (έμαθαν ο Αντώνης κι η Μαρία Ναυσικά αλλά ούτε να το δουν δεν θέλουν πια), μ’ αρέσει που ξαναβλέπω τώρα το Μητρόπουλο  στο you tube «Όχι, όχι», λέει στους μουσικούς του, «υπάρχει μία παρεξήγηση εδώ. Πρόκειται για τον Μεφιστοφελή κύριοι. Εκμεταλλευθείτε το φορτσάντο  έχουμε να κάνουμε με το διάολο εδώ, ξεσπάστε, βγάλτε την οργή σας. Μπουμ μπουμ. Έτσι, πολύ καλύτερα τώρα». Υπέροχος.  ΑνταρΣύα. Μ’ αρέσει, σας  το είπα, ο Γιάννης Χρήστου όταν τα κάνει γυαλιά καρφιά στον «Πιανίστα».  Έρχονται οι κινέζες πιανίστριες  κλασσικών κομματιών και ανήλικοι  και τυφλοί μουσικοί με επιδόσεις αθλητών. Η Yuja Wang αποδίδει αισθαντικά Σοπέν το Βαλς σε C  minor και μετά  Μότσαρτ ένα τέμπο πιο μπροστά.  Παίζει και  παραφράζει το Turkish March λίγο τζαζ, λίγο τσάρλεστον είναι 29 χρονών, φοράει έντονα μονόχρωμα αποκαλυπτικά φορέματα, τα δάχτυλά της πάνε σαν πολυβόλο, ανακηρύχτηκε η καλύτερη μουσικός  του 2017 στις ΗΠΑ, ποπ κορν πιανίστρια και κουλτούρα  McDonald´s, λένε οι μυημένοι, «πολιτισμός του γυμνού του ξεδιάντροπου και του σεξ», λένε οι πουριτανοί. Νοιώθω προδομένος, γυμνός, ταπεινωμένος κι ας  έχω κάνει εγώ τις ζημιές όλου του κόσμου,  ως μανιώδης συλλέκτης στιγμών  είμαι απαρηγόρητος τώρα. Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε (Σταύρος Τσιώλης Ας περιμένουν οι γυναίκες). Η  Yuja Wang  θα βρίσκεται στις 19 Μαρτίου στη Στοκχόλμη, στις 20 Μαρτίου θα παίζει στη Βαρκελώνη και στις 24 ρεσιτάλ στην Ιταλία.  Η Γιούτσα Γουόγκ παίζει σαν αφηνιασμένη όπως ο Bruce Lee καράτε το the Flight of the Bumble-Bee του Rimsky-Korsakov. Προσοχή, παραγωγή ρεύματος από τριαντάφυλλο, στη Σουηδία! Επικεφαλής μία Ελληνίς επιστήμων . Πάει η ποίηση! Όπως την ξέραμε τουλάχιστον, είναι γεμάτη κυκλώματα και ηλεκτρονικά καλώδια. Μυστικός πολύποδας των αισθήσεων, φτερά αγγέλων που μπερδεύονται στα πόδια μας (Γ.Βέης) Το ηλεκτρονικό τριαντάφυλλο φορτίζεται και εκφορτίζεται εκατοντάδες φορές. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Υπάρχει η μουσική στον αέρα. Στο Σου Μι Τζου  κάποια βραδιά έχασα όλα τα κλειδιά και γύρευα λιμάνι (Μιχ. Γκανάς). Μ’ αρέσει η Ντιαμάντω Γκάλας όταν τραγουδάει και σπάνε τα τζάμια. Θαμπορούσε άνετα να τραγουδήσει Γκανά. Μ’ αρέσει η Μελίνα ο μήνας έχει 13.  Ζήσε με τρόπο ακατανόητο στους άλλους γράφουν στους τοίχους της Ακαδημίας και γύρω γύρω επαίτες με δυσπλασίες και ένας λόχος τζάνκι.

Έκανες ποτέ κάτι που πραγματικά ήθελες; Πήγες στο Άγιο Όρος και στις Σεϋχέλλες; Έγινες από πόρνη παπάς κι από πάστορας πουτάνα;  Μέσα σε μία κοινωνία με  περιπλανώμενους μαχαιρόδοντες, θηριόποδα και απολελιθωμένα προβοσκιδωτά πέτυχαν λέξεις με νόημα να ακούγονται ανόητα.

Enough! Ως αιδώ. Στο τίποτα του κόσμου σας δεν χωράει τίποτα δικό μας. Κανένας πάνω από τις ζωές μας. «Δεν έχουμε να αποδείξουμε τίποτα παρά μόνο να το επιβάλουμε (Νικόλας Ντάβας).  Ανάρμοστοι, ανεπεπταμένοι στη θύελλα που μας σαρώνει  (Στεφ. Ροζάνης). Τίποτα χωρίς και το δικό τους κόστος. Στη σκιά επιβιώνω και στη φωτιά ζω. Ρεύμα από τριαντάφυλλο! Για φαντάσου! Ευρυδίκη les amours ne meurtent pas, θα σ’ αγαπώ πάντα, μην το ξεχνάς.

Δημήτρης Τζουμάκας

Share this Post

Περισσότερα στην ίδια κατηγορία