Χρονογράφημα
8.5 Τρίτη. Πέρασα από το «Κορνίζες Κυριακάκη» και είχα μια συζήτηση με τον ιδιοκτήτη της Γκαλερί Ιώς. Να κάνουμε παρουσίαση των δύο βιβλίων στη Χέυδεν και να εκθέσω τους πίνακες μου με τίτλο Αboriginal Art και αυστραλιανή Φύση κι αν υπάρξει ενδιαφέρον πουλάμε και κάτι τις. Του άρεσε η ιδέα και συμφωνήσαμε για τα τέλη Ιουνίου, θα προσφέρουμε κι ένα κρασάκι. Όχι θα φέρω εγώ αυστραλέζικο παγωμένο σεμιγιόν σοβινιόν. Ωραία πήγαινε τώρα δίπλα να δεις, μου λέει, εκθέτει μια κυρία είναι του γούστου σου. Αφού με τσίγκλησε ο πονηρός κορνιζοποιός πήγα και ήταν Γαλλίδα, η Ανιές. Όλο χαρές. Χαρούμενα και τα λουλουδάκια που κάνει, η απόλυτη μπαναλιτέ. Αλλά δεν της το είπα, απεναντίας «τι χαρούμενα χρώματα» αναφώνησα, κοιτάζοντας τις ρυτίδες και τα υπέροχα γαλανά μάτια της. «Είμαι κι εγώ χαρούμενη γυναίκα», «πράγματι λάμπετε», λέω, «ελάτε στον κύκλο μας των εξπατριέ να μιλάτε και γαλλικά αφού σας αρέσει», λέει η χαρωπή Ανιές. «Βεβαίως μόλις συνέλθω από το κρύωμα». «Μα φαίνεστε μια χαρά λάμπετε κι εσείς», ανταποδίδει η καλή Γαλλίς. «Ναι αλλά πρέπει να προσέχω, διανύω αισίως την όγδοη δεκαετία». Μόλις είπα το μαγικό η Ανιές ξεροκατάπιε κι επέστρεψε στην απεικόνιση των φυτών της.
Δεν προλαβαίνω τελικά να κάνω τίποτα. Πώς τα προλαβαίνει όλα ο Αχιλλέας Κυριακίδης και βγάζει και το Σώμα κάνει κι ένα σωρό μεταφράσεις, τιτάνιες μεταφράσεις.
Μάης του ’68. Από τις 6 μέχρι τις 10 Μαΐου οι φοιτητές χτυπήθηκαν με τη γαλλική Αστυνομία. Οι δρόμοι ήταν κλειστοί και τα σταυροδρόμια ελέγχονταν απ’ τους εξεγερμένους. Η Παρασκευή 10, και το Σάββατο 11 Μαΐου έγιναν γνωστές ως η κόκκινη νύχτα ή πιο καλά: ως η νύχτα των οδοφραγμάτων la nuit des barricades. Όλα άρχισαν όταν 5.000 μαθητές του Λυκείου κατέβηκαν να διαδηλώσουν για την απελευθέρωση των συλληφθέντων «συντρόφων». Στο καρτιέ Λατέν συναντήθηκαν με 15.000 φοιτητές – η σπουδάζουσα νεολαία του Παρσιού στους δρόμους – κι έσπευσαν αμέσως να ρυθμίσουν την κυκλοφορία οι δυνάμεις ασφαλείας. Οι συγκρούσεις επικές, παιζόντουσαν στην τηλεόραση μέχρι που έπεσε μαύρο με τη γενική απεργία και νέκρωσαν τα πάντα. Ο πρωθυπουργός Μπομπιντού επέστρεψε άρον άρον από το ταξίδι του στη Μέση Ανατολή, ικανοποίησε τα αιτήματα των φοιτητών και απελευθέρωσε τους έξι συντρόφους, απέσυρε τις αστυνομικές δυνάμεις σαν δείγμα καλής θελήσεως, αλλά η εξέγερση ήταν στο ζενίθ και οι φοιτητές κατέλαβαν και το Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου υψώνοντας την κόκκινη σημαία και κουβαλώντας προμήθειες για μόνιμη κατάληψη.
Mάης του ’68. Όλα τα θέματα επί τάπητος, κατά γης, επί του πεζοδρομίου, επί της κλίνης. Στο ζήτημα της σεξουαλικότητας σπάνε τα ταμπού και καταρρίπτονται όλα τα κλισέ. Τελειώνουμε με το στερεότυπο της θηλυκότητας της γυναίκας-αντικείμενο, γυναίκας-μπιζού, της μαμάς ή της πουτάνας. Οι γυναίκες διεκδικούν τη δική τους απόλαυση κι ένα παιδί αν το θέλω όποτε το θέλω. Οτιδήποτε εμποδίζει την ελευθερία της απόλαυσης χτυπιέται κατά μέτωπο. Βάλλεται το πατριαρχικό, το μιλιταριστικό, το νεολενινιστικό πνεύμα. Βάλλονται ο «αντρισμός», ο ηρωισμός, ο ασκητισμός, η ηθική της θυσίας. Εμφανίζεται το επαναστατικό μέτωπο των ομοφυλόφιλων.
Η Θεσσαλονίκη πλημμύρισε από μία πρωτοφανή νεροποντή. Πήρε όλη την ανθοκομική στην παραλία και επιπλέανε μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά. Πήρε και στίχους βαρύγδουπους από την Έκθεση και τους έκανε λασπόνερο.
9.5 Ισπανικός κινηματογράφος στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στο Κολωνάκι. Φιλμ μικρού μήκους από τις 6 το απόγευμα, όλα κάτω από την ομπρέλα του Πολιτισμού των Τραμπ. Τίτλος λίαν πιασάρικος ώστε να μην προβάλεις αντίσταση καμιά: «Επαναστάτριες Ισπανίδες σε ταινίες μικρού μήκους». Μένει να αποδειχθεί. Στις οκτώ το βράδυ επίσης στην ίδια Ένωση εγκαινιάζεται έκθεση του Ελληνοαμερικανού Stefanakis, πίνακες με γυμνά ανθρωπάκια που περπατάνε σε γυμνές πόλεις. Και θα υπάρχει και μία σοπράνο να άδει. Ανεβαίνοντας τη Μασσαλίας απέναντι από τη Νομική, πλήθος καταραμένων σε κατάσταση απόλυτης εξαθλίωσης. «Δώσε σκόνη», λέει ένας. «Δώσε ρε πράσινη Kratom ρε, κράταμε ρε».
Φτάνω λίγο νωρίτερα και ακούω τη σοπράνο που κάνει πρόβα. Η Ελληνοαμερικανική είναι το πιο καθαρό κτίριο της Αθήνας. Ανεβαίνω τα σκαλιά ντροπαλά, χαίρομαι τις τουαλέτες και παγώνω από το αιρ κοντίσιον. Χάνω το πρώτο φιλμάκι, ίσα που προλαβαίνω το τέλoς του που είναι ακατάλληλο δι’ ανηλίκους. Βλέπω τη δεύτερη ταινία μικρού μήκους που δεν είναι καθόλου επαναστατική.
Το τρίτο φιλμάκι παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον: Η νεαρή Σάρα ζει σε ίδρυμα ανηλίκων κι έχει χρόνια να δει τον πατέρα της. Εκείνος της υποσχέθηκε να την επισκεφθεί, μα οι υποσχέσεις του είναι λόγια πτερόεντα. Την έχει «στήσει» τόσες φορές ώστε, στα δεκαπέντε της χρόνια, έχει μάθει πια πολύ καλά το μάθημα: είναι τελείως μόνη στον κόσμο.
Το τέταρτο είναι όντως καλό, αλλά θα ήταν καλύτερο σε σκηνή θεάτρου, μόνο ως χορός. Ονομάζεται Waste (Σκουπίδια) είναι των Doscabezas, γυρίστηκε το 2016 και διαρκεί 16 λεπτά. Μια μικρή κοινότητα νεαρών γυναικών ακολουθεί χορευτικά μια σειρά αλλόκοτων κανόνων και ιεροτελεστιών: ένα μολύβι στα χέρια της ηγέτιδας της ομάδας λειτουργεί ως μπαγκέτα και καθοδηγεί τις δράσεις και τις κινήσεις των άλλων οι οποίες υπακούουν σαν μαριονέτες. Αυτή η ρουτίνα διακόπτεται από τον θάνατο κάποιας χορεύτριας από τις γυναίκες ρομπότ. Υπάρχει εξέγερση και σπάσιμο του μολυβιού, που συμβολίζει την εξουσία, που είναι η εξουσία. Ενώ το μολύβι σπάζει και ησυχάζουμε, εγώ τρέμω ολόκληρος στην αμερικάνικη παγοαίθουσα.
Κι αρχίζει το κυρίως φιλμ: Προϋποθέσεις για να γίνεις φυσιολογικός άνθρωπος Ισπανία (2015). Φαίνεται πολύ καλό και εύληπτο κι ας κρυώνω. Η Μαρία είναι μια τριαντάχρονη τραλαλά γυναίκα που βλέπει τη ζωή να της γυρνά την πλάτη: δεν έχει δουλειά, της έχουν κάνει έξωση, η αισθηματική της ζωή είναι χάλια κι έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά της. Όταν σε μια συνέντευξη τη ρωτούν τι άνθρωπος είναι, εκείνη συνειδητοποιεί ότι δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρείται «φυσιολογική», δηλαδή δεν έχει δουλειά, δεν έχει σύντροφο, δεν έχει σπίτι και αποφασίζει να αλλάξει. Αλλά δεν θα μάθω ποτέ πώς αλλάζει, θα αποχωρήσω από την αίθουσα τουρτουρίζοντας.
Περπατρώγοντας βλέπω τις κοινωνικές αντιθέσεις στην πόλη. Τις Κολωνακιώτισσες στο Γυμναστήριο της οδού Μασσαλίας να εκγυμνάζονται στους κυλιόμενους διαδρόμους, ενώ πρόσφυγας από τη Μέση Ανατολή βάζει το μικρό του γιο μέσα στον κάδο των απορριμμάτων να του ανασύρει κάποια σκισμένη σακούλα.
Χαζεύω στην βιβλιοπωλείο Πολιτεία και μετά στο παλαιοπωλείο που άνοιξε δίπλα από τη «Δωρεάν μέτρηση του άγχους σας». Εδώ θα βρούμε μπροστά μας τον Γκιουλέκα (πολιτικός προϊστάμενός μου σε ανύποπτη, ευτυχώς, φάση). Δεν του μίλησα. Τον είδα αρκούντως απασχολημένο με τις μπροσούρες «Κώστα δεν έχεις τίποτα καινούριο από Θεσσαλονίκη;» ρώτησε τον παλαιοπώλη και μετά βρήκε κάτι εκκλησίες και χώθηκε σ’ αυτές.
Ο πρίγκιψ Κάρολος και η Καμίλα με τα ηλίθια χαμόγελά τους μας επισκέπτονται επισήμως. Ο Τέρενς Κουίκ (ο Γρήγορος) υποδέχεται τον Κάρολο στο αεροδρόμιο. Ο Τέρενς του λέει: «είμαι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ». Κι εμένα όταν με υποδέχτηκαν στην Αυστραλία οι Αβορίγινες, τους είπα ότι είμαι τριφυλλάτος.
Ο Κάρολος προσφέρει ζωγραφιά στον πρόεδρο της Ελληνικής Νομαρχίας που έφτιαξε με τα χεράκια του. Ο πρίγκιψ εκτός από κλασικός ζωγράφος, είναι και Αγιογράφος παρακαλώ, γι αυτό πλειστάκις έχει προσεγγίσει με θαλαμηγό το Άγιον Όρος ώστε να εμπνευστεί δεόντως, να νηστέψει, να προσευχηθεί.
10.5.18 Πέμπτη. Εκτελούνται από τις βρετανικές αρχές οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ Μιχαήλ Καραολής και Ανδρέας Δημητρίου, οι οποίοι ανεβαίνοντας στο ικρίωμα με την αγχόνη ψάλλουν τον εθνικό ύμνο και ζητωκραυγάζουν υπέρ της Ενώσεως με την Ελλάδα (1956)
Ο Κάρολος και η Καμίλα πάνε παντού. Η Καμίλα σε Μουσεία και σε άσυλα κακοποιημένων γυναικών. «Θα κλειστώ σε άσυλο κακοποιημένων», γράφει η Μυρσίνη, «να με υποδέχονται δούκισσες και βασίλισσες».
Πρώτοι μας δυνάστες Οι Βιτελοβλάχοι/ Κόθωνας με Αμυαλία. Μετά/ ξέρασεν ο Βόλγας την Αφροδίτη Βρωμάροβνα/ που τόκισε τους Γλυκοβούργους με χυλοπίτες/ και τους Ρωμιούς με αναθέματα./ Του πετεινού ο γιος αντίς από την πόλη/ πήρε την Ασοφία. κλπ Κάλας αξεπέραστος.
Πάλι στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, καλομάθαμε, αλλά πήρα ρούχα και σκουφάκι μαγιάτικο για να μην παγώσω. Τελικά δεν βάλανε το χτεσινό αιρκοντίσιον κι έμεινα με την κάπα και την χοντρή μπλούζα στα χέρια. Ένας κινηματογραφικός Ματωμένος Γάμος, το ίδιο κουραστικός όσο και στη θεατρική σκηνή, που μικρός τον είχα δει στο Εθνικό (Βασιλικό τότε) με την Παξινού και δεν είχα καταλάβει τίποτα από Λόρκα. Ο πατέρας μου έφερνε συνέχεια εισιτήρια με την Εργατική Εστία και όλα τα βράδια της εφηβείας μου τα πέρασα στο θέατρο, ώστε κόλλησα κι εγώ μια θεατρικότητα.
Κάρολος και Καμίλα με το ηλίθιο ευτυχισμένο χαμόγελό τους συνεχίζουν ασταμάτητοι, αυτός στην Αρχιεπισκοπή, αυτή στο Μοναστήρι της Καισαριανής. Η Καμίλα έβαλε χαμηλά παπούτσια και μαζί με την υπουργό Πολιτισμού απήγγειλαν, όχι αρχαία τραγωδία, αλλά Χάρι Πότερ, αρέσει στη δούκισσα της Κορνοφωλιάς. Η Καμίλα στην αγγλική βεβαίως ( Χάαααααααρι!) και η ευφυής υπουργός σε άπταιστη νεοελληνική (Πόοοοοοοοοοοοτερηηη).
11.5.18 Παρασκευή. Κάρολος και Καμίλα στην Κνωσσό. Δεν ελπίζουμε στον πολιτισμό τους, προετοιμάζουμε το τέλος του. Ευτυχώς όμως, για τους πολιτισμένους, είναι ο Κάρολος εδώ με το καλοκάγαθο χαμόγελο του Ηλιθίου, έτοιμος να θυσιάσει στην τόπλες ομορφιά των ανακτόρων του Μίνωα. Ο Πρίγκιπας της Ουαλίας στον Βασιλιά της Αρχαίας Κρήτης με αγάπη. Και αρχίζει τα θαύματα ο Υιός της Μεγαλειοτάτης. Θα αναστήσει νεκρούς, θα θεραπεύσει τυφλούς, χωλούς, δαιμονισμένους και τους πάσχοντες από το AIDS, γι αυτό ήλθε εδώ ο παμμίαρος για να απατήσει τα σύμπαντα. Ήταν ευπροσήγορος, ταπεινός, αγαθός, φιλόπτωχος, ευειδής καθ’ υπερβολήν, προσπάθησε δολίως να αρέσει δια να αγαπηθεί ταχέως υπό πολλούς και εξηπατούσε τον κόσμο έως ου βασιλεύσι (αμ δε), και πιστεύσωσιν Αυτόν, ως θεόν ισχυρόν, προελεύσεως Αλβιώνος γηραιάς. Αμήν.
Φεστιβάλ μολδαβικού σινεμά στην Αλκυονίδα. Στην πραγματικότητα ένας σκηνοθέτης o Εμίλ Λοτεάνου με έξι φιλμ, τώρα «Οι τσιγγάνοι πεθαίνουν από αγάπη» (1971). Ποίηση, συναισθηματισμός και φολκλόρ. Α το σπουδαιότερο: τσιγγάνικο πάθος και μουσική. Η μουσική του Εβγκένι Ντόγκα δραματοποιεί έτι περισσότερο την αναζήτηση ενός χαμένου έρωτα. Πριν αρχίσει το έργο χόρεψαν κορίτσια από τη Μολδαβία. Δηλαδή τι κορίτσια, κυρίες ηλικίας, της Ιουλιανού και Δεριγνύ.
Δεν είμαι ειδικός της τσιγγανολογίας αλλά νομίζω ότι το «Γνώρισα κι ευτυχισμένους τσιγγάνους» (1967) του Γιουγκοσλάβου Πέτροβιτς είναι καλύτερο, δεν εξιδανικεύει, έχει ρεαλισμό, λάσπη και Βαλκάνια. Έπεται ο Κουστορίτσα, με το «Ο καιρός των τσιγγάνων» και ακολουθεί καταϊδρωμένος ο Μολδαβός.
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post