Χρονογράφημα
Σ άββατο 7.10 Οι λιακάδες της Αθήνας του Οκτώβρη είναι μοναδικές. Κάνω μια γρήγορη βόλτα αλλά πρέπει να γράψω το οπισθόφυλλο για το «Μεταναστευτικό λόγο και τον αουτσάιντερ πολιτισμό» και θα πάει χαμένο το Σαββατοκύριακο γιατί πρέπει ακόμη να δώσω κι ένα κείμενο για το περιοδικό του δρόμου Σχεδία, που μού ζήτησε ο Χρήστος με ανθρώπινο πρόσημο, «ξέρω εγώ», λέει.
Έκανα το οπισθόφυλλο για τα χαζά παροικιακά κείμενα και τα «απόρρητα» του Γραφείου Τύπου Σύδνεϋ. Τα κείμενα που ανθολογούνται έχουν τα χρονάκια τους. Γράφτηκαν αεί ποτέ κάτω από συνθήκες, όχι και τόσο ιδανικές, στην πόλη του Σύδνεϋ και δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες της Αυστραλίας. Δεν είναι δημοσιογραφικές επιτυχίες, δεν είναι «αποκαλυπτικά», δεν είναι «αποκλειστικότητες», κλείνουν περισσότερο το μάτι στη λογοτεχνία παρά στη δημοσιογραφία, στην κοινωνία παρά στην πολιτική. Είναι προσωπικές εμμονές, κείμενα αποτειχίσεως, δίνουν σπαράγματα μεταναστευτικής ζωής. Πόσο εύκολο είναι να αρθρώσει κανείς ενιαίο μεταναστευτικό λόγο; Σε ποιους απευθύνεσαι; ποιος σε ακούει; Πώς να μιλήσεις για τον πόνο και την οργή, για τη Βαίτσα και τον Κώστα που ως «παράνομοι» μετανάστες είχαν το θράσος να τεκνοποιήσουν στη μακρινή Αυστραλία ελπίζοντας έτσι να συγκινήσουν τους γραφειοκράτες του Υπουργείου Μεταναστεύσεως. Αμ δε, η Αστυνομία συνέλαβε τη Βαΐτσα και το μωρό και τους οδήγησε στο διεθνή αερολιμένα.
Και ως γραφείο Τύπου μετά, πώς να πείσεις τους Αρτηριοσκληρικούς της Αθήνας πως στην Αυστραλία υπάρχει μία καλλιτεχνική πρωτοπορία που είναι μεταναστευτική και δη ελληνικής καταγωγής. Άλλωστε τα προβλήματα ήταν αλλού: «Η Μακεδονία είναι Μακεδονική», φώναζαν οι φανατικοί έξω απ’ το ελληνικό προξενείο, ο Μίδας ήταν τούρκος γράφει έντυπο τουρκικό, και η ελληνική Εκκλησία τρωγότανε με τις κοινότητες, ενώ οι αυστραλοί επίσημοι γελούσαν με τις ξεχωριστές παρελάσεις των Ελλήνων τσολιάδων, ενίοτε ντυμένοι και ίδιοι τσολιάδες, για λόγους ψηφοθηρικούς. Απελάσεις, Ίμια, Ολυμπιακοί, τρομοκρατία, πυρηνικές δοκιμές στον Ειρηνικό, τουρκοκύπριοι μακεδονομάχοι, φαύλοι παροικιακοί παράγοντες που γίνανε φαύνοι και πολιτικοί που ταξιδεύουν σε άλλη ήπειρο για ένα φτηνό βίντεο και τα αφορολόγητα. Η επικαιρότητα τρέχει. Α και μια πόρνη σκύβει και δίνει ένα ποτήρι σε έναν επιληπτικό του δρόμου.
Πάλι ταινίες μικρού μήκους από το φεστιβάλ Δράμας. Όχι τόσο καλό το σετ αυτή τη φορά. Ξεχωρίζει η Έλλη (μόνος μου για να το χωνέψω καλύτερα ή γιατί δεν με παίζουνε οι φιλενάδες μου)
8.10.17 Κυριακή. To μικρό Παρίσι είναι εδώ στο Αγγέλων Βήμα, φουαγιέ, Σατωβριάνδου 36, όπου παρουσιάζονται μουσικά έργα της Εύας Πάλμερ – Σικελιανού (συζύγου του ποιητή Άγγελου Σικελιανού) και έργα του Λεωνίδα Κανάρη (αφιερωμένα). Με αφηγήτρια τη μούσα του Ελύτη την Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Η Εύα Πάλμερ δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο, κατήγετο από πολύ εύπορη οικογένεια, είχε μουσική παιδεία, η μητέρα της ήταν μουσικός και η ίδια σπούδασε μουσική και αρχαιολογία. Ταξίδεψε, τα ταξίδια είχαν τότε άλλη αξία είχαν την αίσθηση της περιπέτειας, γνώρισε τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Τζέιμς Τζόις το γλύπτη Ροντέν, τέλος το Σικελιανό λέει το ιντερνέτ, που τελικά τον παντρεύτηκε για να κάνουν τις Δελφικές ιδέες περφόρμανς λέω εγώ. Η μουσική έχει στοιχεία βυζαντινά κι ένα πρώιμο μεταμοντερνισμό, καθώς τα παντρεύει με τους αρχαίους παιάνες -τι είδους παιάνες ήταν δεν ξέρουμε. Όμως έχει αρχίσει στο πρόγραμμα του «Μικρού Παρισιού» μία μουσική εκδήλωση με τραγούδια εμπνευσμένα από την Εργασία των Γυναικών σε όλο τον κόσμο και μ’ ενδιαφέρει πολύ να τ’ ακούσω, οπότε εγκαταλείπουμε τις ιστορικές μουσικές καταβολές μας και καλώ την πολυτραυματία Μπέμπα να με συνοδεύσει στο cabaret Voltaire στο Μεταξουργείο, με διαθέσεις διεθνιστικές.
Εξαιρετική εκδήλωση! Οι μουσικοί είναι εικοσάρηδες αλλά έχουν κάνει «ρισέρτς» Στην αναρχική μου κοινωνία θα ξυπνάγαμε μέσω τηλεοράσεως και ερτζιανών τον κόσμο για να πάει ή να μην πάει στη δουλειά του ακούγοντας το μπέλα τσάο ή αμερικάνικα μπλουζ από θήλεις αφροαμερικάνες ή και αφροαμερικανίδες αοιδούς. Το μουσικό ταξίδι ξεκίνησε από τα ορεινά Βαλκάνια κι έφτασε από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Κίνα για να περάσει στην υποσαχάρια και νότια Αφρική, στις κορυφές των Ανδεων και στις μπαμπακοφυτείες των ΗΠΑ και πάλι πίσω στη Γαλλική Βρετάνη και στους κέλτικους ήχους της Βρετανίας. Τα πιτσιρίκια σκίζανε, και το πατάρι στο καμπαρέ Βολταίρος είναι σε ατμόσφαιρα το καλύτερο της Αθήνας.
Λίγοι οι θαμώνες, η τιμή εισόδου συν το ποτό φαίνεται πρόβλημα, αλλού τα δίνουνε όμως. Ζευγάρια μέσης ηλικίας. Μόνο ένας με γιλέκο παραγγέλνει από το μενού και χλαπακιάζει μπροστά σε όλους που στέκονται με ένα ποτήρι κρασί ή μια άθλια κόκκινη μπύρα Βεργίνα, για να τα λέμε όλα. Βγαίνοντας έξω κοντά στα μεσάνυχτα, βλέπουμε ένα ζευγάρι αταίριαστο ταιριαστό από αυτά που με ενθουσιάζουν. Ένας απερίγραπτος λιμοκόντορος ηλικίας, με μουστάκι, πάει χέρι χέρι με μία παχουλή ασχημούλα που χωλαίνει λίγο. Τους κοιτάζω καθώς κουνάνε τα χεράκια τους σαν μικρά παιδιά και στον παρακάτω δρόμο σταματάνε δίπλα στα σκουπίδια και βατεύονται κανονικώς σαν τα γαϊδούρια, ακουμπώντας αυτή τα χέρια της στον πλαστικό κάδο των απορριμμάτων. Ή μήπως υποκρίνονται μία ζωοσυνεύρεση, είναι ένα θεατρικό κι αυτό σε τόπο καλλιτεχνικό, καθώς η γυναίκα σηκώνει αρτίστικα το πόδι, το κουτσό.
9.10 Δευτέρα. Εγκεφαλικό η μητέρα μου, την πήγε η Μπουμπού με το Πρώτων Βοηθειών στην Αγία Όλγα γύρω στις έντεκα το πρωί. Έγινε εισαγωγή, αλλά όπως φαίνεται πρόκειται για εισαγωγή διαδρόμου, καθώς δεν υπάρχει κρεβάτι την έχουν σε ράντζο μέσα στα πόδια τους, μπροστά από τη ρεψιόν του έκτου ορόφου. Αυτό είναι κατάντια. Κατάντια, ξεκατάντια τι να κάνουμε; λέει η Μπουμπού έλα να καθαρίσεις γιατί εγώ δεν μπορώ να μείνω το βράδυ, δεν βλέπω καλά, κανόνισε τι θα κάνεις. Τρε μπιεν θα ανέβω. Κι είχε και μια ωραία συζήτηση στο Πολυτεχνείο για την Απελευθέρωση των ζώων σήμερα το απόγευμα!
Νοσοκομείο η Αγία Όλγα.
Η Μπουμπού αναμαλλιασμένη, η παπαδιά δίπλα της, η μαμά σε χαμηλό ράντσο. Πολλά ράντσο, πολύ κόσμος. Ζητάει συνέχεια νερό, μάλλον τη γλυτώσαμε, λέει η Μπουμπού, μη της δώσεις δεν κάνει. Και μην ξεσκεπαστεί, είναι γυμνή με τα πάμπερς μόνο από κάτω. Πού να κάτσω; Έχει ένα αναπηρικό αμαξίδιο.
-Σαν σήμερα δολοφόνησαν τον Τσε Γκεβάρα. Τον συλλάβανε τραυματισμένο στο πόδι στα όρη στα βουνά της Βολιβίας και τον σκότωσαν ως αιχμάλωτο με εννιά σφαίρες στο στήθος. «Δειλοί πυροβολείστε, σκοτώνετε μόνο έναν άνθρωπο, όχι τις ιδέες του». Για το θάνατο του Τσε που έγινε σύμβολο όλων των επαναστατημένων έχουν γραφτεί τόμοι. Από τα λίγα που έχω διαβάσει ξεχωρίζω τη φοβερή περιγραφή της τελευταίας του μάχης από το συμπατριώτη του Ερνέστο Σάμπατο, στο μυθιστόρημα Αρμαγεδδών και το τρίτομο έργο του Μεξικανού Τάιμπο με τίτλο Τσε.
Συνέχεια φέρνουνε κόσμο, μα τι γίνεται; πού τους πυροβολούνε; Δεν υπάρχουν κρεβάτια, δεν υπάρχουν ράντσο, έναν ασθενή τον έχουν σε καρέκλα, έχει διαβήτη λέει η γυναίκα του, μια χαρά ήτανε αλλά κάποια μόλυνση έπαθε στο κρανίο. Παραχωρώ το αμαξίδιο, τ-ι λέω ο άνθρωπος; δεν ήταν δικό μου, μού το πήρανε και προσπαθώ να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο. Δυο τρεις νοσοκόμες τρέχουν σαν τρελές, ένας ψηλός νεαρός γιατρός με γυαλιά θυμίζει περισσότερο μαύρο πρωταθλητή των τετρακοσίων μέτρων μετ’ εμποδίων. Διπλαρώνω μία νοσοκόμα. Το ξέρει ο διοικητής ότι δεν υπάρχουν κρεβάτια; Τι λέτε κύριε; Το ξέρει ο Γραμματέας; Ποιος γραμματέας; Του Υπουργείου! Το ξέρει ο υπουργός; Ο πολύς και μέγας υφυπουργός; Η νοσοκόμα το βάζει στα πόδια. Δεν είναι Νοσοκομείο, είναι Τρελοκομείο. Λέω τι χάλι είναι αυτό σε μία κυρία που φαίνεται κάπως πιο αποστασιοποιημένη από τους λοιπούς φιλόστοργους συγγενείς. Μα δεν καταλάβατε τι γίνεται κύριε; έχει γενική εφημερία το Νοσοκομείο σήμερα. Τώρα κατάλαβα, το βουλώνω και αφού βλέπω να περνάει ο εμποδιστής γιατρός με τις νοσοκόμες πίσω από ένα κρεβάτι που το τρέχουν βολίδα. Η μάνα ζωντανεύει και επιχειρεί να δραπετεύσει με κλειστά μάτια με τους ορούς και μισοστραβωμένο στόμα. Πού πας ρε μάνα και κάνεις αποκαλύψεις, κάτσε στα αυγά σου πλιζ. Την κρατάω και προσπαθώ να την ηρεμήσω. Τρέμει. Επιτέλους δεν υπάρχει μία κουβερτίτσα; Έχει κύριε, στο ντουλάπι πιο κάτω. Ορίστε, βρήκαμε μία στρατιωτική, ασορτί με το ράντσο. Περνάω τη νύχτα στο όρθιο, η γυναίκα που την τρέχανε πέθανε, δεν θα αντέξω, θα πεθάνω κι εγώ, ήμουνα αθλητής δεν είμαι πια, η μάνα κοιμάται τώρα και κατά τις τέσσερις αποφασίζω να φύγω. Έχει τάσεις φυγής, λέω σε μία νοσοκόμα, έχετε σας παρακαλώ λίγο το νου σας. Κύριε δεν βλέπετε τι γίνεται, δεν υπάρχει κάποιος άλλος; όχι δεν υπάρχει, τι να σας κάνω κύριε;
Παίρνω για πρώτη φορά ταξί, από τη στάση των ταξί, χωρίς τύψεις, είναι μεγάλη η διαδρομή και διπλή ταρίφα, η δε ουρά των ταξί ποταμός, σίγουρα πολλοί οδηγοί ξενυχτούν χωρίς να πάρουν άνθρωπο. Έγινα άνθρωπος και παίρνω ταξί, αλλά προβλέπω και μεγάλη ταλαιπωρία . Θυμάμαι που ερχόντουσαν από την Αυστραλία ορδές οι απόδημοι και μίσθωναν ταξί από το αεροδρόμιο του Ελληνικού για τα χωριά τους, το Κυπαρίσσι, την Ελαφόνησο, την Ακράτα, το Λιδωρίκι, σαν βασιλιάδες. Ω οι ωραίες ημέρες! που θα έλεγε κι ο Μπέκετ και ο κάθε νεοέλλην Μπέκετ. Τώρα κι οι ελληνοαυστραλοί τσιγκουνεύονται. Πώς το έφερε η κουβέντα και λέω ότι στην πολυκατοικία δεν έχουμε κεντρική θέρμανση εδώ και χρόνια και ο ταξιτζής μου διαφημίζει το «φυσικό αέριο», θα βάλεις μία μικρή συσκευή στο μπαλκόνι σου κι έλυσες το θέμα. Και δεν χρειάζεσαι συναίνεση πολυκατοικίας. Χρειάζεσαι βέβαια δυο τρεις χιλιάδες δεν είμαι πλούσιος, αλλά το έβαλα στο διαμέρισμα που νοικιάζω από ένα στρατηγό 100 τετραγωνικά με 350 ευρώ. Ο στρατηγός που μένει στη Θεσσαλονίκη, ήθελε 550 αλλά εγώ είπα αυτά δίνω και θα σου κάνω και δουλειές και το σπίτι θα είναι τζάμι. Το σπίτι είναι μεγάλο κι έχω σταθερά 22 βαθμούς. Κι είναι ωραίο διαμέρισμα βλέπει και βουνό, δεν έχει θόρυβο, καθαρό και μένει καλός κόσμος και πληρώνει τα κοινόχρηστα. Αυτό ρώτησα το στρατηγό, πληρώνουν όλοι τα κοινόχρηστα; Έκανες την πρώτη καλή ερώτηση μου είπε ο στρατηγός. Είναι όλοι οικογενειάρχες, δικηγόροι, στρατιωτικοί, μια χαρά. Έχουμε φτάσει στην Αχαρνών και με πιλατεύει ακόμη. Σου λέω, βάλε το αέριο αφού έχεις δικό σου διαμέρισμα, ένα λεβητάκι χρειάζεσαι και τίποτ’ άλλο, στο μπαλκόνι είπαμε. Με το φυσικό αέριο δεν απαιτείται εγκατάσταση δεξαμενής, απαλλάσσεσαι από τις δυσάρεστες οσμές και όλη τη βρώμα του πετρελαίου. Και οι ηλεκτρικές σόμπες είναι τρύπια τσέπη και δεν ζεσταίνουν. Αέριο.
10.10. Τρίτη. Η μαμά συνήλθε, πήραμε και δωμάτιο το 611, τριών κλινών, κανονίσαμε να πηγαίνω οκτώ ώρες εγώ, τρεις με έντεκα ή τέσσερις με δώδεκα για να παίρνω το τελευταίο δρομολόγιο του ηλεκτρικού και δεκαέξι ώρες και νύχτα η Μπουμπού που έχει σκοπό να τα τινάξει. Θα τσοντάρει κάποιες ώρες και η παπαδιά με τα δέκα εγγόνια! Έκτο πάτωμα, ξανά ο φόβος των ασανσέρ, τώρα και των μικροβίων. Χρησιμοποιώ μόνο τις σκάλες. Κουβαλάω έναν Ντεριντά κι ένα Μάντη στο σακίδιο. Μία επισκέπτρια πηγαίνει στο παράθυρο με ηλεκτρονικό τσιγάρο. Δεν σέβονται τίποτα, κάποιοι νεοέλληνες μόνο ο εαυτός τους, μόνο το σεκλέτι τους, η πρέζα τους. Δεν τους μπορώ.
Είναι άλλο Νοσοκομείο σήμερα. Υπάρχει τάξη υπάρχει οργάνωση, σχεδόν ευρωπαϊκό. Όχι, έχει κάτι περισσότερο, έχει γιατρούς με ανθρωπιά. Με εντυπωσιάζει ιδιαίτερα ο γιατρός Νικολόπουλος ρωτάει τους συγγενείς «μου επιτρέπετε να δω τον ασθενή;»
Δημήτρης Τζουμάκας
Share this Post