Εννέα διηγήματα ενσυναίσθησης
Ο Δαμιανός Πάντας είναι συνθέτης, αυτό είναι αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, όμως δεν μας εμποδίζει να τον γνωρίσουμε και με την ιδιότητα του συγγραφέα. Μπορεί κάποιος να σκεφτεί πως με αυτή την ιδιότητα ίσως να είναι διαφορετικός. Όμως αυτό δεν ισχύει. Ο Δαμιανός Πάντας απλά μας δείχνει μια άλλη πλευρά του εαυτού του, που μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε. Θεωρώ ότι η «Μεταβολή» είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Ο συγγραφέας Δαμιανός Πάντας αντλεί τα θέματά του από την απλή καθημερινότητα, πατάει στην πραγματικότητα της φύσης και μας απευθύνεται με εννέα διηγήματα υπερρεαλιστικής αφήγησης, συμβολισμού και ειρωνικού υπαινιγμού.
Οι άνθρωποι μιλούν συχνά για τα ίδια πράγματα, όμως δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο ούτε λένε τα ίδια. Ο καθένας έχει τη δική του άποψη, τη δική του αλήθεια και αντιμετωπίζει τη ζωή με τον δικό του τρόπο και έχει έναν δικό του τρόπο ξεχωριστό για να εκφράζεται. Όμως δεν μπορείς να μιλήσεις για όνειρα αν δεν έχεις ονειρευτεί, ούτε να περιγράψεις τη φωτιά αν δεν έχεις βρεθεί μέσα της, με το ίδιο σκεπτικό ούτε το κρύο μπορείς να προσδιορίσεις αν ποτέ δεν έχεις παγώσει. Το να μπορείς να τα μεταφέρεις τη γνώση από τη σκέψη σου και σε κάποιον άλλο είναι τέχνη. Και φυσικά «Τέχνη δεν θα υπήρχε αν ο καλλιτέχνης ήταν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στον κόσμο», όπως έχει πει σε συνέντευξή του ο διάσημος συνθέτης Θόδωρος Κουρεντής.
Στη σημερινή εποχή, μέσα στην οποία προβάλλεται συνεχώς ότι οι δυνατότητες επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου φτάνουν σε ανώτατο επίπεδο, παράλληλα επισημαίνεται και η απόσταση μεταξύ των ανθρώπων. Άλλος μιλάει σιγά, άλλος βραχνά, άλλος διφορούμενα. Ο καθένας καταθέτει τη δική του άποψη, με το δικό του τρόπο και αισθάνεται ευχαριστημένος αν κάποιοι γίνουν αποδέκτες της. Οι ιστορίες του Δαμιανού Πάντα είναι κραυγές μέσα στη σιωπή της κοινωνικής ανοχής. Το βιβλίο του είναι ένα έντιμο βιβλίο, με την έννοια ότι η γραφή του έχει αλήθεια και συνέπεια. Για να φτάσουμε την αλήθεια του πρέπει ν’ αφήσουμε τη φαντασία μας να παρασυρθεί από την αφήγησή του. Και τότε η γνώση θα γίνει άκρως ευεργετική.
Εννέα διηγήματα ξέρουν τον συγγραφέα τους και την προέλευσή τους. Ξεπηδούν μέσα από δύο κόσμους δημιουργίας και συναντιούνται συναινετικά. Ο κόσμος της μουσικής και εκείνος της γραφής έχουν κοινή προέλευση και, παρότι φαίνονται αντικριστοί, συμπορεύονται. Εκπληρούν την συνθήκη «Αίτιο – Αιτιατό», όπου αίτιο είναι η έμπνευση και αιτιατό η δημιουργική κατάθεσή της, είτε ως σύνθεση λόγου είτε ως μουσική σύνθεση. Οι ήρωές του Δαμιανού Πάντα οντοποιούνται με την αφήγηση και διανύοντας την ίδια τους την απραξία περιπλανιούνται μέσα στο χρόνο του διηγήματος. Η αμφίρροπη πορεία τους καταλήγει σε ένα παρόν, που τους κατατρώει ή κατατρώγεται από αυτούς:
Ένας γιατρός δεν μπορεί να καταλάβει αν η παροχή βοήθειας προς έναν άρρωστο τον έκανε «μάρτυρα ή συνένοχο της ζωής ή του θανάτου». Ένα χωριό ζεσταίνεται από την καύση του νεκρού. Μια αλληγορία της θαλπωρής όταν εκλείπουν οι κακοί άνθρωποι με ένα τέλος που αιωρείται διφορούμενο («Χειμωνιάτικη ιστορία, σελ. 1). Ένας φαρμακοποιός πουλάει δηλητήριο σε έναν νεαρό, που θα αυτοκτονήσει μπροστά του («Το ποντίκι», σελ. 6). Ο Μιχάι, ένας «επιτυχημένος» διακινητής ναρκωτικών, που πιστεύει ότι «Το να ζεις έντονα σημαίνει να ζεις αιώνια» χάνεται νέος («Κατακτητής», σελ.10). Ο κιθαρωδός, παίζει στο δρόμο για την ευχαρίστησή του, χωρίς να δέχεται χρήματα από τους περαστικούς, παρωδία–αλληγορία του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης στον Άδη με εξαιρετικές αφηγήσεις για την αγάπη του προς την αρχέγονη και τελειότερη μορφή τέχνης, τη μουσική. Στην πορεία όλο και πιο βαθειά μέσα στο σκοτάδι η κιθάρα αντικαθιστά τη λύρα, οι σκηνές του Άδη αποδίδονται θαυμάσια με το γκράφιτι της γυναίκας με τη νεκροκεφαλή αλλά η εξέλιξη της προσπάθειας θα είναι ατελέσφορη όπως και στον μύθο (σελ.13). Η κρατική εξουσία παραφυλάει απειλητική την αλλοτρίωση του αριστερού αγωνιστή («Μούμια», σελ. 21). Ο όχλος προσπαθεί να λιντσάρει μια γυναίκα για τον ασπασμό μιας εικόνας («Κατ’ εικόνα και…», σελ. 29). Ο Σωσίας, που πλησιάζει τη λεπτή οριακή γραμμή του μαγικού ρεαλισμού (σελ. 32). Εικόνες, μαγικές και πραγματικές, που συνεχώς μετασχηματίζονται με την αφήγηση. Η μουσική είναι «πανταχού παρούσα» και ο συγγραφέας δεν σταματά να φιλοσοφεί μέσα από αυτή.
«Η αλήθεια είναι μία κατασκευή» θα πει ο αφηγητής και βάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί τη δική του πραγματικότητα. Όλα συναινούν σε μια υπερρεαλιστική αφήγηση που: οι πεθαμένοι, γιαγιά και πρωθυπουργός, περιμένουν την ταφή τους, το μέντιουμ Ιερώνυμος αντιμετωπίζει το εκτόπλασμα των εξωγήινων, ο Αχιλλέας αυτο-παρωδείται, ένας παλιατζής διακόπτει τη ροή της ιστορίας, ο συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής Ουίνφριντ Τσίλιχ (Winfried Zillig), ο Ταρκόφκι, ο Μπέρκμαν, ο Τρυφώ, ο Γούντι Άλεν («Ημερολόγιο» σελ. 40), συμμετέχουν ως αναφορές ή παρουσίες στη ροή της εξέλιξης. Και στην κατακλείδα δύο γυναίκες, μια έγκυος περιπλανιέται χωρίς προορισμό μέχρι ν’ αποφασίσει για την τύχη του αγέννητου παιδιού της ενώ μια άλλη, μητέρα εκείνη, φιγούρα των φαναριών τσιμπάει το παιδί της για να κλαίει και να εισπράττει την λύπη των περαστικών οδηγών σε κέρματα.
Το μεταφυσικό στοιχείο εμβαπτίζεται στο πραγματικό, η ηθογραφία συναινεί με την πρόσφατη ιστορία και τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της, τα ψυχογραφήματα συμπλέουν με την αυθόρμητη αφήγηση, το θάρρος των χαρακτήρων μπερδεύεται με το θράσος για την επιβίωση, ο εγωισμός συγκρούεται με τον εκνευρισμό και τις ψυχοφθόρες καταστάσεις, οι υφέρποντες ανθρώπινοι εαυτοί με την αδυναμία τους να αυτολογοκριθούν. Στην πορεία της αφήγησης συναντούμε συμπτυγμένες αφηγήσεις και παρατεταμένες δράσεις, θεολογικές αναλύσεις και φιλοσοφικές αναζητήσεις αλλά και δεισιδαιμονίες, ημερολογιακές γραφές έντονων βιωμάτων και σκωπτικές παρουσιάσεις της ζωής, η λεπτή ισορροπία της καυστικής ειρωνείας και του σαρκασμού. Ιδεώδης ο συνδυασμός του υπαινιγμού και της αλληγορίας του μεταμοντερνισμού, του υπερρεαλιστικού συμβολισμού και της λεξιπλασίας της σημερινής εποχής. Καθώς και το δίπολο υπεροχής και ανυπαρξίας του «Χρόνου», αυτού του άγιου και δαιμονικού ταυτόχρονα, του πανδαμάτορος και βασανιστικού. Μέσα στην αφήγηση δεν υφίσταται «αντικειμενικός χρόνος», όπως και στην πραγματική ζωή που ο καθένας από μας μετρά τον χρόνο διαφορετικά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον μετρά σωστά ή ότι δεν συμμετέχει στη ροή του.
Ο νους του αναγνώστη αυτόματα συντονίζεται με την ποίηση του Τ.Σ. Έλιοτ, όταν το 1935 έγραψε: «Ο παρελθών χρόνος κι ο χρόνος ο παρών/ Είναι πιθανόν παρόντες στο μέλλοντα χρόνο/ Κι ο μέλλων χρόνος ίσως περιέχεται στο παρελθόν/ Αν ο χρόνος όλος είναι αιωνίως παρών/ Ο χρόνος όλος είναι μη ανακτήσιμος». Οι άνθρωποι που γράφουν λογοτεχνία δεν είναι διαφορετικοί από μας. Είναι καθημερινοί άνθρωποι όπως ο καθένας μας. Συνήθως η πρώτη επαφή τους με τη γραφή γίνεται όταν πλημμυρίζονται από έντονα συναισθήματα και καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν τον εαυτό τους. Όμως η καλύτερη αφήγησή τους επιτυγχάνεται όταν αυτά καταλαγιάζουν.
Ο Δαμιανός Πάντας είναι ευαισθητοποιημένος τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά. Στα γραπτά του κυριαρχεί η μουσική και η ενσυναίσθηση, η ευρηματικότητα και το χιούμορ, ο υπαινιγμός και η κριτική. Είναι ιδανικός αναγνώστης λογοτεχνίας· αυτό φαίνεται από τον τρόπο που αφηγείται. Και, όπως γράφει και ο ίδιος: «Μεταβολή σημαίνει μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη. Όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Θα μπορούσε να είναι η «από νίκης είς ήτταν.» Είναι μία αλλαγή, μια στιγμιαία απόφαση, ένα γύρισμα του κεφαλιού, ένα ενστικτώδες βλέμμα για ν’ αποφασίσεις αν θα συναινέσεις ή θ’ αντισταθείς. Το σημείο μηδέν που καθρεπτίζει ποιος πραγματικά είσαι και καθορίζει την υπόλοιπη ζωή σου».
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου