Για την ποιητική συλλογή Η ολοκλήρωση της έλλειψης του Γιάννη Σγουρούδη

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras

 

 

«… ακούστηκε το ψιθύρισμα της Λέξης
αλλά οι ευχές μας πνίγηκαν μες στα φύλλα»
σελ. 23

 Ήταν απόγευμα Ιουλίου όταν συνάντησα τον Γιάννη στην παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής Η ολοκλήρωση της έλλειψης [εκδ. Κουκούτσι, Αθήνα 2020, σελ. 40] στο Μετς. Η ταράτσα του Λευτέρη Τσώνη αποτέλεσε το τέλειο σκηνικό μιας εγκάρδιας ποιητικής βραδιάς με θέα την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό.

«Ο Γιάννης Σγουρούδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1990. Ζει και πεθαίνει για αυτή την πόλη» διαβάζω στο μικρό βιογραφικό του. Ιδιαιτέρως, η ανθρωποποίηση της πόλης στην ποιητική του συλλογή σηματοδοτεί ένα σύνορο συναισθηματικών ζυμώσεων του ποιητή με το χώρο μέσα στον οποίο ζει και ενεργεί. «Αυτή η πόλη πενθεί από το ψηλότερο σημείο της/ κρεμασμένοι οι δαίμονες με την αγγελική φωνή/ Θρυμματισμένη εποχή/ γενιά μεγαλωμένη αυτοκτονική όνειρα θαμμένα σε κάδους… Η πόλη πενθεί/ κι ερωτεύεται όταν την ερωτεύεσαι» σελ. 10.

Η Αθήνα μεταμορφώνεται σ’ ένα ηλεκτρισμένο πεδίο αντιθέσεων που μορφοποιούν την ποιητική φωνή του δημιουργού. Συνάμα αποτελεί το γεωγραφικό πλάτος μιας βαθύτερης συνειδητοποίησης της ζωής και του θανάτου «Αυτή η πόλη μοιάζει/ με θάνατο που ακόμη δεν έχει ξυπνήσει» γράφει ο Γιάννης στο ποίημα «Ανταποκρίσεις» στη σελ. 33.

Το αστικό περιβάλλον πρωτίστως δημιουργεί μια ατμοσφαιρική διώρυγα από την οποία διαπλέουν εικόνες και συναισθήματα έως τον τελικό προορισμό της συνάντησης με τον άλλο, κάπου μεταξύ γης και ουρανού «θα χαθούμε/ άστρα μακρινά στη λάμψη των ανθρώπων» δηλώνει εμφατικά στο εναρκτήριο δίστιχο της συλλογής, αφιερωμένο στην Άλκηστη.

«…Φυτεύει τους στίχους/ πότε πότε και στην καρδιά μας» σελ. 9 ο Γιάννης, αναδεικνύοντας μια ώριμη ματιά γύρω από την προβληματική της διανθρώπινης συνύπαρξης. Ο έρωτας αναδεικνύεται ως η κινητήρια έμπνευση συγγραφής και ως η γενεσιουργή αφετηρία ανθρωπιάς για τον ποιητή «Τα κλαδιά χάνονται κι η μόνη φωλιά είναι τα χέρια σου» σελ. 21, «Έτσι ισορρόπησα στην γραμμή/ μεταξύ διαφθοράς και αισθημάτων» σελ. 22, «Ροκανίζω μέρες το χορτάρι/ και δεν βρήκα ακόμη τουλίπα να σου μοιάζει» σελ. 23, «Κλείνω τα μάτια για να θυμηθώ το άγγιγμά σου» σελ. 29, «… Είναι κέντημα η ζωή/ για να κρεμάς τους κόμπους των δακρύων/ Έλα να μου πεις γιατί χαμογελώ» σελ. 28, «Ήθελα έναν ακαριαίο θάνατο κι ήρθαν/ τα χείλη σου να με φιλήσουν» σελ. 35.

Στο ποίημα «Σε ονειρεύτηκα» στη σελίδα 31, η πόλη χαρακτηρίζεται νυχτερινή και διαπλέκεται με την ονειρική φιγούρα του πόθου του ποιητή μαζί με έναν καθρέφτη κ’ ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. Η πραγματικότητα αμφισβητείται καθώς έως το τέλος του ποιήματος η επινόηση του κοιτάγματος στον καθρέφτη με σκοπό την εξάλειψη της μοναξιάς, απλώνεται έως τα πρόσωπα που αλληλεπιδρούν και συνδιαλέγονται «Σε ονειρεύτηκα/ ξύπνησες και άγγιξες απαλά το χέρι μου/ έγειρες πάνω με φίλησες/ έμεινες/ άνοιξα τα μάτια μου… κοιτούσες το σημάδι της νυχτερινής πόλης/ έφυγες/ άφησες δύο σκουλαρίκια στο κομοδίνο/ έπλυνα το πρόσωπό μου/ κοιταζόμουν επίμονα στον καθρέφτη/ είναι μια επινόηση για να καταλάβεις πόσο μόνος είσαι…».

 Συγκεκριμένα στο παραπάνω ποίημα αλλά και διάσπαρτα σε ολόκληρη τη συλλογή, τα μάτια, ένα σύμβολο βαθύτερης επικοινωνίας, σηματοδοτούν το όριο της εγγύτητας του εαυτού και του συνανθρώπου αλλά και της αποστροφής από τα ανθρώπινα «Πλένω τα μάτια μπρος στον γκριζαρισμένο καθρέφτη…» σελ. 10, «Δύο μάτια προσελκύουν/ τη λευκή νύφη/ στον κόκκινο κήπο» σελ. 11, «σε είδα σε όνειρο/ με το μαντήλι δεμένο γύρω από την όραση…» σελ. 32, «… μόνο το βλέμμα έχει μείνει/ καρφωμένο πάνω στον ξύλινο σταυρό/ ιεροκήρυκας που περιμένει/ ν’ αδράξει την επόμενη μέρα/ κραυγάζοντας μονάχα το όνομά της» σελ. 34, «Τα μάτια του δολοφόνου/ έσταζαν δάκρυα… Θέλω να πω/ σας εκτιμώ» σελ. 36.

Στη συνέχεια, οι εποχές του χρόνου καθώς και τα χρονικά περιθώρια της μέρας συνυφαίνονται με τα μάτια στο ποίημα «Από τα χείλη σου κρεμάστηκε…» στη σελίδα 26 «Από τα χείλη σου κρεμάστηκε το υγρό στοιχείο/ από τα μάτια σου οι κήποι της άνοιξης/ το φθινόπωρο από την αντικριστή ματιά/ κι ο χειμώνας από το πιάσιμο των νυχιών…».

Ειδικότερα, τα γνωρίσματα των εποχών πυροδοτούν τον ποιητικό οραματισμό του Γιάννη στη σελίδα 9 όπου «τα πουλιά θα πετούν χαμηλά/ Παρακαλώ η μυρωδιά της βροχής/ να προαναγγείλει τα νέα πως η άνοιξη ξεχάστηκε/ σκότωσε τον ήλιο/ βυθίστηκε στο σκοτάδι». Η άνοιξη κατά μια έννοια συμβολίζει εδώ τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Πιο κάτω «Ξύπνα/ έχουν ανθίσει οι βουκαμβίλιες/ μες το καταχείμωνο» σελ. 23.

Η λυρική αισθαντικότητα του ποιητή εν συνόλω αποτελεί βασικό μοτίβο στην «Ολοκλήρωση της έλλειψης» καθώς μπορούμε να ανιχνεύσουμε στοιχεία ρομαντισμού. Η νύχτα, τ’ αστέρια, το πρωινό, το υγρό στοιχείο και γενικότερα τα φυσικά πράγματα αποκτούν μια κρυμμένη σημασία «… τώρα δεν με τρομάζει η άγρια νύχτα που μπλέκεται/ πάνω από την αναπνοή μας/ έχουμε τ’ αστέρια να χορεύουν έχουμε το φως να με οδηγεί/ Σε κάθε τσακισμένο σημείο της πνίγηκα στα βάθη» σελ. 15, «… Θα υπάρξει ζωή και μετά από εμένα/ έρχεται η αυγή κι η θηλιά με περιμένει/ είμαστε δύο μα η κόλαση χωράει έναν/ έρχεται η αυγή» σελ. 32.

Γενικότερα η αναγκαιότητα της σύγχρονης εποχής για την επαναφορά ενός διαλόγου με τη φύση και τη διερεύνηση των συναισθημάτων, ανοίγει ένα λογοτεχνικό πεδίο νεορομαντισμού. Οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, η εργασιακή σύνθλιψη του ελεύθερου χρόνου, η αλλοτρίωση και η κοινωνική απομόνωση, εκκινούν στοχασμούς αμφισβήτησης της επίπλαστης ευμάρειας που βιώνουμε και μεταφέρουν την προσοχή των σύγχρονων δημιουργών σε μια εσωτερική θέαση της πραγματικότητας, όπως και διακρίνουμε στην παρούσα συλλογή «Ξύπνα/ είναι αδίστακτοι οι χρόνοι/ μα εφηύραμε τον τρόπο να τους παγώσουμε» σελ. 23.

Ο Γιάννης Σγουρούδης αντιπροσωπεύει τον ποιητή εκείνο που, με την προβληματισμένη του ματιά σε ό, τι συμβαίνει στον κοινωνικό μακρόκοσμο, το μετουσιώνει στις διαπροσωπικές του συσχετίσεις. Η ποίησή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατά μια έννοια ως έντονα διαπροσωποκεντιρική «Η καρδιά του μοιάζει/ με έφηβου αγοριού/ φτάνει δίχως να το καταλάβει/ απέναντί της/ προσπαθώντας να αγγίξει/ το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της/ της αναγγέλλει μιαν απάντηση/ που ίσως να θυμόταν» σελ. 24, «όταν κοντεύω να αποβιώσω/ έρχεται ο φύλακας της επιβίωσης μου/ και μ’ ένα ηλεκτροσόκ με επαναφέρει/ Έχω έναν αδερφό/ που τον λένε Βασίλη» σελ. 14.

Το συναίσθημα άλλωστε αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της συλλογής αφού ο ποιητής το προκρίνει ως επίκαιρο, τόσο ως μέσο χρήσης για την καλλιτεχνική του δημιουργία, όσο και ως θεματική αυτή καθαυτή «Τι γυρεύουν τα χέρια της στους ώμους;/ Ζήσαμε τον πόλεμο των συναισθημάτων με τα μάτια ανοιχτά…» σελ. 15, «…Ελπίζω πως την ύστατη στιγμή/ θα μάθω ν’ αγγίζω από απόσταση» σελ. 16, «Σε ανθρώπους αδύναμους δείξατε αδυναμία/ παραδεχτείτε το/ Κι επειδή δεν έχει μείνει τίποτα πάνω σας/ θα πάρω αυτό το άψυχο σώμα/ Το μάθημα ανατομίας πρέπει να συνεχιστεί» σελ. 36.

Καταλήγοντας, σε μια καθημερινότητα αποπροσωποποιημένη και τοξική, οφείλουμε να κρατάμε ζωντανό τον συναισθηματικό μας κόσμο, να τον εμπλουτίζουμε, να προβληματιζόμαστε κάποτε γι’ αυτόν και μέσα απ’ αυτόν, σε κάθε περίπτωση να τον τροφοδοτούμε με διάνοιες και σκέψεις τέτοιες που να επεκτείνουν την ανθρώπινη πλευρά μας και να εξελίσσουν περαιτέρω το γλωσσικό μας κριτήριο. Ο Γιάννης Σγουρούδης με την Ολοκλήρωσή του, μας το υπενθυμίζει ακατάπαυστα αυτό μιας και ο ίδιος γράφει πως « Το ποίημα σε βρίσκει και σε λυτρώνει στην μακρινή του όραση» σελ. 17.

Ας κοιτάξουμε λοιπόν κι εμείς μέσα από τα ποιήματα του για να βρούμε τη λύτρωση που προσδοκά ο καθένας μας.

Πηνελόπη Ζαρδούκα
φιλόλογος και ποιήτρια